Skip to main content

Full text of "Εργα αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου"

See other formats


'Ιερεύς  ΙΩΑΝΝΗΣ  Κ,  ΔΙΩΤΗΣ 
Εφημέριος  Ί.  Ν.  Άγ.  Παντελει^ισνος  ’Αχαρνΰν 
Γραμμααεύς  Συντάξεως 

* 


ΕΙΣΑΓΩΓΗ 


Ή  αύγκριοις  τών  άγαθών  τής  παρούαης  ζωής  πρός  τά  4γαθά 
ΐής  άλλης  «ίν*ι  τδ  θέμα  τής  πρώτη;  δμιλίας  τού  παρόντος  τόμου. 
Ό  Χρυαόπομος  ίτιχινεί  αύτούς  πού  ήλθαν  διά  νά  τδν  άκαύίουν 
άψηφούντες  *τ4  αφτδρόν  καύμα  χ&ί  τδν  6χρύν  αύχμόν*. 

Τ4  Αγαθά  τού  κόσμου  τούτου  είναι  έφήμερα  καί  παροδικά, 
χαί  πάντοτκ  χάνονται,  όταν  λποθνήαχωμεν,  παλλ&κις  δέ  και  Ανψ 
ζώμεν  μάς  έγχαταλείπουν.  Τά  άγαθά  όμως  τής  άλλης  ζονής  είναι 
μόνιμα  καί  άσυγχρίτως  Ανώτερα  άπδ  τά  τού  κόαμου  τούτου,  'ΒπΙ 
*λέον  δέ  είναι  πολύ  εύκολος  ή  άπόχτησί;  των,  καθόσον  παρέχον¬ 
ται  δωρεάν  *ίς  αύτούς  πού  τά  Απι  διώκουν,  Χρειάζεται  καθημερι¬ 
νός  άγών  Ιναντίον  τοΟ  πονηρού  διά  τήν  τελικήν  νίκην.  Ό  Χριστός 
?Θ«Η  μέν  τά  προστάγματα,  πλήν  δμω;  Ιθιαι  χαί  τά  Ιπαθλα,  διά 
νά  καταστήσω  τδν  4γώνα  εύκσλώτερον,  Διά  τών  χωρίων  τής  Κ. 
Διαθήκης  πού  Αναφέρει  άποδεικνύει  δτι  δ  Χριστός  ώς  άνθρωπος 
έτήρηο*  δλα  τά  προστάγματα,  $πομ*γως  χαί  ήμείς  ήμπορούμεν  νά 
τά  χηρήσωμίν,  όπως  εύχολώτερον  δάναται  νά  6α&ση  τις  δίοπον 
ίδόν,  έάν  ίδη  προηγουμένως  κάποιον  νά  βαδίζη  αύτήν. 

Προφανώς  ή  όμιλΐα  έλέχθη  κατά  τήν  Ιποχήν  τσδ  θέρους  εις 
κάποιο  προάστειου  ϊξω  άπά  τήν  Αντιόχειαν,  καθώς  φαίνεται  άπό 
τήν  άρχήν,  οποί»  έπαινε  ι  τάν  ζήλον  τών  Ακροατών  του  τούς  δποί- 
οο;  θεωρεί  καλυτέρους  άπδ  αυτούς  πού  κατοικούν  εις  τήν  πάλιν. 
Τδ  έτος  τής  έκφωνήσεως  είναι  δύβκβλον  νά  κσθσρισθή. 

Οί  άπόμενοι  δύο  λόγοι  «Περί  τού  μή  δημσστιύνιν  τα  αμαρτή¬ 
ματα  τών  Αδελφών  μηδέ  χατεύχεσθαι  τών  έχθρών»  καί  «Περί  τού 
μή  άπογινώσκιιν  τινάς  έαυτών,  μηδέ  κατεύχεαθαι  τών  έχθρών, 
μηδέ  Απαγορεύει  ν  έν  τψ  μή  λαμέάνειν  αϊτού ντας'  χα*  πρδς  άνδρας 
περί  τής  προς  τάς  γυναίχχς  είρήνης»  έίςιφωνήθησαν  «Ες  τήν  Αν¬ 
τιόχειαν  τό  5το;  5Β6,  μετά  τήν  Ακφώννριν  τοΟ  πέμπτου  λόγου  κατά 
'  Ανομοίων. 

Ή  δημοσίευσες  τών  Αμαρτημάτων  τών  άνθρώπων  ύπδ  Τών  άλ¬ 
λο)  ν  χαθΐάϊ$  αύτο^ΐς  θραοι/ιέρους  καί  άναιβχινντοτέρους,  χ#*  ύ>; 
έκ  τούτου  χαθϊοταται  δυτ/ολβοτέρα  ή  διόρθωοις  καί  ή  ύιρα,πεία 


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 
ΤΟΝ  ΕΛΛΗΝΩΝ 


ΑΠ Α  Ν  Τ  Α 
ΤΩΝ  ΑΠΩΝ  ΠΑΤΕΡΩΝ 

Έ  π  ο  π  ι  ί  I  ο 

ΠΑΝ.  Κ.  ΧΡΗΣΤΟΥ  —  ΣΤΕΡ.  Ν.  ΣΑΚΚΟΥ 
Καθηγητών  Πονειπαττιμίου 

Επιμέλεια 
ΒΑΣ.  Σ.  ΨΕΥΤΟΓΚΑ  —  ΘΕΟΔ  Ν.  ΖΗΣΗ 
Διδακτύραίν  τί^ς  θεολογία*: 

ΙΩ ΑΝΝΟ Υ 
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 
ΕΡΓΑ 

ΤΟΜΟΣ  20 


1.  ΠΕΡΙ  ΑΠΟΛΑΥΣ&ΩΣ  ΤίλΝ  ΜΕΛΛΟΝΤΩΝ  ΑΓΑΘΩΝ 

ΚΑΙ  ΑΞΙΑΣ  ΤΩΝ  ΠΑΡΟΝΤΩΝ 

2.  ΠΕΡΙ  ΜΗ  ΚΟΙΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ  ΤΩΝ  ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΩΝ 

3.  ΠΕΡΙ  ΜΗ  ΑΠΟΓΝΩΣΕΩΣ  ΚΑΙ  ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ  ΚΑΤΑ 

ΕΧΘΡΩΝ 

4.  ΟΜΙΛΙΑ  ΛΕΧΘΕΙΣ  Α  ΕΙΣ  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  ΑΠΑΣ 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ 

5.  ΟΜΙΛΙΑ  ΕΙΣ  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  ΤΗΣ  ΑΓ.  ΕΙΡΗΝΗΣ 
β.  ΟΜΙΛΙΑ  ΕΙΣ  ΓΟΤΘΟΥΣ 

7  ΟΜΙΛΙΑ  ΕΙΣ  ΜΑΡΤΎΡΙΟΝ  ΠΑΛ.  ΠΕΤΡΑΣ 

Εΐοαγωγή — Μ  ετάφ  ρασ»ς — Σ  χώλια 
ΝΙΚΗΤΑ  Β.  ΤΣΙΟΜΕΣ1ΔΗ 
Κείμενον:  Β.  Μο  ίηο» 

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ  ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ  ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ 


ΙίίΑ.ΝΝΟΓ  ΧΡΓΣΟΣΤΟΜΟΓ 


10 


αύτών  διά  τούτο  δέν  πρέπει  νά  γνωστοποιούνται  τά  αμαρτήματα 

διά  νά  θεραπεύονται  ·ύκ»λώτ*ρον< 

Έκεν&ή  γνωρίζει  δ  διάβολο;  ότι,  δίαν  προσευχωμιθ*.  ωφε¬ 
λούμενα  πάρα  πολύ,  διά  τούτο  τότε  άκριόώς  παραμονεύει  καί  στή¬ 
νει  τας  παγίδας  του,  ώστε  καέ  κατά  τήν  ώραν  τής  προσευχής  νά 
μάς  Απιτεθή.  Πώ;  κ*1  μέ  ποίον  τρόπον;  Μέ  τό  νά  Αμβάλλη  ιΐς 
ήμάς  χοϊκούς  λογισμούς,  κα1.  τό  χείριστον  όλων  με  τό  νά  μ4*  πα- 
ρακινή  νά  προσευχώμε6α  έναντίσν  ιών  Ιχθρών  μας.  Αύτό  πού 
πράττουν  ώρισμένοι,  προσευχόμενοι  έναντίον  ιών  Αχθρών  των,  εί¬ 
ναι  ύβρις  πρός  τόν  θεόν.  λέγει  δ  ίερό;  πατήρ.  Αφοί)  ΑπαπρέΒϊίι 
τούς  πιστούς  Αβτό  αύτό  στρέφει  τήν  προσοχήν  αύτών  είς  ?να  άλλο 
σημείο  ν  Ας  ίσου  σπουδχίον.  Ή  προσευχή  μα;  πρέπει  νά  είναι  έπί- 
μονος  και  διαρκή;,  καί  δέν  πρέπει  νά  άπογοητευώμΕθα,  ίταν  δέν 
ιίσακουώμεθα  άμέσως'  ό  θεός  άλλων  τα;  προσευχάς  εισακούει  Α¬ 
μέσως  καί  άλλων  μιτά  παρέλευσιν  έτών  άκριόώ;  διά  νά  διδάξη 
καί  μέ  τούς  μέν  καί  μέ  τού;  δέ. 

Ή  θα,υμαώαι  όμιλία  ή  όποια  έλίχθη  εί;  τόν  ναών  τής  άγιας 
Αναστασίας  Ανώπιον  μικρά;  συγκσντρώσεως,  είναι  προτρεπτική 
εί;  άρετήν  καί  έλπίδα  είς  τόν  θεόν,  έλήφθη  δΑ  μαζί  μί  τάς  Απο¬ 
μένεις  Αμιλίας  τού  τόμον  Αχ  συλλογή;  11  όμιλιών  τού  Χρυσοστόμου, 
Καθημερινώς  ιόρισχόμεβα  είς  πόλεμον,  είς  πόλεμον  δχι  μέ  Ανθρώ¬ 
πους,  Αλλά  πρός  τάς  φάλαγγας  τοΰ  διαβόλου,  καί  διά  νά  εςέλθω- 
μεν  νιχηταί  από  τόν  πόλεμσν  αότόν  πρέπει  νά  άπαλλαγώμβν  Αστό 
τήν  ραθυμίαν  ή  όποία  μάς  καθιστά  Ανικάνου;  νά  πολιμήσωμεν. 
Έξεφωνήθη  πιθανώτατα  «I;  ΚωνσταντινοόποΛιν  κατά  τόν  'Οκπώ- 
βρισν  τού  398, 

ΕΙ;  τήν  Απομένην  όμιλίαν  ό  Χρυσόστομο;  κατηγορεί  έχει  νους 
πού  δΑν  παρΕυρέθησαν  διά  νά  Ακούσουν  αύΐήν,  έπαινε!  δέ  έκ.εί· 
νους  πού  μέ  ζήλον  τόν  παρακολουθούν  καί  τού;  παρα/αλβΐ  νά  με¬ 
ταφέρουν  τά  λεγάμενα  καί  είς  τού;  άπόντας,  4>τχ«  νά  τούς  προσ- 
ίλκύσουν  είς  τήν  Έκκλνρίαν  χαί  νά  τούς  χάμΟιιν  καί  αίτού;  με¬ 
τόχους  τών  πνευματικών  κερδών.  Λιά  νά  μή  στερήσω  άπό  τούς 
άκροατάς  την  πνιυματιχήν  ώφέλειαν  χχπαναλίτκη>’ν  τόν  χρόνον 
του  εις  κατηγορίας,  κάμνίι  λόγον  διά  τήν  ώφέλτιαν  πού  προέρχε¬ 
ται  άπό  τήν  κοινήν  ψαλμιοδίαν.  Εις  τήν  ’Εακλησίαν  δν^ι  ϊχουν 
τά  Γδια  δικαιώματα1  δεν  ύφόσταται  διάκριοις  μεταξύ  πλουσίων  καί 
πτωχώ'/,  ά'/5ρί»ν  καί  γυναικών,  σοφών  καί  ίμαΗών  Απομένω;  ή 
γνναικ«ί«  φύσις  δέν  πρέπει  νά  άποτελή  διά  τάς  γυναίκα;  Ιμπό- 
ίιον  κίς  τούς  ίγώνας  τής  άρεπή;.  όπως  δΑν  άπετίλεσε  καί  οιά 
τήν  μητέρα  τών  Μακχαβαίον·/,  τήν  Φοίδη'/  καί  τήν  Αίρίγκιλλαν. 
Έ  όμιλία  έςεφωνήθη  είς  τόν  ναόν  τής  άγία;  Ειρήνης,  ό  όποίος 
ήτο  τότε  καθεδρικός,  πι^ανώτατα  καπά  τό  ίτος  898. 

Τήν  μετά  τό  Πάσχα  Αδδομάιδα  τού  399  έλειτούργησεν  ο  Χρυ¬ 
σόστομος  είς  τούς  Γότθου;.  Είχε  χειροτονήσει  ήδη  «ί;  αύτούς 


11 


Κ1ΖΛΓΒΓΗ 


πρεσβυτάροος,  διακόνους,  άναγνώστας  άπό  όμογλώσσσος,  Ιδοκην  είς. 
αύτούς  ναόν  Ιξιο  άπό  τήν  πόλιν  καί  πολλάκίς  ήκροάτο  τή;  λει¬ 
τουργία;  των,  Αύτά  δέ  τά  Ιχαμε  διά  νά  τού;  προσεγγίση  εις  τή/ 
άγάπην  τοΟ  Χριστού  καί  εις  τήν  Όρ^οδοςίαν,  διότι  πάρα  πολλοί 
παρεούρθησαν  άπδ  τόν  Αρειανισμόν.  Κατά  τήν  ώραν  τή;  λειτουρ¬ 
γία;  χοΛώρισιν  όχι  μόνον  αί  Αναγνώσεις  νά  γίνωνται  «ίς  τήν  Γοτθι¬ 
κήν  γλώσσαν,  άλλά  καί  ή  όμιλία  νά  έκφωνήται  εις  κύτήν,  ΆφοΟ 
ϊ>ϋα&<  πέρας  ή  ιίς  τήν  γοτθικήν  όμιλία  ό  Χρυσόστομο;  ίλαίε  τόν 
λόγον  καί  «ίπεν  «Έοουλδμην  παρείνοκ  Έλλτ/νας  τήμερον,  ώστε 
τδτ/  άνεγνωσμένων  άκοθσαι  καί  μαΰεΐν,  πόση  τού  Σταυρωθέντος 
ή  ίι^ός,  πόση  τού  Σταυρού  ή  δόναμις,  πόση  τής  Εκκλησίας  ή 
«ύγένεια,  πόση  τής  πίστευα  ή  εύτονία,  πόοη  τής  πλάνης  ή  αίσχό- 
νη,  πόσο;  τών  δαιμόνων  ό  γέλως».  Τύ  Πάσχα  τού  399  ήτο  τήν 
βιχ/  Απριλίου. 

Τριάκοντα  ήμέρας  μετά  τήν  πτώσιν  τού  Εύτροπισυ  ί  Χρυσό¬ 
στομος  λαβών  αφορμήν  άη6  τό  γεγονός  δτι  είχον  έλθει  όλίγοι  διά 
νά  τόν  Ακούσουν  εις  μίαν  όμιλίαν  του  άναλογίζεται  μήπο^ς  ή  βρο¬ 
χή  καί  ή  λάσπη  ήσαν  αΐ  αίτίαι.  Αυτό  βέβαια,  συμπεραίνει-  54 ν  εί¬ 
ναι  δυνατόν  νά  ουμίαίνη  είς  ά^ρώπου;  πού  Ιχευν  θέλητ.ν.  Τό 
[,ιό'«ν  σοβαρόν  έμπόδιον  διά  τήν  προσέλευσιν  τών  Χριστιανών  ήτο 
ή  ραθυμία  των,  καί  ή  φιλχργυρί»  των"  έναντίον  δέ  τού  πά&?υς 
τούτου  Απευθύνει  Ιντονον  μομφήν.  Ή  όμιλία  Αλέχθη  είς  τό  μαρ- 
τόριον  τής  Παλαι* ;  Πέτρας,  τό  όποιον  ήτο  πλησίον  τής  Κωνσταν¬ 
τινουπόλεως. 

Ό  Μοηΐί&υςοη,  στηριζόμενο;  Αχι  τή;  λέξευ>ς  σεισμός,  Ανό- 
μισεν  δτι  πρόκειται  περί  τού  σωσμού  τού  έπιτυμδάνίος  τό  398. 
':\λλά  ό  Χρυσόστομος  τήν  πτώσιν  τού  Εΰτροπίου  καλεί  άλλοτε  μέν 
σεισμόν,  άλλοτε  δέ  χειμώνα  καί  Αλλοτε  '/αυάγιον- 

Ό  Εύτρόπιος  έξίί>ρίσθη  κατά  τό  τέλος  τού  Αύγούστου  τού 
399  καί  μετ’  όλίγον  άπεχοφαλί^η  είς  την  Χα/.χηδόνα.  Ή  όμιλία 
επομένως  Αλέχθη  κατά  τό  τέλος  τού  Σεπτεμβρίου  τού  399. 


ΝΙΚΗΤΑΣ  ΤΣΙΟΜΕΣΙΔΗΣ 


ΙΩΑΝΝΟΥ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 


ΠΕΡΙ  ΤΗΣ  ΑΠΟΛΑΥΣΕΩΣ  ΤΟΝ  ΜΕΛΛΟΝΤΩΝ 
ΑΓΑΘΩΝ  ΚΑΙ  ΤΗΣ  ΜΪΚΡΑΣ  ΛΕΙΑΣ  ΤΩΝ  ΠΑΡΟΝΤΩΝ 

I.  Είναι  υπερβολικός  ό  καύΰων  καί  Ανυπόφορος  ή  ξηρα¬ 
σία-  όμως  δέν  έξησθένηοε  τήν  προθυμίαν  σας  καί  ούτε  Αμά¬ 
ρα  νε  τήν  έπιθυμίαν  Τής  άκροάσεως.  “Έτσι  είναι  6  ακροατής 
ώ  θερμός  καί  ένθουσιώδης*  δυναμοΟτοι  διό  τής  έπίθυμίας  τής 
άκροάσεως  καί  δννατατ  νά  ύποφέρη  τύ  πόνια  μέ  εύκολίαν 
διά  νά  Ικανοποιήση  τήν  έπιθυμίαν  αυτήν  τήν  καλήν  καί  πνευ- 
μ επικήν,  ^  Καί  ούτε  τό  ψύχος,  ούτε  ή  ξηρασία,  ούτε  τά 
πολλά  ζητήματα,  ούτε  τό  πλήθος  ιών  φροντίδων,  α<5τε  τίποτε 
άλλο  τέτοιον  ή  μπορεί  νά  τόν  καταβάλη-  όπως  ιόν  άδρανή 
καί  ράθυμον,  ούτε  οί  εύχόριστοι  καιροί,  ούτε  ή  άπραξίσ  καί 
ή  άσφάλεια,  οΟτε  ή  άινάπουσις  καί  ή  άνεοίς  δύνανται  νό  διε¬ 
γείρουν,  άλλά  παραμένει  κοιμώμονος  ύπνον  άξιον  πολλής 
κατηγορίας. 

ΣεΤς  όμως  δέν  εϊσθε  τέτοιοι,  άλλά  εϊσθε  καλύτεροι  άπό 
αύτοΐχ;  πού  κατοικούν  είς  τήν  πάλιν,  διότι  σείς  εϊσθε  τό  έκλε» 
κτόν  μέρος  τής  πάλεως,  καί  μέ  προθυμίαν  καί  συχρροσύνην 
παρακολουθείτε  πάντοτε  τά  λεγάμενα. 

Αύτό  έδώ  τό  θέατρον  είς  έμέ  είναι  σεμνότερου  ώπό  τάς 
Βασιλικός  αύλάς.  Διότι  έκεί  τά  διδόμενα,  όποια  καί  δν  είναι, 
έζα φανίζονται  μαΟ  μέ  τήν  παρούσαν  ζωήν,  Β  καί  είναι  γε¬ 
μάτα  όπό  θόρυβον  καί  ταραχήν.  'Εδώ  όμως  δέν  συμβαίνει  τί¬ 
ποτε  τέτοιον  έόώ  υπάρχει  κάθε  άσφάλεια  καί  τιμή,  άπ,ηλλα- 
γμένη  άπό  ταραχήν,  έξουσίαι  πού  δέν  έχουν  τέλος  καί  πού 
δέν  διακόπτονται  ούτε  όϊπό  αύτόν  τόν  θάνατον,  μάλλον  δέ  ιτού 
γίνονται  τότε  περισσότερον  ώσφαλείς.  Διότι  μή  μού  άναφέ- 
ρης  αυτόν  πού  κώθηται  έπάνω  είς  τήν  άμαξαν,  καί  είναι  έ- 
πηρμένος,  καί  έχει  πολλούς  σωματοφύλακας,  ούτε  τήν  ζώ¬ 
νην  καί  τήν  φωνήν  τού  κήρυκος.  Νά  μ  ή  χαρακτηρίσης  άηό 
αΰτά  τόν  άρχοντα,  άλλ'  άπό  τήν  ψυχικήν  του  κοτάστασΊν  έάν 
κυριεύη  τά  πάθη  ταυ,  έάν  νικά  τήν  Αμαρτίαν  δηλαδή  δν  έξαν- 
σιάζη  ιών  πόθον  ιών  χρημάτων,  δν  υπέταξε  τόν  άχόρταστον  Α¬ 
ριστα  των  σωμάτων,  €  δν  δέν  λυώνη  όπό  φθόνον,  δν  δέν  πα- 


[ΒΑΝΝΟΓ  ΧΠ'ϊΟΣΊΌΜΟΤ 


14 


ραούρετρι  είς  τό  φοβερόν  πόθος  ιής  ματαιοδοζίας,  δν  δεν  φο- 
βήται  καί  τρέμη  τήν  πτωχείαν  καί  την  έιτϊ  τό  χειρότερον  με¬ 
ταβολήν,  δν  δέν  άποθνήσκη  άττό  τόν  φόβον  τούτον.  Τέτοιον 
νά  μοΰ  δείξης  τόν  άρχοντα,  διόιι  αυτό  σημαίνει  έζουσία.  Έόν 
μέν  άρχη  ιών  άνθρώπων,  είναι  5έ  δούλος  των  παθών,  αύτου 
του  είδους  τόν  άρχοντα  θά  τόν  άνομώσω  δουλικώτερον  όπό  ό¬ 
λους  τούς  άνθρώπους1  καθώς  καί  δι’  έκεϊνον  πού  έχει  χατα- 
κεκλεισμένον  εις  το  βάθος  τόν  πυρετόν,  δν  καί  τίποτε  τέτοιον 
δέν  φανερώνη  ή  έζωτερτκή  έμφάνισις  τού  <χύματός  του,  θό 
ήδύναντο  μετά  βεβαιότητας  σΐ  ιατροί  νό  είπούν  δτι  έχει  υψη¬ 
λόν  πυρετόν,  καϊ  δν  ώκόμη  τό  άγ νοούν  αύτό  οΐ  άδοεϊς. 

"Ετσι  λοιπόν  καί  έγώ,  αύτόν  πού  έχει  ύποδουλωμένην 
τήν  ψυχήν  του,  Ο  και  αίχμάλωτον  είς  τό  πάθη,  καί  δν  άκόμη 
δέν  φανερών  η  κάτι  τέτοιον  ή  έξωιερική  του  δψις,  άλλά  τό  άν- 
τίθετον,  δύναμαι  νά  ιαχυριαθώ  διι  είναι  δουλικώτερος  δλων, 
□ύτός  πού  έχει  είς  τό  βάθος  τής  ψυχής  τόν  πυρετόν  των  κακών, 
καί  έχει  Ιθρυμένην  είς  αύτήν  τήν  ψυχήν  ίου  τήν  τυραννικήν 
έξουσίαν  των  παθών  θά  ώνόμαζα  δέ  άρχοντα  καί  έλεύθερον 
καί  των  βασιλέων  βασιλίκώτερον,  καί  δν  άκόμη  είναι  έν&ε 
δυμένος  μέ  κουρέλια,  καί  δν  κατοικΛ  είς  φυλακήν,  καί  δν  είναι 
δεμένος  μέ  αλυσίδα,  αύτόν  πού  άηέβαλε  τήν  τυραννίαν  των 
παθών,  καί  δέν  είναι  κυριευμένος  άπό  πονηρός  έπιθυμίας,  καί 
ούτε  φοβάται  καί  τρέμει  άπό  παράλογον  φόβον  πτωχείας  καί 
άπμίος,  πού  θεωρούνται  δτι  είναι  λυπηρό  είς  τήν  παρούοον 
ζωήν. 

2.  Τά  άξιώματο  αύτό  δέν  άγοράζσντοι  μέ  χρήματα,  ούτε 
έχουν  κανένα  πού  τό  φθονεί"  Ε  αύτή  ή  δύναμις  δέν  έπηρεά- 
ζεται  άπό  γλώσσαν  κατηγόρου,  ούτε  άπό  μάτια  φθονερών  άν- 
θρώπων,  ούτε  άιπό  έπίνοήματα  κακαβούλων,  άλλό  μένει  συνε¬ 
χώς  άκυρίευτος,  ώσόν  νό  κατσική  είς  κάποιον  άπάτητον  τόπον 
τής  φιλοσοφίας,  καί  δχι  μόνον  είς  τάς  άλλος  δυσχερείς  περι¬ 
στάσεις,  άλλό  ούτε  καί  είς  αύτόν  τόν  θάνατον  ύποχωρεϊ 

Καί  αύτό  τό  ύποδεικνύουν  οΐ  μάρτυρες,  των  όποίων  τό 
μέν  σώματα  διελύθησαν  καί  έγιναν  σχόνη  καί  στάχτη,  ή  δέ 
δύναμίς  των  καθημερινώς  ζη  καί  ένεργεϊ,  339  Α  έκδιώκονΰα 
δαιμόνια,  φυγαδεύουσα  τά  νοσήματα,  έμψυχώνουσο  όλοκλή- 
ρους  πόλεις  καί  συναθροίζουοσ  έδώ  πλήθος.  Τόση  είναι  ή  δύ· 
νρμις  ιής  έξουσίας  αύτής,  6χι  μόνον  δταν  ζοϋν  οί  άρχοντες, 
όλλό  καί  δταν  άποθάνουν-  ώστε  διό  τής  δίας  μέν  κανείς  δέν 
έρχεται  είς  αύτήν,  διό  τής  Ιδίας  δέ  προαιρέσεως  καί  έπιθυμίας 
έρχονται  δλοι  πρός  αύτήν,  καί  δέν  χάνει  τήν  δύναμίν  της 
άπό  τόν  χρόνον. 

Βλέπετε,  λοιπόν,  όιι  δέν  ιό  είπα  χωρίς  λόγον  δτι  τό  θέ- 
αιρον  ιούτο  είναι  πιό  λαμπρόν  άτϊυ  τάς  βασιλικός  αόλός  ι  Δι- 


ΙΛ 


ΙΙΚΡΙ  ΑΠΟΛλΓΣΚϋί  ΤΰΝ  ΜΕΛΛΟΝΤϋΝ  ΑΙΛβΙΙΝ 


άτι  όσα  συμβαίνουν  όκεϊ  όμυΐάζουν  μέ  φύλλα  πού  μαραίνονται 
καί  μέ  σκιάς  πού  περνούν  καί  χάνονταν  αύτό  δέ  πού  δίβον- 
ιαι  έδώ  δμοιόζονν  μέ  άδάμσντα,  μάλλον  δέ  είναι  στερεότε¬ 
ρο  καί  άπό  έκεϊνον,  καθόσον  είναι  όθάνατα  και  άκλόνιγτα  καί 
δέν  ύποχωρσΰν  ποτέ  είς  ούδεμίαν  μεταβολήν,  Β  καί  είς  αό· 
τούς  πού  τό  άγαποΰν  πολύ  έρχοντοι  άφόβως,  καί  είνεα  άπηλ- 
λα γ-μένα  άπό  διαμάχην  καί  φιλονικίαν,  άπό  φθόνον  καί  δικα¬ 
στήρια  χαί  άπό  κοχοΒούλους  καί  συκοφαντίας.  Διότι  τό  μέν 
κοσμικό  έχουν  πολλούς  πού  τό  φθονούν,  τό  δέ  πνευματικό  είς 
Ασον  πιό  πολλούς  έλθουν,  τόσον  περισσότερον  φανερώνουν 
ιήν  ίδικήν  των  άφθονίαν.  Καί  αύτό  είναι  δυναΐόν  νό  τό  μά¬ 
θετε  }  σείς  όπό  τόν  λόγον  τούτον  Διόπ  τόν  λόγον  τόν  όττοίον 
είς  όλους  μεταδίδω,  έόν  κροτήσω  είς  τήν  ρίκίαν  πλησίον 
μου,  γίνομαι  πτωχότερος,  δν  δμως  τόν  μεταδώσω  είς  δλους, 
δπως  άκριδώς  σπέρνω  είς  εύφορον  όγρόν,  έπαυζάνω  τήν 
άφθονίαν  τών  άγαθών,  κόμνω  περισσότερον  τόν  πλούτον  μου 
€  «αΐ  έσδς  καθιστώ  πλουσιωτέρους  χωρίς  ό  ίδιος  νά  γίνω  πτω¬ 
χότερος  έξ  αιτίας  τής  εύπορίας  σας,  άλλό  μάλλον  περισσό¬ 
τερον  πλούσιος,  διότι  δέν  συμβαίνει  τό  Ιδιον  δπως  μέ  τό  χρή¬ 
ματα,  άλλό  άκριβώς  τό  άντίθετον.  ’Εάν  είχα  Αποταμιευμένα 
χρήματα,  καί  ήθελα  νό  τό  διανείμω  είς  δλους,  δέν  θά  ήμηο- 
ροΰσα  νό  έχω  τήν  προηγουμένην  άφθονίαν,  διόττ  θό  έλατ- 
τιοΟούν  έζ  αίτίας  τής  διανομής. 

3.  Επειδή  λοιπόν  είναι  τόσον  ύπέροχα  τό  πνευματικά 
άγαθά,  καί  είναι  πολύ  εύκολος  ή  άπόκτησίς  των,  καθόσον  είς 
δλους  τιού  θέλουν  δίδονται  δωρεάν,  αύτό  περισότερον  νό  Δ 
γαπώμεν,  καί  νά  άφήνωμεν  τάς  σκιάς,  καί  νό  μή  έπίδιώκωμεν 
ιούς  κρημνούς  καί  τούς  σκοπέλους,  ϋ  Καί  διό  νό  ένισχύση 
αύτήν  τήν  άγάπην  ό  θεός,  πρίν  άκόμη  άποθάνη  ό  άνθρωπος 
πού  τό  κατέχει  έπισυνήψεν  είς  αύτό  τόν  θάνατον.  Τούτο  θέ¬ 
λω  νό  είπώ"  δέν  έξαψανίζονται  καί  αύτά,  μόνον  δταν  άποθά- 
νη  αυτός  πού  τά  κατέχει,  ΪΧλό  καί  ένφ  άκόμη  ζη  μαραίνονται 
καί  αφανίζονται,  διό  νό  δηλώσουν  τήν  προσωρινότητά  των 
καί  αύτούς  πού  τό  άγαποΰν  πολύ  καί  έμ μένουν  είς  αύτά,  νό 
τούς  άπομακρύνουν  άπό  τήν  φοβερόν  αύτήν  μανίαν  μέ  τό  νό 
φανερώνουν  ιήν  φύσιν  αύτών  καί  νά  διδάσκουν  διό  της  πεί¬ 
ρας  Ατι  είνοι  πιό  άσθεν ύστερα  4πό  σκιάς,  καί  νά  έζαφανίσουν 
έτσι  τήν  όγάπην  πρός  αύτά-  Καί  διά  νό  ομιλήσω  διό  παραδεί¬ 
γματος"  ό  πλούτος  δέν  εγκαταλείπει  τόν  πλούσιον  δταν  άπο- 
θάνη  μόνον,  Ε  άλλό  καί  δταν  άκόμη  ζή  χάνεται  πολλάκις.  Ή 
νεόιης  δέν  έγκαταλείπει  τόν  νέον,  μόνον  δταν  άποθάνη,  άλλό 
καί  δταν  εύρίσκεται  είς  τήν  ζωήν  τόν  ένχαταλείπει  καταστρε- 
φομένη  σύν  τρ  αύξήσει  τής  ήλικδας  καί  παραχωρούσα  τήν 
θέσιν  της  είς  τό  γήρας.  Τό  κάλλος  καί  ή  εύμορφίο  καί  δταν 


ΙΰΑ-ίΝΟί  Χ’  ΗΓ230ΣΤ0Μ0Γ 


1β 


Ακόμη  ζή  ή  γυναίκα  χάνονται  καί  μεταβάλλονται  είς  άσχη- 
μ ία ν .  Αί  δόζαι  καί  αί  δυναστεΐαι  πάλιν  όμοίως  αί  τιμαί,  αί 
έξουσίοι  είναι  Εφήμεροι  καί  πρόσκαιροι  κοί  π  ιό  φθαρτοί  Από 
ιούς  άνθρώπους  πού  κατέχουν  αύτά  καί  καθώς  βλέπομεν  νΑ 
υπάρχουν  καθημερινοί  θάνατοι  τών  αλμάτων,  έτσι  υπάρχουν 
καί  θάνατοι  ιών  πραγμάτων.  Α  Τούτο  δέ  συμβαίνει  διά  νά 
παραβλέπωμεν  τά  παρόντα  καί  νό  Αψοσίωνώμεθα  είς  τά  μέλ¬ 
λοντα,  καί  νό  εϊμεθα  έζ^ρτημένοι  Από  τήν  άπάλαυσιν  έκείνων, 
καί  ένφ  εύριοκόμεθα  εϊς  τήν  γην  νά  εύρισκώμεθα  μέ  τόν 
πόθον  είς  τούς  ουρανούς.  Διότι  δύο  κόσμους  έκαμεν  6  θεός, 
τόν  μέν  ένα  παρόντα,  τόν  δέ  άλλον  μέλλοντα*  τόν  μέν  όρο¬ 
ι  άν,  τόν  δέ  αόρατον  τόν  μέν  άντιλιρττόν  διά  τών  αίσθήσεων, 
τόν  δέ  διά  τοΰ  νού·  τόν  μέν  έχοντα  Ανάπαυσιν  σωματικήν,  τόν 
δέ  πνευματικήν*  τόν  μέν  άντιλαμβανόμεθα  διά  τής  Εμπειρίας, 
τόν  δέ  διό  τής  πίστεως'  ιόν  μέν  ένα  τόν  δχομεν  βέβαιον,  τόν 
δέ  άλλον  ιόν  έλιτίζομεν*  καί  τόν  μέν  ένα  καθόρισε  νά  είναι 
τόπος  Αγώνων,  τόν  δέ  άλλον  βραβείο  ν  καί  είς  σύτόν  μέν  ά¬ 
γων  ος  καί  πόνους  καί  ιδρώτας  έπίατυνήψεν,  είς  έκανον  δέ 
στεφάνους  καί  6ρα6«ϊα  και  άμοιδάς·  καί  τόν  μέν  έκαμε  πέ¬ 
λαγος  ιόν  δέ  λιμένα,  Β  ιόν  μέν  σύντομον,  τόν  δέ  άτελεύτητον 
κα:  Αθάνατον, 

Επειδή  λοιπόν,  πολλοί  άπό  τούς  Ανθρώπους  προετίματν 
όπό  τό  νοητά  έκεϊνα  τά  αίσθητά,  Επισυνήψε  ν  είς  αύτά  τό 
φθαρτόν  καί  τά  πρόσκαιρον  διά  νά  τούς  άπομαχρύνη  άπό  τά 
παρόντα  καί  νά  τούς  προσηλώση  όλοψύχως  είς  τήν  Αγάπην 
πόν  μελλόντων.  ν  Επειτα  Επειδή  ήσαν  έκεϊνα  άόρατα  καί  νοε¬ 
ρά  καί  πραγματοόμενα  διό  τής  πίστεως  καί  τής  έλπίδος,  βλέπε 
τί  πράττει.  ΆφοΟ  ήλθεν  έτά  της  γής  καί  έλαβε  ν  Ανθρώπινον 
σώμα,  καί  όφού  έπραγματαποίησεν  τό  θαυμαστόν  σχέδιον 
τοΰ  θεού,  μδς  γνωστοποιεί  τό  μελλοντικά,  πληροφορών  καί 
τής  πλέον  παχυλοτέρας  διανοίας  δι’  αύτοΰ.  Διότι  όφοΰ  ήλθεν 
φέρων  Αγγελικήν  πολιτείαν  €  καί  μβτέβαλε  τήν  γην  είς  ού¬ 
ρα  νόν,  καί  διέτασσεν  αύτό  πού  όσους  ήσαν  πρόθυμοι  νά  τά 
πράζουν  έζωμοίωνον  μέ  άσωμάτους  δυνάμεις,  καί  έκαμε 
τούς  Ανθρώπους  Αγγέλους,  καί  προσεκάλει  πρός  τήν  δόξαν 
ιών  μελλόντων,  καί  ώριζεν  μικρούς  Αγώνας,  καί  προέτρεψεν 
νό  πετοΰν  Αψηλότερα  καί  νά  άναβαίνουν  πρός  αύτάς  τάς  Α¬ 
ψίδας  ιών  ουρανών  καί  νά  άγωνίζωνται  ένανιίον  τών  δαηιό- 
νων,  καί  νά  Αντιμετωπίζουν  όλόκληρον  τήν  φάλαγγα  τοΰ  δια¬ 
βόλου,  ένφ  έχουν  σώμα  καί  είναι  συνδεδεμένοι  μέ  σάρκα,  νά 
νεκρώνουν  τά  σώματα  καί  νά  διώχνουν  μακρύ ά  τήν  ταραχήν 
πού  προέρχεται  άττό  τό  πάθη,  καί  νά  φέρουν  μόνον  τήν  σάρ¬ 
κα,  καί  νά  άμιλλώνται  πρός  τάς  άσωμάτους  δυνάμεις. 

4.  Ο  Αφού  λοιπόν  αύτά  διέταζε  βλέπε  τί  πράττει  πόσον 


17 


ΠΕΡΙ  ΛΠΟΛΛΪ&ΕΏΣ  ΤΟΝ  ΜΚΛΛΟΝΤΟΝ  ΑΙ'ΑβΙΪΝ 


εδκολον  τόν  Αγώνα  καθιστά.  Μάλλον  δέ  προηγουμέναχ;  νά 
άναφέρωμεν,  άν  θέλετε,  τό  μέγεθος  τών  προσταγμάτων  κα* 
πόσον  Ισχυρός  έκαμε  τάς  πτέρυγας,  και  όποζενώνων  σχεδόν 
ήμδς  Από  τήν  άινθρωπίνην  φόσιν,  προέτρεψεν  όλους  νΑ  κα¬ 
τευθύνω  νται  πρός  τόν  ουρανόν,  Διότι  ένφ  ό  νόμος  προστάζει 
όφθαλμόν  Αντί  όφθ&λμοϋ,  αύτός  λέγει  «Έάν  τίς  σέ  ραπίση 
είς  τήν  δεξιάν  σιαγόνα,  στρέψον  αύτφ  καί  τήν  άλλην*  (Ματθ. 
5,  3θ).  Δέν  είπε  νά  ϋπομένης  μόνον  γενναίως  καί  μέ  πραό- 
ιητα  τήν  Αδικίαν,  άλλά  καί  νά  προχωρήσης  περισσότερον  τήν 
φιλοσοφίαν  καί  νό  προετοιμάζεσαι  νά  πάθης  μεγαλύτερα  κα¬ 
κά  Ε  όπό  όσα  Εκείνος  Επιθυμεί  νά  οοΰ  προξενήση  Διά  τής  με¬ 
γάλης  σου  ύπομονής  νά  νικήσης  τήν  θρασύτητα  τής  ύβρεως, 
διά  νά  φύγη  μακράν  κατεντροττιασμένος  άπά  τήν  ύπερβολι¬ 
κήν  σου  καλωσύνην.  Και  πάλιν  λέγει·  «Εΰχεοθε  ύπέρ  τών 
έπηρεαζόντων  ύμδς*  εύχεσθε  υπέρ  τών  έχθρών  ύμών·  καλώς 
ποιείτε  τοϊς  μισοΰσιν  ύμάς»  (Ματθ.  5,  44).  Τήν  συμβουλήν 
πάλιν  περί  τής  παρθ'ενείας  είσήγαγεν  λέγων*  «ό  δυνάμενος 
χωρεϊν  χωρείτω*  (Ματθ.  1θ,  12).  Έποδή  έκ  τοΰ  παραδείσου 
ώφυγεν  αΰτη  καί  μετά  τήν  παρακοήν  Ανεχώρησε  κατελθών 
έκ  τοΰ  ουρανού  τήν  Απανέφερεν  πάλιν,  ώς  -φυγάδα  είς  τήν 
προτέραν  πατρίδα  της,  καί  τήν  άττήλλαξεν  έκ  τής  μακροχρο¬ 
νίου  έξορίας.  Α  Καί  όταν  ήλθεν,  έγεννήιθη  κατ’  Αρχήν  έκ 
παρθένου  καί  μετόβαλε  τούς  νόμους  τής  φύσεως,  φανερώνων 
έξ  Αρχής  τήν  πρός  αύτήν  τιμήν  καί  άποδείκνύων  τήν  παρθέ¬ 
νον  μητέρα. 

Επειδή  λοιπόν  δταν  ήλθεν  έδώ  τέτοια  παρήγγελε,  καί  έ¬ 
καμε  τόν  βίον  Ανώτερον,  δδιδεν  Αντάξια  καί  τό  έπαθλα  τών 
άγώνων,  καί  μάλλον  πολύ  μεγαλύτερα  καί  λαμπρότερα.  Αλ¬ 
λά  ήσαν  καί  αυτά  Αόρατα  καί  παρέμενον  είς  τήν  Ελπίδα,  τήν 
πίσπν  καί  τήν  προσδοκίαν  ιών  μελλόντων.  Επειδή  λοιπόν  τά 
μέν  παραγγέλματα  ήσαν  έπίτοονα  καί  δύσκολα,  τά  δέ  έπαθλα 
καί  βραβεία  Αντιχείμενον  τάστεως  μόνον,  βλέτπε  τί  πράτ¬ 
τει,  πόσον  εΰκολον  κάμει  τόν  άγώνα,  πόσον  εύκαλάπερα  τά 
άγωνίσμστα.  Πώς  καί  μέ  ποιαν  τρόπον;  Β  Διά  δύο  όδών  άφ’ 
ένος  μέν  μέ  τό  νΑ  μετέλθη  αύτός  αύτό,  Αφ'  Ετέρου  δέ  μέ  τό 
νά  μάς  δείζη  τά  βραβεία  καί  νά  τά  θέση  Απ*  δψιν  μας.  Διότι 
τά  λεγάμενα  ύπ’  αύτοΰ  άλλα  μέν  ήσαν  έντολή,  άλλα  6έ  έπα¬ 
θλα·  έντολή  ή  το  τό  «Εΰχεοθε  ύπέρ  τών  έττηρεαζόντων  υμάς 
καί  δΐΐιΐκόντων*  ( Ματθ.  5,  44),  έπαθλον  δέ  τό  «'Όποις  γένησθε 
υΙοί  του  Πατρός  ύ,μών  τοΰ  έν  τοϊς  ούρανόίς*(Μαιθ.  5,  45) .  Πά¬ 
λιν  «Μακάριοί  έστε,  όταν  όνειόίσαχπν  ύμάς  καί  διώξωκτι,  καί 
είπωσι  πδν  πονηρόν  ρήμα  καθ’  ύμών  φευδόμενσι.  Χαίρετε  και 
Αγαλλιοοθε  όπ  ό  μισθός  ύμών  πολύς  ύν  τοϊς  ούρανοϊς»  (Ματ. 
II,  12).  Είδες  τήν  έντολήν  καί  τό  έπαθλον;  Πάλιν*  0  «Ε2  θέ- 


2 


ΙΙίΑΝΚΟΪ  ΧΡΤΣΟΙΤΟΜΟΓ 


ΠΕΡΙ  ΑΔΟΛΑίΙΕΏΙ  ΤϋΝ  ΜΕΛΛΟΝΤΑΝ  ΑΓλβϋΝ 


1β 

λείς  τέλειος  είναι,  πώληοόν  σου  τά  ύηάρχοντα,  χαί  56ς  πτα* 
χοϊς,  χαί  δεύρο  άκολούθει  μοι,  καί  έξεις  θησαυρόν  έν  ούρα- 
νφ»  ( Ματθ,  18,  21 ) ,  Ε2δες  άλλην  ένταλήν  καί  άλλο  ϋραβείον ; 
Διότι  τήν  μέν  έντολήν  προέτρσψεν  αύτούς  νά  τήν  τηρούν,  τό 
δέ  έηαθλαν  πού  ήτο  μισθός  χαί  άνταπόδοσις  ήτοίμασεν  αύτός. 
Καί  ιτόλίν  «"Οσης  άφη^εν  οικίας  καί  άδελφσύς  καί  άδελ- 
φάςν  τούτο  είναι  έντολή,  «'Εκατονταπλασίονα  Χήψεται  καί 
ζωήν  αιώνιον  κληρονομήσει»  (  Ματθ.  19,  29)·  τούτο  είναι  βρα- 
βείον  καί  στέφανος. 

5.  Επειδή  λοιπόν  τώ  παραγγέλματα  ή  σαν  μεγάλα  καί  τά 
έπαθλα  αύτών  δέν  έφαίνοντο,  βλέπε  β  πράττει·  δ  ίδιος  όφαρ- 
μόζει  αυτό  και  μάς  παρουσιάζει  στούς  στεφάνους,  Διώη  όπως 
έχεϊνος  πού  διατάσσεται  νά  θαδίζη  όβατον  δδόν,  έάν  Ιδη  προ¬ 
ηγουμένως  κάποιον  νά  έχη  βαδίσει  αύτόν,  εύκολιίπερα  άιοο- 
λουθεϊ  καί  προσαρμόζεται  I)  καί,  έχει  μεγαλυτέραν  προθυμίαν 
6τσι  καί  είς  τάς  έντσλάς  αύτοί  πού  βλέπουν  τούς  προηγου- 
μένους  άκολουθούν  εύκολώτερον.  Διά  νά  άκολουθήση  εύ- 
κολώτερον  ή  ίδικήι  μας  φύσις,  δλαβεν  αυτός  αυτήν  τήν  σάρ¬ 
κα  καί  τήν  φύοιν  τήν  ήμετέραν  καί  τοιουτοτρόπως  έβάδχκν 
αύγήν  τήν  όδόν  καί  άπέδετζε  τάς  όντολάς  διά  των  έργων. 
Διόπ  τδ  «Εάν  τίς  σέ  ραπίση  έπΐ  τήν  δεξιάν  σιαγόνα  στρέφον 
αύτφ  καί  τήν  άλλην·»  (Ματθ.  5,  39)  τό  έχρήρμοσεν  αύτός,  όταν 
τύν  έρράπτσεν  ό  δούλος  τού  όρχιερέωζ,  καθόσον  δέν  ήμύνθη, 
άλλά  έδειζεν  τόσην  έταείκιαν,  ώστε  είπεν  Ε  «Ε1  μέν  κακώς 
έλάλησα  μαρτύρησαν  ττερί  τού  κακσΰ·  εΐ  δέ  καλώς,  τί  μέ  δέ- 
ρεις;»  (Ίω.  18,  23),  Είδες  πραότητα  πού  ιτροκαλΰ  τρόμον; 
Είδες  ταπεινοφροσύνην  πού  έκπλήσσει ;  Έκτυπ&το  όχι  όπώ 
κάποιον  έλεύθερον,  άλλά  άπό  δσΰλόν  καί  υπηρέτην,  καί  άπο- 
κρίνεται  σύτά  μέ  τόσην  άγσθότητα.  "Ετσι  έλεγε  καί  ό  Πατήρ 
αύτοΟ  είς  τούς  Ιουδαίους  «Λαός  μου,  τί  έποίησά  σοΐ;  ή  β  σέ 
έλύττηοα ;  ή  ·β  παρηνόχλησα;  άποκρίθηη»  (Μιχ.  β,  3).  "Οπως 
αύ-τδς  λέγει  «Μαρτΰρησον  περί  τού  κακού»,  έτσι  καί  δ  Πατήρ 
αυτού  «Άποκρίθϊμί  μα»·  καί  όπως  αύτός  λέγει  «Τί  μέ  δέρεις» 
έτσι  καί  ό  Πατήρ  «ΤΙ  έλότσγιά  σε,  ή  τί  παρηνόχλησα;». 

Πάλιν  βέλων  νά  διδάξη  διά  τήν  Ακτημοσύνην,  βλέπε  πώς 
έτοδεικνύει  ούτήν  διά  των  έργων  Μ1  Α  «Αί  άλώπεκες  φω- 
λεάς  έχουσι,  καί  τά  πετεινό  τού  ούρανου  κατασκηνώσεις,  ό 
δέ  υιός  τού  Ανθρώπου  ούκ  έχει  πού  τήν  κεφαλήν  κλίνη/» 
(Ματβ.  δ,  20).  Είδες  άπόλυτον  Ακτημοσύνην ;  Δέν  εϊχεν  ού¬ 
τε  τράπεζαν,  ούτε  λυχνίαν,  ούτε  οίκίαν,  ούτε  κάθισμα,  ούτε 
τίποτε  άλλο  άπό  αύτά. 

Έδίδασκεν  ότι  πρέπει  νά  υποφέρουμε  μέ  καρτερίαν  ιάς 
αυ,κοφαντίας,  καί  τά  όττέδεαζεν  έμιτράκτως.  Διότι  όταν  τόν  (ο¬ 
νόμαζαν  δαιμονισμένου  καί  Σαμαρείτην,  καί  ένφ  ή  μπορούσε 


19 

νά  καταστρέψπ  αύτούς  καί  νά  τούς  τιμωρήση  διά  τήν  δβριν 
των,  τίποτε  τέτοιον  δέν  έκαμε,  άλλά  όνπθέτως  καί  τούς  εύηρ- 
γέιει  καί  τά  δαιμόνια  αύτών  έζεδίακκεν.  Καί  είπών  «Εύχεσθε 
ύπέρ  ιών  έπηρε οζόντων  ύμας»  (Ματθ.  5,  44)  Β  έκαμε  τούτα 
ότε  άνέβη  έπί  τού  σταυρού.  "Οταν  τόν  έσταόρωσαν  καί  τόν  έ- 
κάρφωσαν  καί  ένφ  ήτο  Εσταυρωμένος  έλβγβν*  «"Αψες  αύ- 
ιοίς’  ού  γάρ  σϊδασι  τί  πσιοΰσι»  (Λουκ,  23,  34).  Αύτά  άλεγεν 
6χι  έπειδή  δέν  ήδύνατο  ό  Ιδιος  νά  τούς  συγχωρήση,  άλλά 
διό  νά  μάς  διδάξη  νά  προσευχώμεθα  υπέρ  ιών  έχθρών  μας. 
Επειδή  λοιπόν  δχι  μόνον  διά  τού  λόγου,  άλλά  καί  διά  τών 
€ργων  μάς  έδείκνυεν  τήν  δτδααχαλίαν  του  δι’  αύτό  προσέ¬ 
θεσε  καί  τήν  προσευχήν. 

Κανείς  λοιπών  άπό  τούς  αίρεπχσύς  βς  μή  νομίση  δη  αύ¬ 
τά  πού  έλέχΒηοαν  ύποδηλούν  άδυναμίαν,  άλλά  δλα  αύτά  έγι¬ 
ναν  έξ  αίτίας  τής  μεγάλης  αύτοϋ  φιλανθρωπίας,  διότι  αύτός 
είναι  που  λέγει··  «"Ινα  δέ  ίδήτε,  όπ  έξουαίαν  έχει  ό  υΙός 
τού  άνθράατου,  όκριέναι  έτπ  της  γής  όμαρτίας»  (Ματθ.  9,  β). 
Αλλ’  έπειδή  ήθελε  νά  μάς  διδάξη  €  (ό  δέ  διδάσκων  &χι  μό¬ 
νον  &'  ΰσων  λέγει,  άλλά  καί  δι*  δσων  πράττει  δειχΛ'ύει  τήν 
διδασκαλίαν  του)  διά  τούτο  μροσέθεσε  καί  τήν  προσευχήν. 
Διότι  καί  τούς  πόδας  τών  μαθητών  του  έπλυνεν,  δχι  άπετδή 
ήτο  κατώτερος,  άλλά  δν  καί  ήτο  θεός  καί  Δεσπότης  χαΓηλ- 
ά:ν  είς  τοιαότην  ταπεινοφροσύνην,  διά  νά  διδάξμ  ήμ^ά- 

6.  Διά  τούτο  λοιπόν  έλεγε'  «Μάθετε  όπ’  έμού  όή  πραός 
είμι  καί  ταπεινός  τή  καρόίςι>  (Ματθ.  II,  29).  "Ακουοε  πάλιν 
λοιπών  πώς  £φερεν  είς  τδ  μέσον  τά  βραβεία  αύτά  καί  τά  έπα¬ 
θλα,  καί  τά  εθετε  ύπ1  όψιν  τών  πιοτών,  Ύπέσχετο  πωμάτων  ά- 
νάσίασιν,  άφθαρσίαν,  τήν  συνάντησήν  είς  τόν  ουρανόν,  τήν 
άρπαγήν  είς  τάς  νεερέλας  Οαύτά  τήέδειξενδιά  τών  πραγμά¬ 
των.  Πώς  καί  μέ  ποιον  τρόπον ,  Ένψ  άπέθανεν,  όνεστήθη··  διά 
τούτο  δέ  συνανεστρέφετσ  μέ  αύτούς  τρσαράχσντα  ή  μέρας,  δνά 
νά  τούς  πληροφορήσω  καί  νά  τούς  δείξη  ποια  πρόκειττα  νά  εί¬ 
ναι  τά  σώματά  μας  μετά  τήν  άνάστααιν.  Πάλιν  λέγων  δια  ιού 
Παύλου  ότι  «έν  νεφέλαις  άρπαγηοάμεθα  £^ς  όπάντησιν  αύτοϋ 
οίς  άέρο»  (Α'  θε<«ϊ.  4,  17)  καί  τούτο  τδ  άπέδειξεν  έμπρά- 
κτως.  Διόη  μετά  τήν  άνάστασνν,  δταν  έτρόκειτο  νά  ανέλθη 
είς  τούς  ούρανούς,  ένψ  ήσαν  παρόντες  οί  άιπόστολοι  λέγει. 
«Έϊίήρθη  καί  νεφέλη  ύπίέβαλεν  αύτόν,  όπό  τών  δφθαλμων 
αύτών»  (Πράξ.  1,  9)  καί  είχαν  προσηλωμένα  τά  βλέμματα, 
ένιμ  άνήρχετο  είς  τόν  ούρανόν,  "Ετσι  λοιπόν  καί  τδ  (δικόν 
μας  σώμα  θά  τ^ναι  όμοούαιον  μέ  τό  οώμα  έκείνο,  καθόσον 
προέρχεται  έκ  τού  ιδίου  φυράματος1  Ε  διότι  δπιυς  βϊναι  ή 
Κεφαλή  £ππ  καί  τό  σώμα,  όπως  ή  άρχή  έτσι  καί  τδ  τέλος 
Καί  τούτο  Οέλων  νο  δηλώσΠ  οαφέατερον  ό  Παύλος  Ρλςγεν- 


ίύΑΜίΟΓ  ΧΡΓΓΟί ΤΟΜΟΓ 


1  °ί^εΓα7^μΛτίθεΐ  °^α  Τί^  ταπεινώσει*;  ήμών  είς  τό 
γ^νίοίίαι  αύτό  συμμορφον  τψ  σώμαπ  τής  δόξης  αύτού»  (Φιλ. 

2Ι)·  5?\λοι^ν  Υίνη  δμοισν,  καί  θά  βαδίση  τήν  Ιδίαν  Δ 
δύν  καί  9ά  υψωθΓΙ  εις  τάς  νβφέλας  όμοίως.  Αύτά  νά  άναμέ 
νΪΚ  καί  έσυ  είς  τήν  άνάστασιν 

Έπαδή  δέ  ήτο  φανερός  ό  λόγος  περί  π*  βασιλείας  τών 
ουρανών  είς  τούς  άκούοντας  τότε,  δ»ά  τούτο  άνελθών  είς  τό 
δρος  μετεμορφώ^  έμπροσθεν  τών  μαθητών  του,  ύποδειικνύων 
είς  αύτους  τήν  δόζαν  τών  μελλόντων  3·*3  Α  καί  αίνιγματω- 
δως  καί  άμυδρώς  έδειξε  ποϊον  θα  είναι  τό  Ιδικόν  μας  σώμα, 

6  ε  μέν  έφάνη  μέ  ένδόματα,  εϊς  τήν  άνάαταοιν  δρυς  δέν  ί 

θά  είναι  6τοι.  Διότι  δέν  χρειάζεται  τό  σώμα  μας  Ανδύματα, 

?  .  οΰτε  ιτάτανα,  ούτε  τίποτε  άλλο  άπό  αύτά.  Και 

ό  Αδάμ  ττρό  της  παρακοή,  ένφ  ήτσ  γυμνός  δέν  έν- 
ια  λ  Τ0>  δΐ<5?  ήτ°  ^^μ^νος  διά  δόζης,  πόσον  μδλλον  τά 
ΑλΪ  αΓ2.  ^ματα' ^  μεγαλύτερον  καί  καλύτερον  τέ- 
Αος  θά  βαδίσουν,  δέν  έχουν  ανάγκην  άπό  αύτά.  Διά  τούτο 
Αοίπον  καί  αύτάς,  δταν  άνεστήθη  άφησε  τό  Ανδύματα  έπί 
του  τάφου  καί  τής  σοροΰ,  Β  άναστήοας  γυμνόν  τό  σώμα 
πλήρες  ανεκφράστου  δάξης  καί  μακαριότητας . 

Αυτά  λοιπόν  άφοΰ  έγνωρίοαμεν,  Αγαπητοί,  καί  έμάθα- 
μεν  διά  λόγων  καί  έδιδάχθημεν  διά  τών  όφθαλμών,  δς  έπι- 
είξωμεν  τοιοΟτον  δίον,  διά  νά  άρπαγώμεν  είς  τά  σύννεφα 
καί  νά  ε^εθα  πάντοτε  μέ  αυτόν,  καί  νά  σωθώμεν  διά  τής- 
χάριτος  αύτσΰ»  καί  νά  άπαλαύσωμεν  τά  μέλλοντα  άγαθά,  τά 
όποια  ε»ε  όλοι  ήμείς  νά  έπκάχωμβν  διά  τού  ’ΙησοΟ  Χριστοί* 
τον  Κυρίου  ήμων  μετά  τού  όποίου  είς  τόν  Πατέρα  συγχρόνως: 
καί  είς  τό  Πνεύμα  τό  άγιον  άνήκει  δόξα,  τιμή,  δύναμή  προ- 
ακόνηοις,  νΟν  καί  άεί  καί  είς  τούς  αΐώνσς  τών  αίώνων.  Αμήν. 


ΠΕΡΙ  ΤΟΥ  ΟΤΙ  ΔΕΝ  ΠΡΕΠΕΙ  Ν·Α  ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΟΥΜΕ 
ΤΑ  ΑΛ1ΑΡΤΗΜ ΑΤΑ  ΤΩΝ  ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΩΝ,  ΚΑΙ  ΟΥΤΕ 
ΝΑ  ΠΡΟΣΕΥΧΗ  ΜΕΘΑ  ΕΝΑΝΤΙΟΝ  ΤΩΝ  ΕΧΘΡΩΝ 


1.  Σάς  μακαρίζω,  άγαπητοί,  διά  τήν  προθυμίαν  μέ  τήν  ά 
ποίον  τρέχετε  είς  τόν  πατρικόν  οίκον,  Διόπ  Ατά  τόν  ζίήλαν 
οας  τούτον  ή  μπορώ  νά  στηρίζιπμαι  είς  τήν  ψυχικήν  σας  ύ- 
γείον,  καθόσον  είναι  θαυμαστόν  ίατρεϊον  τά  διδασκαλείων 
τής  Εκκλησίας-  είναι  ίατρείον  δχι  τών  σωμάτων,  άλλά  τών 
ψυχών.  Διότι  είναι  πνευματικόν  χαί  θεραπεύει  άχι  σωματικό 
τραύματα,  άλλά  άμαρτήματα  τής  ψυχής-  των  Αμαρτημάτων 
δέ  καί  τών  τραυμάτων  τούτων  τό  φάρμακον  είναι  6  λόγος-  τά 
φάρμακον  τούτο  δέν  κατασκευάζεται  άπό  βότανα  τής  γής,  Β 
άλλά  άπό  λόγια  προερχόμενα  έκ  τού  ούρανσΟ'  τούτο  δέν  τά 
κατασκεύασαν  χόρια  Ιατρών,  άλλά  γλώσσαι  προφητών.  Διό 
τούτο  «ϊναι  διαρκάς,  καί  δέν  χάνει  τήν  δύναμίν  του  ούτε  μέ 
ίήν  πάροδον  πολλών  έτών,  ούτε  άποδεικνύεται  άν/σχυρον  ύπά 
τής  δυνάμεως  τών  νοσημάτων.  Διόπ  τό  μέν  φάρμακα  τών 
Ιατρών  έχουν  καί  τά  δύο  αύτά  έλαττώματα-  κςβ  άν  βαψ  είνσι 
καινούργια  μάς  φανερώνουν  τήν  δύναμίν  των,  δταν  δμως 
παρέλθη  άρκετός  χρόνος,  δπως  άκριβώς  τά  σώματα  πού  έ- 
γεράσει,  γίνονται  Ασθενέστερα-  πολλάκις  δέ  αύτά  τά 
άποδεικνύει  άνίσχυρα  ή  σφοδρότηζ  τών  άοθενειών-  άλλωστε 
είναι  άνθρώπινα  κατασκευάσματα.  Τό  θειον  δμως  φάρμακον 
δέν  είναι  τέτοιον,  άλλά  καί  δν  παρέλθη  πολύς  χρόνος,  δια¬ 
τηρεί  δλην  τήν  δύναμίν  του. 

€  Αψ'  δτου  λοιπόν  έγεννήθη  ό  Μωϋσής  {διότι  άπό  έ- 
κείνον  άρχδζουν  α·ί  Γ,ραφαί),  έθερκίοΐευσε  τόσους  Ανθρώπους, 
καί  τήν  δύναμίν  του  δέν  έχασεν,  άλλά  καί  ούτε  άοθένεια  ύ- 
περίσχυσε  ποτέ  αύτοΰ.  Τό  φάρμαχον  αύτά  δέν  τό  λαμβάνει 
κανείς  καταβάλλων  χρήματα,  άλλά  αυτός  πού  θά  έτπδείξη  θέ- 
λησιν  καί  διάθεσιν  >^νησίαν,  φεύγει  άπό  έδώ  άφοΟ  τό  λάβη 
ολον.  Διά  τούτο  καί  πλούσιοι  καί  πτωχοί  καθ'  δμοιον  τρόπον 
απολαμβάνουν  τήν  θεραπείαν  αύτήν.  Διάπ  έκεϊ  πού  είναι  6- 
ναγκαϊον  νά  πληρτασπ  κανεές  χρήματα,  ό  μέν  εύπορος  ιίχρε- 
*  δέ  πολλάχις  ψεύγα  χωρίς  νά  ύφεληθή,  διότι 

Λέν  άρκούν  είς  αύτόν  τά  χρήματα  διά  τήν  άπόκτηοιν  τού  ψαρ- 


ΙβΑΝΝΟΓ  ΧΡΐ'50ίΤ0Μ<Κ 


η 


]|ΕΡΙ  ΜΗ  ΚΟΙΝΟΛΟΓΗΣΕΣ  Τ£ΙΝ  ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΒΝ 


3ί 

μάκου.  Α  Εδώ  δέ  έπειδή  δέν  καταβάλλεις  χρήματα,  άλλά 
πρέπει  νά  έτοδείξης  πίσην  καί  θέλησιν,  αυτός  πού  καταβάλ¬ 
λει  αύτά,  μέ  προθυμίαν,  αύιός  ώφελεϊται  πολύ  περισσότερον, 
έηειδή  είναι  καί  αύτά  τής  ίατρείιας  ό  μκΛός. 

Καί  ά  πλοσύιος  καί  ό  πτωχός  συμμετέχουν  είς  τήν  ωφέ¬ 
λειαν  καθ'  δμοισν  τρίτον,  μάλλον  δέ  δέν  συμμετέχουν  καθ' 
δμοΐον  τρόπον,  άλλά  πολλάκις  φεύγει  ά  πτωχός  άφοϋ  άπο- 
λαύση  περισσότερα  Διατί  δρά  γε  ;  Διόπ  6  μέν  πλού<Λος  κα- 
τεχόμενος  άπό  πολύς  φροντίδας  κα!  δχων  τήν  ύπερηφάνεισν 
καί  τήν  άλοζσνείαν  πού  προέρχεται  άπό  τήν  β,ύπορίαν,  ζών 
μέ  Αδιαφορίαν  καί  νωθρότητα,  δέν  δέχεται  τό  φάρμακον  πού 
προέρχεται  άπό  τήν  άκρόασιν  τών  Γραφών  μέ  μεγάληγ  Ακρί¬ 
βειαν,  ούτε  μέ  πολλήν  προθυμίαν"  Β  ό  δέ  πτωχός  πού  είναι 
άπηλλαγμένος  άπό  μαλθακότατα,  πολυφαγίαν  καί  νωθρότατα, 
καί  καταναλτσκει  δλον  τόν  χρόνον  του  είς  χειρωνακτικήν  έρ- 
γασίαν  κρί  είς  τούς  δικαίους  κόπους  καί  άπό  έκεΐ  συγκεντρώ¬ 
νει  πολλήν  φιλοσοφίαν  διά  τήν  ψυχήιν,  γίνεται  πιό  προσεκτι¬ 
κός  καί  πιά  δραστήριος  καί  προσέχει  μέ  μεγαλυτέραν  άκρί- 
βείαν  είς  τά  λεγάμενα-  διά  τούτο  καί  Απέρχεται  άφαΰ  καρπω^ 
0$  μεγαλυτέραν  ωφέλειαν,  διόπ  έχει  καταβάλει·  μεγαλύτε- 
ρον  τίμημα. 

2,  Δέν  τό  είπα  αύτό  διά  νά  κατηγορήσω  άπλώς  Τούς  πλου¬ 
σίους,  ούτε  δ*ά  νά  έπαινέσιο  τούς  πτωχούς*  διότι  ούτε  ό  πλού¬ 
τος  είναι  κακόν,  άλλά  ή  κακή  χρήσις  τού  πλούτου-  ούτε  ή, 
πτωχεία  είναι  καλή.,  άλλά  ή  καλή  χρήσις  τής  πτωχείας.  € 
Έ  τιμωρείτο  έ κείνος  ά  πλούσιος  είς  τήν  περίπτωσιν  τού  Λα¬ 
ζάρου,  δχι  έπειδή  ήτο  πλούσιος,  άλλά  άπειδή  ήτο  σκληρός 
καί  Απάνθρωπος.  Έπηνεϊτο  δ  πτωχός  έκείνας,  6  ευρισκόμε¬ 
νος  είς  τούς  κόλπους  τού  Αβραάμ,  6χι  έπειδή  ήτο  πτωχός, 
άλλ’  έπειδή  ύπέφερε  τήν  πτωχείαν  μέ  εύκαρίστησιν,  Διότι, 
άπό  τά  πράγματα  (προσέχετε  δέ  μέ  Ακρίβειαν  είς  τά  λόγια 
αύτά,  διότι  8ά  δυνηθοΰν  νά  σάς  έμβάλουν  Αρκετήν  φιλοσο¬ 
φίαν  καί  νά  έκδιώξουν  κάθε  έσφαλμένηιν  σκέψιν  καί  νό 
σάς  κάμουν  νά  έχετε  δι’  αύτά  όρθήυ  κρίσιν),  άπό  τά  πρά¬ 
γματα  λοιπόν,  άλλα  μέν  είναι  έκ  φυσεως  καλά,  άλλα  δέ  όνη·- 
θέτως,  Αλλα  δέ  ούτε  καλά  ούτε  κακά,  άλλά  Αχουν  μίαν  μέ¬ 
ση  ν  θέσιν.  Π  Είναι  καλάν  πράγμα  ή  εύσέβεία  έκ  φύοείος,  κα¬ 
κόν  δέ  ή  Ασέβεια-  καλόν  ή  Αρετή,  κακόν  ή  πονηρία*  ό  δέ 
πλούτος  καί  ή  πτωχεία  ούτά  καθ'  έαυτά  δέν  είναι  ούτε  τούτο, 
ούτε  εκείνο-  γίνεται  δέ  τούτο  ή  έκεϊνο  άπά  τήν  διάθεοιν  έκεί- 
νων  πού  τά  χρησιμοποιούν.  Διότι  έάν  μέν  χρησιμοποίησης 
τόν  πλούτον  σου  διά  φιλανθρωπίαν,  πού  έχει  γίνει  τούτο  ά- 
φορμή  καλού-  άν  δέ  είς  άρπαγώς  καί  πλεονεξίας  και  αύθαι- 
ρεσίας,  μετέτρεψες  πράς  τό  άντίθετον  τήν  χρήοίν  αυτού-  δ- 


μως  δέν  είναι  αίτιος  ό  πλούτος,  άλλά.  αύτός  πού  έχρησιμοποί- 
ησε  τόν  πλούτον  δι’  αύθαιρβσίαν,  Τά  Ιδια  καί  περί  τής  πτω¬ 
χείας  δυνάμεθα  νά  εΛπωμεν*  Ε  διότι  άν  μέν  μέ  γεννωοφυχίαν 
ιιύτήν  ύποφέρης,  εύχαρκπών  τάν  Δεσπότην,  σοΰ  έχει  γίνει 
ιούτο  Αφορμή  καί  ύπόθεσις  στεφάνων  δν  δμως  βλασφημής 
δι’  αύτά  αυτόν  πού  τήν  έκαμε  καί  κατηγορής  τήν  πρόνοιαν 
αύτού,  έκαμες  πάλιν  κακήν  χρήοίν  τού  πράγματος,  ’Αλλ'  δ- 
ιτως  έκεϊ  δέν  ήτο  αίτιος  τής  πλονεξίας  ό  πλούτος,  άλλ’  αύτός 
πού  έκαμε  κακήν  χρήοίν  τού  πλούτου,  έτσι  καί  έδω  διά  τήν 
βλασφημίαν  δέν  θά  κατηγορήσανε ν  τήν  πτωχείαν,  άλλά  έχεί- 
νον  πού  δέν  ήθελε  νά  ύπομείνη  τό  πράγμα  μέ  σωφροσύνην. 
Διότι  παντού  καί  ό  έπαινος  καί  ή  χατώκρτσις  είναι  έκ  τής 
ίδικής  μας  γνώμης  καί  πραθέσεως,  944  Α  Καλός  είναι  ά 
πλούτος,  άλλ’  όχι  έν  γένει,  άλλ'  είς  έκεϊνο  ν  πού  δέν  έχει 
Αμαρτίαν-  και  πάλιν  πονηρά  είναι  ή  πενία,  άλλ'  5χι  γενυα&ς, 
ίιλλό  είς  τό  στόμα  τού  Ασεβούς,  έπειδή  δυστροπεί,  έπειδή 
βλασφημεϊ,  έπειδή  Αγανακτεί,  έπειδή  κατηγορεί  τόν  Δηιμι- 
ουργόν. 

3.  Λοιπόν  άς  μή  κατηγοροόμεν  ιόν  πλούτον,  ούτε  νά  κα- 
κΐζωμεν  έν  γένει  τήν  πτωχείαν,  άλλ'  έκείνους  πού  δέν  θέ¬ 
λουν  νά  κάμουν  καλήν  χρήατν  αυτών  διότι  αύτά  τά  πράγμα 
ία  εύρίσκονται  είς  τό  μέσον.  Άλλ’  έχεϊνο  τό  όποιον  έλεγαν 
(διότι  είναι  καλόν  νά  έπανέλθω  είς  έκεϊνο  πού  είπα  προη¬ 
γουμένως)  6τι  καί  ό  πλούσιος  καί  ά  πτωχός  Απολαμβάνουν 
μέ  τήν  Ιδίαν  άφοβίαν  καί  θάρρος  τών  είς  τήν  έκκλησίαν  φαρ¬ 
μάκων,  Β  πσλλάκις  δέ  μέ  μεγαλύτερον  ζήλον  6  πτωχός.  Δέν 
είναι  μόνον  σύτό  τό  άξιοθαύμαστον  τών  φαρμάκων  τό  δη  θε¬ 
ραπεύουν  τάς  ψυχάς,  τό  6τι  δέν  καταστρέφονται  άπό  τόν  χρό¬ 
νον,  τό  δτι  δέν  ήττώνται  άπό  Ασθένειαν.  τό  δτι  παρέχεται  δω¬ 
ρεάν  ή  έζ  αύτών  ωφέλεια,  τό  δτι  έζ  ίσου  καί  είς  τούς  πλουσί¬ 
ους  καί  είς  τούς  πτωχούς  παρέχουν  τήν  θεραπείαν,  άλλ’ 
έχουν  καί  χάη  άλλο  όχι  κατώτερον  άπό  αύτά  τά  καλά.  Ποιόν 
λοιπόν  είναι  τούτο; 

Αύτούς  πού  έρχονται  εις  τό  ιατρείο ν  έμεϊς  δέν  τούς  κοι- 
νολογοΰμεν,  Διότι  δοοι  μεταβαίνουν  είς  τά  έξωτερικά  ιατρείο 
ιιμός  σωματικήν  θεραπείαν,  έχουν  πολλούς  παύ  βλέπουν  τάς 
ιίληγάς  των*  καί  άν  δέν  Αποκάλυψη  προηγουμένως  ό  Ιατρός 
ιήν  πληγήν,  δέν  έταθέτει  τό  φάρμακον.  €  'Εδώ  όμως  δέν  συμ¬ 
βαίνει  έτσι,  άλλά  καίτοι  βλέπομεν  άναριθμήτους  Ασθενείς, 
ιούς  θεραπεύομεν  δίχως  νά  τούς  φανεραΛωμεν.  Διότι  δέν 
όδηγοΰμεν  είς  ιό  μέσον  αότούς  πού  έχουν  άμαρτήσει  δη^ 
μοσιεύοντες  έτσι  τά  άμαρτήματά  των,  άλλά  παραθέτομεν  είς 
Λλους  κοινήν  τήν  διδασκαλίαν  καί  τήν  Αφήνομε ν  είς  τήν  συ- 
νείδησιν  τών  άκροατών,  ώστε  κάθε  ένας  νά  λάθη  τό  κατάλ· 


ΙΟΑΝΝΟΓ  ΧΡΓΣΟΙΤΟΜΟΓ 


2\ 


ληλον  φάρμακο ν  άπό  τά  λεγάμενα  διό  τό  άν άλογον  τραύμα. 
4ιάπ  έζέρχεται  μέν  ό  λόγος  τής  διδασκαλίας  όπά  τήν  γλώσ¬ 
σαν  του  όμιλοΟντας  καί  περιέχει  τήν  κατηγορίαν  τής  κα¬ 
κίας,  τόν  έπαινον  τής  άρετής,  τήν  έπίπληξιν  τής  άσελγείας, 
τό  Εγχώριον  τής  σωφροσύνης,  τήν  κατάκρισιν  τής  υπερηφά¬ 
νειας,  τόν  έπαινον  τής  άγαθόπητσς,  ωσάν  ποίκίλον  καί  πολυ¬ 
σύνθετον  φάρμακον  πού  άποτελεΐται  άπό  όλα  τά  εϊδη.  Ο 
Τό  νά  λάθη  δέ  κανείς  τό  κατάλληλον  καί  χρήσιμον  διά  τόν 
έαυτόν  του  φάρμακον  είναι  έργον  ένός  έκάστου  ιών  άχουόν- 
των·  Εξέρχεται  μέν  λοιπόν  καταφανώς  6  λάγος  καί  άφοϋ  είσ- 
δύσμ  μέσα  είς  τήν  ουνείδησιν  του  καθενός,  λσνθανόντως  καί 
τήν  Ιδικήν  του  θεραπείαν  παρέχει,  καί  πρίν  νό  γίνρ  γνωστή 
ή  άοβένεια  πολλές  φορές  έπαναφέρει  τήν  ύγείαν. 

4.  Ακούσατε  λοιπόν  χθές  πώς  έπήνεσα  τήν  δύναμιν  τής 
προσευχής,  πώς  έκάκισα  αότούς  πού  προσεύχονται  μέ  νωθρό- 
τητα,  δίχως  νά  άναφέρω  κανέναν  άπό  αότούς.  "Οσοι  λοιπόν 
ουνηοθάνοντο  τούς  έαυτούς  των  προθύμους,  έδέχθησαν  τό 
έγχώμιον  τής  π  ροοευχής  κα]  έγιναν  σπουδαιότεροι  διά  ιών 
έπαίνων-  όσοι  δέ  συνησθώνοντσ  τούς  έαυτούς  των  νωθρούς, 
Ε  έδέχθησαν  πάλιν  τήν  κατηγορίαν  καί  ώπεμάκρυναν  τήν  6- 
διαφορίαν.  Αλλά  ούτε  τούτους  ούτε  άκείνους  γνωρίζομεν 
□ότή  δέ  ή  άγνοια  είναι  χρήσιμος  καί  διά  τούς  δύο* 
ιό  πώς  δέ  θά  σδς  εΐπώ,  Εκείνος  πού  ήκουοε  τούς  έπαί- 
νους  τούς  διό  ιήν  προσευχήν  καί  ουνησθάνετο  τόν  έαυτόν 
του  πρόθυμον,  έόν  είχε  πολλούς  μάρτυρας  τών  έπαΐνων  του 
θά  ήδύνατο  νό  κατατρακυλήση  πρός  τήν  υπερηφάνειαν  τώρα 
όμως  πσύ  έδέχθη  τόν  έπαινον  δίχως  νό  τόν  άνπληφθοϋν  οί 
άλλοι  έχει  άπαλλαγή  άπό  κάθε  άλαζονείαν.  Εκείνος  πάλιν, 
πού  γνωρίζει  τήν  νωθρότητά  του,  δταν  ήκουσε  τήν  έπίπλη- 
ξίν,  54 7  Α  έγινε  καλύτερος  όξ  αίτιας  τής  έιτπιμήσεως,  χωρίς 
κανείς  νό  λάβη  γνώοιν  τής  πρός  ούτόν  έπνπμήοεως.  Τσΰτο 
δέ  τόν  ώφέληοεν  δχι  όλίγαν.  Διότι  έζ  αΙτίας  ίου  0π  φοβούμεθα 
τήν  γνώμην  τών  πολλών,  καθ’  δν  χρόνον  νομίζομεν  ότι  δια- 
φεύγομεν  τής  προσοχής  των,  ένφ  εϊμεθα  κακοί,  προσπαθού- 
μεν  νά  γίνωμεν  καλύτεροι1  δταν  όμως  γίνωμεν  φανεροί  είς 
όλους  καί  χάσωμεν  τήν  παρηγορίαν  πού  εϊχομεν  ώς  άγνοοό- 
γενοι  ύπά  τών  άλλων,  γινδμεθα  τότε  πιό  άναιδείς  καί  πιό  ράθυ¬ 
μοι.  Και  όπως  όταν  γυμνώνωνται  αί  πληγές,  καί  έκτίθενται  συ¬ 
χνά  είς  ψυχρόν  άέρα  γίνονται  χειρότερες,  έτσι  καί  ή  ψυχή 
πού  έχει  άμαρτήσει,  άν  έλέγχετω  μεταξύ  πολλών  δΓ  όσα  ή- 
μάρτηοε,  γίνεται  πιό  άναιδής.  Β  Διά  νά  μή  συμβή  λοιπόν 
τούτο  σας  έθεράπευσεν  ό  λόγος  κρυφά. 

Καί  διό  να  μάθετε  άτι  ή  κρυφή  αότή  θεραπεία  έχει  πολύ 
μεγάλην  ώφέλειαν,  ακούσατε  τί  λέγει  ό  Χριστός-  «’Εάν  ά- 


ΠΕΗΙ  ΜΗ  Κ υ ( ΜΜΟΓΗΪΚΜ2  ΤΟΝ  ΑΑΙ ΑΡΤΗΜ ΑΤϋΝ 


Ϊ5 

μόρτη  εις  οέ  άάδελφός  σου,  έλεγξαν  αύτόν»  (Ματθ.  18,  15). 
Δέν  είπεν  μεταξύ  σου  καί  τής  πόλεως,  σΰτε  μεταξύ  σοΰ  κοί 
ιοΰ  πλήθους,  άλλά  «Μεταξύ  σοΰ  καί  αύτοΟ  μόνον».  "Ας  εί¬ 
ναι  χωρίς  μάρτυρας  ή  κατηγορία,  λέγει,  διά  νά  γ!νη  εύκολη 
ή  4λλαγή  πρός  διόρθωοιν,  "Αρα  λοιπόν  είναι  μβγάλον  καλόν 
ιό  νά  κόμης  τήν  συμβουλήν,  χωρίς  νό  τήν  δημοσιεύσης.  ' Αρ¬ 
κεί  ή  συνείδησις,  άρχει  ό  κριτής  έκεϊνος  ό  Αμερόληπτος.  £ 
Αέν  άπιπλήιτείς  κατά  τόν  ϊδιον  τρόπον  έσύ  αυτόν  πού  ήμάρ- 
τησεν,  όπως  ή  συνεδδηαίς  του  (είναι  δριμύτερος  ό  κατήγορος 
έκεΐνος),  ούτε  γνωρίζεις  μέ  ακρίβειαν  τά  Αμαρτήματα.  Λοι¬ 
πόν  μ  ή  προοθέσης  τραύμα  έπάνω  είς  τραύματα,  γνωστοποιών 
ούτόν  πού  ήμάρτησεν,  άλλά  νό  κόμης  τήν  συμβουλήν  χωρίς 
μάρτυρα. 

Αΰτό  λοιπόν  πράττσμεν  καί  ήμείς  τώρα,  δπως  Επραζε 
καί  ό  Παύλος  πού  έκομεν  άμάρτυρον  τήν  κατηγορίαν  τού  ά- 
μαρτήσαντος  είς  τούς  Κορινθίους.  Και  όκουε  πώς.  ιΔιό  τού¬ 
το»,  λέγει,  «άδελφοί  μετεσχημάτισα  τούτα  είς  έμαυτόν  καί 
Απολλώ»  (Α'  Κορ.  4,  β).  Καί  όμως  δέν  ήτο  ούτε  αύτός,  ούτε 
ά  Άπολλώ  Ο  πού  διέσπασαν  τό  λαόν  είς  πολλός  μερίδας,  χαΙ 
διήρεσαν  τήν  Εκκλησίαν  όμως  συνεκάλυψεν  τήν  κατηγο¬ 
ρίαν,  καί  ωσάν  μέ  κάποια  προσωπεία,  είς  τά  όνομα  αύτοΟ  καί 
ιού  Άππλλώ,  άπέκρυψε  τά  πρόσωπα  τών  ύπευθύνων 
όωσε  τό  δικαίωμα  είς  αύτούς  νό  άπαλλαγούν  άηή  τήν  πονη- 
ρίαν  έ κείνην.  Καί  πάλιν  «Μήπως  άλθόντα  με  6  θεός  ταπευ 
νώοη  καί  πενθήσω  πολλούς  τών  προημαρττϊκότων  καί  μ  ή  με- 
τανοησάνίων  έπΐ  τ$  άκαθαρσίρ  καί  άσελγίς  ή  έπραξαν»  (Β' 
Κορ.  12,  21).  Βλέπε  πώς  όμιλε!  καί  έδώ  άπροοδιορίστως  δΓ 
αύτούς  πού  ήμάρτησον,  διά  νά  μή  κόμη  φανερόν  τήν  κατη¬ 
γορίαν  καί  κόμη  θρασυτέρας  τάς  ψυχάς  τών  άμαρτησάντων. 
Ε  νΟπως  λοιπόν  έμεϊς  ιιέ  τόσην  φειδώ  κάμνομεν  τούς  έλέγ- 
χσυς  Ετσι,  παρακαλώ,  και  έσεϊς  μέ  πολλήν  ζήλον  νό  δόχεσθε 
τήν  διόρθωοιν  καί  νά  προσέχετε  μέ  προσοχήν  είς  αύτό  πού 
λέγονται. 

5.  Σάς  ώμίληοα  χθές  περί  τής  δυνάμεως  τής  προοευχής 
Σδς  Εδειξα  ότι  τότε  ό  Διάβολος  παραμονεύει,  διότι  είναι 
κακούργος.  Διότι,  έπειδή  βλέπιει  νά  γίνεται  είς  ήμδς  άπό  τήν 
προσευχήν  μεγάλη  ώφέλεΐα,  τότε  κυρίως  μδς  έπιτίθεται  διό 
νά  μδς  στέρηση  τήν  άπολογίαν,  διό  νό  μάς  άποστείλη  μέ  ά¬ 
δεια  χέρια  είς  τόν  οίκον  μας.  Καί  καθώς  αυιμβαίνει  είς  τούς 
άρχοντας,  όταν  έκεϊνοι  πού  είναι  διά  τήν  διστήρησίν  τής  τό- 
ξετι»ς  καί  διά  τήν  ασφάλειαν  ιοΰ  όρχοντος  έχθρεύωνται  τούς 
πρός  αύτόν  έρχσμένους,  τούς  διώχνουν  άπό  μακρύ ά  διά  τών 
ράβδων,  καί  τούς  εμποδίζουν  νά  Ελθουν  νά  εύεργετηθσΰν, 
καί  τούς  κτυποΰν  3Ί6  Α  έτσι  χα!  ά  Διάβολος  δταν  ϊδη  άνθρώ- 


ΙϋΑΝΜΟΓ  ΧΡΤ207ΓΟΜΟΤ 


πους  νά  προσέρχωνται  είς  τόν  δικαστήν  τούς  διώχνει  όπό  μα- 
κρυά,  δχ)  διά  της  ράβδου,  άλλά  διά  τής  ραθυμίας.  Διότι  γνω¬ 
ρίζει  — χ«1  τδ  γνωρίζει  χαλά —  διι  δν  προσέλθουν  μέ  σωφρο¬ 
σύνην  καί  είποϋν  τά  άμαρτήματα  καί  θρηνήσουν  μέ  θερμήν 
τήν  ψυχήν,  φεύγουν  τελείως  συγχωρημένοι,  διότι  είναι  φΐ- 
λάνθρα*ιος  ό  θεός.  ΔΓ  αδτό  λοιπόν  προλαμβάνει  ό  Διάβολος 
καί  άπομακρύνςι  αύτούς  άπό  τήν  μετά  τού  θεού  άναστροφήν, 
διά  νά  μή  ότπτύχουν  τίποτε  άπό  8σα  έχουν  άνάγκην  'Αλλά 
οί  μέν  στρατιώττυ  τών  βασιλέων  μέ  βίαν  έκδιώκουν  αυτούς 
πού  τούς  πλησιάζουν,  αύτός  όμως  5χι  μέ  βίαν,  άλλά  άφοϋ 
μάς  έξαπατήοη  καί  μάς  έμβάλη  είς  νωθρότητα.  Διά  τούτο  δέν 
είμεθα  ούτε  άζιοι  συγχωρήσεως,  Β  διότι  άποστεροϋμεν  έκου- 
σίως  τούς  έουτούς  μας  άπό  τά  άγαθό. 

Είναι  φως  του  νοϋ  καί  τής  ψυχής  ή  προσευχή  πού  γίνε¬ 
ται  μέ  ζήλον,  είναι  φως  άσβεστο ν  καί  διαρκές.  Διά  τούτο  ά- 
ναριθμήτους  φαύλους  λογισμούς  έμβάλλεΐ  ό  Διάβολος  είς 
τάς  ψυχάς  μας,  καί  έκεϊνα  πού  ούδέποτε  έσκέφθημεν,  αύτά 
συγκεντρώνει  κατά  τήν  ώραν  τής  προσευχής  καί  τά  έκχύνει 
είς  χάς  ψυχάς  μας.  Καί  καθώς  πολλάκις  άνεμοι  ιτροσπνέοντες 
έξ  άντιθέτων  κατευθόνσεως  φως  λύχνου  πού  άνάβει  διά  τής 
αφοδρότηιτές  ίων  οβύναυν,  έτσι  καί  ό  Διάβολος,  όταν  βλέπη  νά 
άνάητη  ή  φλόγα  τής  προσευχής  είς  ήμάς.  μέ  ιτολλάς  φροντί¬ 
δας  προσβάλλει  αυτήν  άπό  όλα  τά  μέρη  καί  δέν  άπαμακρύνεται 
άπό  έκεί  παρά  άφοϋ  προηγουμένως  σβήσει  τό  φως.  €  Άλλά 
ΰ,τι  κάμουν  οΐ  άνάπτοντες  τούς  λύχνους  έχείνους,  καϊ  έμεϊς 
τά  ίδιον  θά  κάμωμεν.  Τί  κάμουν  λοιπόν  έκεϊνοι ; 

"Οταν  {δουν  άτι  έπέρχεται  δυνατός  άνεμος,  άφοϋ  θέσουν 
τόν  δάκτυλον  είς  τήν  άπήν  τοϋ  λάχνου  άποφράοσουν  τήν 
είσοδον  είς  τόν  άνεμον.  Διότι  κα#  δν  χρόνον  θά  μάς  έπιτίθε- 
ται  άπό  έξω,  θά  ήμπορέσωμεν  νά  άνπσταθώμεν,  όταν  δμως 
άναίξωμεν  εις  αυτόν  τάς  Φάρας  τού  Λογισμού,  και  δεχθώμεν  έν- 
τός  τόν  έχθρόν,  δέν  δυνάμεθα  λοιπόν  νά  άντισταθώμεν  καθό¬ 
λου,  άλλά  άφοϋ  σβήσει  έντελώς  τήν  μνήμην  μας  θά  άφήση 
νά  προφέρη  τά  στόμα  λόγια  κενά,  ώαάν  τόν  λύχνον  πού  κα¬ 
πνίζει. 

Άλλά  όπως  έκεϊνοι  τοποθετούν  τόν  δάκτυλον  είς  τήν 
όπήν  τού  λύχνου,  Ό  έτσι  καί  έμεϊς  δς  έπιθέπωμεν  τόν  λογι¬ 
σμόν  είς  τήν  Ιδικήν  μας  διάνοιαν,  και  άς  κλείσωμεν  τήν  είσο¬ 
δον  είς  τό  πονηρόν  πνεύμα,  διά  νά  μή  μάς  οβήση  τό  φως  τής 
προσευχής. 

ΕνθυμεΓσθε  τά  δύο  παραδείγματα  αύχά.  καί  τό  παράδει¬ 
γμα  τών  στρατιωτών  καί  τού  άρχοντας,  καί  τό  παράδειγμα 
τού  λύχνου;  ΔΓ  αύτό  λοιπόν  λέγω  είς  έσδς  αύτά  τό  παρα¬ 
δείγματα  είς  τό  άποΐα  έξακολουθουμεν  νά  ένδιατρίβωμεν  καί 


ΙΙΡΡΙ  ΜΗ  Κ01  ΝϋΑΟΓΗϋΚ,ΩΣ  ΤΩΝ  ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΩΝ 


να  εύρισχώμεθα,  διά  νά  ένθυμοόμεβα  τό  Χεχθέντα  άπό  τά 
παραδείγματα  αύτά,  όταν  θά  άναχωρήσωμεν  άπά  έδώ  καϊ  θό 
τΐμεθα  είς  τάς  οίκίας  μας.  Είναι  μεγάλο  δπλον  ή  προσευχή 
καί  μεγάλη  άοφάλεια. 

β.  Αχούσατε  χθός  πως  οί  τρεις  παϊδες  δεσμευμένοι  κατέ- 
Λυιταν  τήν  δύναμιν  τού  πυρός,  Ε  πως  περιεφρόνησαν  τήν 
φλόγα  καί  ύπερίσχυσαν  τής  καμίνου,  πώς  ένίκησαν  τήν  έ· 
νέμγειαν  του  στοιχείου ;  Ακούσατε  σήμερον  πάλιν  πώς  ό 
γενναίος  καί  μέγας  Ισαάκ  ύπερίσχυσεν  αύτής  τής  φύοεως 
ιών  σωμάτων  διά  τής  προσευχής.  Εκείνοι  κατέλυοαν  ιήν  δυ· 
νομιν  τοΰ  πυρός,  αύτός  σήμερον  κατήργηοε  τά  δεσμό  τής 
αναπήρου  φύσεως.  Καί  μάθε  πώς  τό  έκαμεν  αΰτό.  «’Εδέετο» 
λέγει  «Ισαάκ  περί  τής  γυναικός  αυτού,  δτι  στείρα  ήν»  (Γεν. 
25,  21 ).  Αύτά  αήμερον  είς  έσάς  άνεγνώσθησαν  χβές  περί  τής 
προσευχής  ή  το  ΰ  λόγος  καί  αήμερον  πάλιν  άποδειχνύεται  ή 
όύναμις  τής  προσευχής.  Βλέπετε  πως  τά  έξοικονόμησεν  ή 
χάρις  τού  πνεύματος,  ώστε  σύμφωνα  μέ  τά  λεχθέντα  χθές,  να 
άκουοθουν  τά  σημερινά;  *49  Α  Προσηύχετο.  λέγει,  ό  Ισαάκ 
διά  τήν  Ραβέκκαν  ιήν  γυναίκα  του,  διότι  ήτα  στείρα.  Πρέπει 
νπ  άναζητήαωμεν  πρώτον  τούτο-  διά  ποίαν  αιτίαν  ήτο  στείρα 
Ήια  ό  βίος  το>ν  άξιοθαύμαπτος  καί  πλήρης  σωφροσύνης,  καί 
αυτής  καί  του  άνδρός  της.  Δέν  δυνάμεθα  νά  κατηγορήσωμεν 
•  ήν  ζωήν  τών  δικαίων  τούτων  καί  νά  εϊπωμεν  όπ  ή  στείρω- 
αις  είναι  άττσιέλεομα  ιών  αμαρτιών.  Καί  δέν  ήτο  μόνον  αυτή 
στείρα,  άλλά  καί  ή  μητέρα  αυτού  ή  Σάρρα  πού  τόν  έγέννη· 
•εν  όχι  &έ  μόνον  ή  μητέρα  του  ήτο  στείρα,  δχι  μόνον  ή  γυ- 
γαίκα  ιου,  άλλά  καί  ή  νύμφη  του,  ή  γυναίκα  του  υιού  του 
1 1<ικιί»3.  ή  Ραχήλ.  Τί  θέλει  ό  χορός  τών  οτείρών  τούτων;  "Ο¬ 
λοι  ή  σαν  δίκαιοι,  δλοι  ένάρετοι,  δλοι  έχουν  μαρτυρηθή  ώς 
Ενάρετοι  άπό  τόν  θεόν.  Β  Διότι  περί  αυτών  Ρλεγεν-  «Έγώ 
ήιι  ό  θεός  Αβραάμ  καί  ό  θεός  Ισαάκ  καί  ύ  θεός  Ιακώβ» 
("Εξσδ,  3,  θ).  Περί  αυτών  καί  ό  Παύλος  έτσι  λέγει1  «ΔΓ  ήν 
ϋίιίον  μύκ  έπσισχύνεται  ό  θεός,  θεός  καλεϊσθαι  αυτών» 
;'Ββρ.  11,  16). 

Πολλά  είναι  τά  έγκώμια  αύτών  είς  τήν  Καινήν  Διαθή¬ 
κην,  πολλοί  οί  έπαινοι  αύτών  είς  τήν  Παλαιάν  Διαθήκην.  Είς 
όλα  ήοαν  λαμπροί  καί  ένδοζοτ  καί  όλοι  είχαν  στείρας  γυναί¬ 
κας,  καί  ήοαν  άτεκνοι  έπι  πολύ  χρονικόν  διάστημα.  "Οταν 
λαιηόν  βλέπης  άνδρόγυνον  νά  αυζή  ένάρετα,  όταν  βλέπης  νά 
άγαπουν  τόν  θεόν,  νά  φροντίζουν  διό  τήν  εύαέβεκτν  καί  νά 
μή  ή  μπορούν  νά  άποκτήοουν  τέκνα,  να  μή  νομίσης  ότι  είναι 
έζάπαντος  ή  ατεκνία  άνταπόδοσις  τών  άμ αρτίων.  Γ  Διόπι  εί¬ 
ναι  πολλοί  λόγοι  τής  Οίκσνομίας  του  θεού  καί  είς  ήμάς  άπόρ 
ρητοί,  καί  δΓ  όλα  πρέπει  να  τών  εύχαρίΟΓοΰμεν  καί  μόνον  έ- 


1ΒΑΝΝ0Ϊ  ΧΡΓ2ΟΪΊΌΜ0Γ 


'2Η 

κείνους  πού  ζοΟν  εις  τήν  κακίαν  πρέπει  νά  έλεεινολογούμκν. 
καί  όχι  αύτούς  ησύ  δέν  έχουν  τέκνα.  Πολάκις  ό  θεός  ένερ- 
γεί  πρός  τό  συμφέρον  μας,  έμεϊς  όμως  τόν  λόγον  διό  τόν 
οποίον  γίνονται  δέν  γνωρίζομεν.  Διό  τούτο  παντού  πρέπει  νό 
θαυ-μάζωμεν  τήν  σοφίαν  αυτού  καί  νό  δοξάζωμεν  τήν  όνέκ- 
φραοτον  αύτοΰ  φιλανθρωπίαν, 

7.  Αλλά  αύτός  μέν  ό  λόγος  ήμπσρεί  νά  μας  ώψελήση  ή* 
Βμαϋς,  πρέπει  όμως  νόεΪΓΕωμεν  καί  τήν  αΙτίαν  διό  τήν  όποίον 
ήσαν  αΐ  γυναίκες  έκεϊναι  στείροι.  Ποία  λοιπόν  ήτο  ή  αίτία, 
Νά  μή  άπιστήοης.  όταν  Θά  ίδής  τή·ν  Παρθένον  νό  γεννά  τόν 
κοινόν  ημών  Δεσπότην,  Ο  Λοιπόν  προετοίμασε  τήν  διόνοιάν 
οου  διά  της  μήτρας  τών  στειρών,  ώστε  άφού  θά  ίδής  άνάτπτ 
ρον  καί  κλειστήν  μήτραν  νό  πατδοποιμ  διό  τής  χά'ριτος  τοΓι 
θεοΟ,  μή  άπορήσης  όταν  ώχούσης  δτι>  όγέννησεν  Παρθένο*· 
Μάλλον  δέ  καί  νά  θαυμάσης  καί  νά  έκπλαν*-  νώ  3. 

άπιστησης  είς  τό  θαύμα.  1  "* 

Ηίν/ν·ΟΤ^·  ^  ύ  Ιουδαίος·  πώς  έγέννησεν  ή  Παρ¬ 

'1  Νά  ευτης  πρός  αύτόν,  πώς  έγέννησεν  ή  στείρα  καί 
συγχρόνως  γραία;  Δύο  έμπόδια  ήσαν  τότε  πρός  τοκετόν  όφ 
ενός  τό  παράκαιρον  τής  ήλίχίας,  άφ'  έτέρου  ή  άχρήστευσισ 
τί*  φύσεως,  Είς  τήν  Παρθένον  ύπήρχε  μόνον  £ν  έμπόδιον. 
τό  δπ  δέν  ήλθεν  είς  γώμρν.  Ε  Διανοίγει  λοιπόν  ή  στείρα  τήν 
όδόν  είς  τήν  Παρθένον.  Καί  διό  νό  μάθης  δπ  διό  τούτο  προη- 
γήθησαν  αϊ  στείροι,  διό  νά  τπστευθή  ό  τόκος  τής  Παρθένου, 
ακουοε  τό  λόγια  τού  όρχαγγέλου  Γαβριήλ  πρός  αύτήν.  "Οταν 
δηλαδή  ήλθε  καί  είπεν  είς  αύτήν  «Συλήψη  έν  γαστρί,  καί 
τέξη  νίόν,  καί  καλέσεις  τό  όνομα  αυτού  Η  ήσουν*  (Λουκ.  1, 
31)  έξεπλάγη  ή  Παρθένος  καί  έθαύμασε  καί  είπε  «Πώς  έσται 
μοι  τούτο,  έπεί  όνδρα  οό  γίγνώσκω;*  (Λουκ.  1,  34).  ΤΙ  λοιπόν 
βδπιεν  ύ  άγγελος;  «Πνεύμα  άγιον  έπελεόσεται  έηί  οέ»  (Λουκ. 
I,  35).  «0  Α  Μ  ή  ζητάς  φυσικήν  τάζιν,  λέγει,  δταν  αύτό  τυού 
γίνεται^  είναι  ύηέρ  φύσιν  μή  παρατηρής  γάμον  καί  πόνους 
τοκετού,  όταν  είναι  ό  τρόπος  τής  γεννήςτεως  άνώτεροε  τού 
γάμου,  «Καί  πώς  έστω  τούτο*  λέγει  «έπεί  ΰνδρα  ού  ^γ\ώ- 
σκω;>.  Ακρνίίώς  διά  τούτα  θά  γίνη  σύιό,  έΐιειδή  δέν  γνωρί¬ 
ζεις  ανδρα.  Διότι  έόν  έγνώριζες  όνδρα,  δέν  θό  είχες  άξιωβιή 
νά  πρσσφέρης  τήν  υπηρεσίαν  αύτήν. 

"Πάτε  δι’  έκείνο  πού  απιστείς  δι'  αυτό  νά  πιστεύης.  Δέν  θά 
είχες  άζιωθή  νό  προσψέρης  τήν  υπηρεσίαν  ναύτην  όχι  έπειδή 
είνατ  κακός  ό  γάμος,  άλλ  έπειδή  είναι  καλυτέρα  ή  παρθενία1 
ή  δέ  είσοδος  του  Δεσπότου  έπρεπε  νά  είναι  λαμπροτέρα  άπό 
τήν  ίδικήν  μας,  διότι  ήτο  βασιλική,  ό  6έ  βασιλεύς  εισέρχεται  διά 
λ  αμπροτέρας  όδοϋ.  νΕπρεπε  καί  νό  κοινωνή  πρός  ήμάς  έκεί- 
νσς  κατά  τήν  γέννησιν.  Β  καί  νό  διαφέρη  άπό  τήν  ίδικήν  μας. 


ΠΚΡ/  ΜΚ  Κ0ΙΝ0Λ0ΓΗ2Ε0Ι  ΤϋΝ  ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΝ 


Λοιπόν  καί  ιό  δύο  αύτό  οίκσνομοϋνται,  Διότι  τό  ότι  έγεννήθη 
έκ  μήτρας  είναι  κοινόν  πρός  τήν  γέννησίν  ήμών,  τό  δπ  δέ 
έγεννήθη  &νευ  γάμου  είναι  άνώτερον  άπό  τήν  Ιδικήν  μας  γέν- 
νησιν  Καί  τό  νά  συλληφθή  καί  νό  κτ,ηθα  είς  τήν  κοιλίαν 
εϊναιι  ίδιον  τής  άνθρωπίνης  φύσεως,  τό  νά  γίνη  δμως  ή  κύ- 
ησις  χωρίς  μΐξίν  είναι  ά  νοτερόν  όπό  τήν  όνθρωπίνην  φύσιν. 
Διό  τούτο  έγιναν  καί  τό  δύο  αυτά,  διό  νό  μάθης  καί  τήν  ύπε- 
ροχήν  καί  τήν  συμμετοχήν  τού  τικτομένου  είς  τήν  Ιδίαν  γέν- 
νησιν. 

8.  €  Καί  παρατήρει,  παρακαλώ,  τήν  σοφίαν  των  γενομέ- 
νων.  Ούτε  ή  ύπεροχή  έβλαψε  τήν  άμούικπν  καί  τήν  πρός  ή- 
μας  συγγένεια  ήμαόρωσε  τήν  ύπεροχήν,  άλλό  κάθε  μία  άηό 
μας  συγγένειαν,  οθτε  ή  πρός  ήμδς  α'υγγένεια  ήμαύρωσε  τήν 
υπεροχήν,  ώλλά  κάθε  μία  άπό  τάς  δύο  καθίστατο  γνωστή  δι' 
όλων  τών  πραγμάτων  χαΐ  κατ'  άλλα  μέν  ήτο  τελείως  όμοιος 
πρός^  ήμας,  κατ'  άλλα  δέ  ήτο  διάφορος  ήμων. 

Αλλά  8ς  συνεχίσω  έχείνο  πού  σάς  έλεγα,  δπ  δι’  αύιτό 
προηγήθηοαν  αί  στείροι  διό  νό  πκττευθμ  ό  τόκος  τής  Θεοτό¬ 
κου  διά  νά  χειραγωγηθώ  σύτήείς  τήιν  πίστιν  τής  Επαγγελίας 
«κείνης  καί  τής  υιποσχέσεως  τήν  όποίαν  ήκουσεν  άπό  τόν  άγ¬ 
γελον  πού  έλεγε·  «Πνεύμα  άγιον  έπελεύσεται  έηί  σέ.  κώ 
ουναμις  ύφίστσυ  έπισκίόσε:  οσι».  "Ετσι  θό  γεννήορς,  ώγει- 
μή  πορατηρής  αύτό  πού  γίνονται  είς  τήν  γην,  Β  άπό  τούς 
υύρανσυς  έρχεται  ή  ένέργεια.  Τό  γενόμενον  συμδοίνεΰ  χά¬ 
ρις  είς  τήν  δύναμίν  του  Αγίου  Πνεύματος*  μή  έρευνας  τήν 
φύσιν  καί  τούς  νόμους  τών  γόμων.  Άλλ'  επειδή  ήοαν  άκατό - 
ληπτα  είς  αύτήν  τό  λόγια  έχεϊνα  θέλει  νό  παράσχη  είς  αύ- 
την  κοί  άλλην  άπύδειζιν.  Σύ  όμως  παρατήρησε  πως  όδηγεϊ 
Πρύ*·'  Τί1ν  Πίστιν  ούτοδ  τού  πράγματος.  Επει¬ 
δή  δηλαδή  ή  άπόδειζις  έκείνη  ύπερέβαινε  τήν  διάνοιαν  τής 
Παρθένου,  άκουοε  πώς  *ρερε  τόν-  λόγον  πιό  κοντά  χειραγυ> 
γων  αυτήν  διά  φανερών  πραγμάτων.  Διότι  λέγει*  «'ϊδού  Ελι¬ 
σάβετ  ή  συγγενής  σου  καί  αύτή  σννειληφυϊα  υίόν  έν  γήρα 
αύτής  κ<α  ούτος  μήν  έκτος  έοτίν  αύτή  τή  χαλασμένη  στείρα* 
(Λουκ,  1,  36). 

α  ^ΒϊέχΓΪ€ΐς-δτ\ίΐ  ΟΤ£1ρσ  "ΡΟ'Ι'Μ*  Παρθένον;  Ε 

Διότι  διό  ποιον  λόγον  έφερεν  ώς  παράδειγμα  είς  αύτήν  τόν 
τάκον  τής  συγγενούς  της;  Διό  ποίον  λόγον  έλεγεν  «έν  γήρρ 
αυτής*.  Διά  ποίον  λόγον  όνέφερε  «τή  κολουμένη  στείρα;*. 
Δι  όλων  τούτων  ήθελε  νό  όδηγήση  αύτήν  νά  παστεύση  είς 
Γόν  Ευαγγελισμόν  της.  Δι'  αύτό  άνέφερε  καί  τήν  ήλίκίαν  καί 
τήν  άναπηρίσν  τής  φύοεως,  διό  τοΰτο  όνέμενε  κκι4  τό  χρονι¬ 
κόν  διάστημα  τό  μεσολάβησαν  άπό  τήν  ούλληψιν,  διόπ  δέν 
ευηγγελίόθη  είς  αΰτήν  εύθύς  έζ  άρχής,  όλλά  άνέμεινε  νό 
«ικράοη  χρονικόν  διάστημα  δζ  μηνών  Α  διά  νά  άποτελή 


ΙΰΛΝΧΟΤ  ΧΡΓΪΟεΤΟΜΟΓ 


30 


λοιπόν  απόδειξιν  διά  τήν  κύηοίν  τό  μέγεθος  τί>ς  κοιλίας,  καί 
όιά  νά  είναι  άναμφίαβήτητος  άπόδειξις  τής  συλλήψεως. 

Καί  βλέπε  πάλιν,  παρακαλώ,  τήν  σύνεσιν  τοΟ  Γαβριήλ- 
διότι  δέν  ένεθύμισεν  ε!ς  αύτήν  οΰτε  τήν  Σάρραν,  ούτε  τήν 
Ρεβέκκαν,  ούτε  τήν  Ραχήλ,  καίτοι  καί  αύταί  ήοαν  στείροι  καί 
είχαν  γηράσα  καί  ήτο  θαύμα  αύτό  πού  έγινε  ν  είς  αύτός’  άλλά 
τά  παραδείγματα  αύτό  ή  σαν  παλαιό.  Τά  νέα  καί  πρόσφατα 
καί  αύτά  πού  συμβαίνουν  είς  τήν  I δικήν  μας  γενεάν,  περισ¬ 
σότερον  άπό  τά  παλαιό  παραδείγματα  συνήθη  μάς  όδηγούν 
είς  τήν  πίσπν  των  θαυμάτων.  Διό  τούτο  άφοϋ  άφησε ν  έκεί- 
νας  προσεπάθηοε  νά  τήν  κόμη  νά  έννοήοη  «ΊπΓ,  ,ύι·ήν  τήν  συγ¬ 
γενή  της  τήν  Ελισάβετ  αύτό  πού  έγένειο  εις  αύτήν,  Β  ώστε 
όιώ  τόν  τοκετόν  έκείνης  νό  τήν  φέρη  είς  τον  I  δικόν  της  πού 
είναι  πολύ  πιο  φρ  ποώδης  καί  ταό  ένδοξος  άπό  έκείναν.  Διόττ 
είναι  εις  τό  μέσον,  μεταξύ  της  ίδικής  μας  καί  τής  δεσποτικής 
ή  γέννηςπς  τής  στείρας*  είναι;  )ϊέν  κατωτέρα  άπό  τήν  γέννη- 
σιν  τής  Παρθένου,  άνωτέρα  δέ  ώπό  τήν  ίδικήν  μας.  Διά  τούτο 
διά  μέσου  τής  Ελισάβετ,  ώσάν  μέ  κάποιαν  γέφυραν,  άπό  τούς 
φυσικούς  πόνους  τοΰ  τοκετού  όδηγεϊ  τήν  σκέψιν  τής  Παρ¬ 
θένου  είς  τόν  υπερφυσικόν  τόκον, 

9,  “Ηθελα  νά  είπώ  περισσότερα,  καί  νά  σάς  άναφέρω 
καί  Βλλους  λόγους  διά  τούς  όποίσυς  ή  το  στείρα  ή  Ρεβέκκα 
καί  ή  Ραχήλ,  άλλά  δέν  μάς  έπίτρέπει  ά  χρόνος  καί  μέ  βιάζει 
νό  επαναφέρω  τόν  λόγον  διά  νά  σδς  ομιλήσω  διά  τήν  δύνα- 
μιν  τής  προσευχΛς.  €  Δι’  αύτό  άλλωστε  άλα  <&τά  τά  άνεφέ- 
ραμεν,  διά  νά  μάθετε  Πώς  έλυσε  τήν  στείρωσιν  τής  γυναίκας 
του  ή  προσευχή  καί  μάλιστα  προσευχή  μακροχρόνιος.  «Έδέ- 
ετο»  λέγει  «Ισαάκ  περί  Ρεβέκκας  τής  γυναΐκός  αυτού  καί  έ- 
πήκονσεν  αύτοϋ  ό  θεός»  (Γέν.  25,  21).  Διότι  μ  ή  ν  ομ  ίσης  ότι 
πορυκάλεσε  τόν  θεόν  και  άμάοως  εκτηκούσθη,  άλλά  αφιέ¬ 
ρωσε  πολύν  χρόνον  παρακαλώ  ν  τόν  θεάν. 

Καί  έάν  θέλετε  νό  μάθετε  πόσον  χρόνον  θα  σάς  εϊπω  έγώ 
μέ  ώκρίβειαν.  Είκοσι  έτη  κατηνάλακτε  παρακολών  τόν  θεόν. 
Άπό  πού  γίνεται  τούτο  φανερόν,  Άπό  τήν  Ιδίαν  συνέχειαν 
τής  διηγήσεως.  Διότι  έπςιδή  ήθελε ν  ή  Γραφή  νά  φανερώση 
τήν  πίσττν  καί  τήν  υπομονήν  καί  τήν  ένάρετον  ζωήν  έκείνου, 
δέν  άπεσιώπησεν  ούτε  τόν  χρόνον,  Ο  άλλά  καί  αύτόν  μάς 
έγνακηοποίησεν  συγκεκαλυμένως  μέν,  ώστε  νό  διεγείρμ  τήν 
ραθυμίαν  μας,  πλήν  δμως  δέν  άφηρε  τούτον  άφανή.  “Ακούσε 
λοιπόν  πως  έμμέσως  έφανέρωοεν  είς  ήμάς  τό  χρονικόν  διά¬ 
στημα  τής  προσευχής·  «Ισαάκ  δέ  ήν  έτών  τεσσαράκοντα*  λέ¬ 
γει.  «ότε  έλαβε  τήν  Ριίβέκκαν  θυγατέρα  Πσθουήλ  τού·  Σύ¬ 
ρου*  (Γέν,  25,  20).  “Εμαθες  πόσων  έτών  ήτο  όταν  ελαβτ  τήν 
γυναίκα ;  Τετκχηιάκοντα  έτών  λέγει  ή  Γραφή  ότι  ήΐο  δταν 


31 


ΠΚΡΙ  ΜΗ  ΚΟίΝΟΛΟΓΗΙΕΰΖ  ΤβΝ  ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΩΝ 


έλαβε  τήν  Ρεβέκκαν.  Άλλ'  άφού  έμάθαμεν  πόσων  έτών  ήτο, 
όταν  ένυμφεύθη  τήν  γυναίκα,  δς  μάθωμεν  λοιπόν  καί  πότε 
έγινε  πατήρ,  καί  πόσων  έτών  ήτο  τότε,  δταν  έγέννηοε  τόν 
Ιακώβ,  £  καί  θά  ήμπορέσωμεν  νά  Ιδσύμεν  πόσον  χρόνον  έ¬ 
μεινε  στείρα  ή  γυναίκα,  καί  δη  καθ’  δλον  αύτό  τό  διάστημα 
παρεκάλει  τόν  θεόν.  Πόθων  έτών  λοιπόν  ήτο  όταν  έ γέννησε 
τόν  Ιακιί*};  «'Εξήλθε*  λέγει  «  Ιακώβ  έπείλημένος  τϊ|ί  δεξιά 
της  πτέρνης  τού  άδελφοϋ  αυτού '  διά  τούτο  έκάλεσεν  αύτόν 
Ιακώβ,  έκεϊνον  δέ  Ησαΰ.  Ισαάκ  δέ  ήν  έτών  έξήκοντα,  δτε 
έ γέννησε ν  αύτούς*  (Γέν.  25,  25-26).  Έάν  λοιπόν,  δταν  έ- 
νυμφεύθη  τήν  Ρεβέκκαν,  ήτο  τεσσαράκοντα  έτών,  δταν  δέ  έ- 
γέννηαε  τά  τέκνα  ήτο  έξήχοντσ,  είναι  φανερόν  δη  είκοσι  έτη 
έμεινε  στείρα  ή  γυναίκα  του,  καί  καθ’  δλον  αύτό  τό  χρονικόν 
διάστημα  παρεκάλσι  τόν  θεόν  ό  Ισαάκ. 

10.  352  α  “Επειτα  δέν  έντρεπόμεβα  καί  δέν  κρυπτόμεθα 
όταν  βλόπωμεν  τόν  δίκαιον  νά  έττιμένη  είκοσι  έτη  καί  νά  μή 
άπομακρύνεται,  καί  έμείς  μέ  τήν  πρώτην  παρόκλησιν  ή  τό 
πολύ  μέ  τήν  δευτέραν  νά  έξαντλούμεθα  καί  νό  δυσανασχε- 
τούμεν ;  Καίτοι  αότός  £ίχε  πολλήν  παρρησίαν  πρύς  τόν  θεόν, 
έν  τούτοις  δέν  δυοανασχετούσεν  έί  αίτίας  τής  άναβολής  τής 
έκτιληρώοΓως  τοΰ  σκοπού  ίου,  άλλά  όν έμενε  καρτερικώς·  έ- 
μεϊς  ΰμως  καίτοι  εϊμεθα  πλήρεις  άναριθμήτων  άμαρτιών  καί 
έχομεν  πονηρόν  συνείδησιν  καί  δέν  έταδεικνόομεν  ού  δε  μίαν 
συμπάθειαν  πρός  τόν  Δεσπότην,  άν  δέν  είοακουοθώμεν,  προ¬ 
τού  όκόμη  νά  όμιλήριομεν,  στενοχωρούμεθα  όπελπιζόμεθα, 
άπομακρυνόμεθα  άπό  τήν  παράκληστν  διά  τούτο  φεύγομε ν 
πάντοτε  χωρίς  καμμίαν  ώφέλειαν.  Β  Πείος  τπαρεκώεσε  τόν 
θεόν  είκοσι  έτη·  γιά  ένα  πράγμα  Οπως  ό  δίκαιος  αότός;  Μάλ¬ 
λον  δέ  8χι  είκοσι  έτη,  άλλά  εϊκυσι  μήνας  μόνον, 

Χθές  μέν  λοιπόν  σάς  έλεγα  δη  είναι  πολλοί  αύτοί  πού 
προσεύχονται  μέ  νωθρότητα  καί  χασμουρητό  καί  τεντώνον¬ 
ται  καί  στρέφονται  άπό  έδώ  καί  άπό  έκεΐ  συνεχώς,  καί  προ 
οεύχονται  μέ  μχτγάλην  άδίαψορίαν-  σήμερον  δέ  παρετήρησα 
νά  γίνεται  και  άλλη  κατάχρησις  άτά  πλέον  κατά  τήν  ώραν 
των  προσευχών,  «ιό  καταστρεπτική  άπό  έκείνην.  Διότι  πολλοί 
μέ  τό  νά  πέφτουν  πρηνείς  κάτω  και  νά  χτυπούν  τό  μέτωπσν 
ςίς  τήν  γήν  Ο  καί  νά  χύνουν  πικρά  δάκρυα,  καί  νά  άναστε- 
νάζουν  πικρά  άπό  κάτυι,  καί  νά  υψώνουν  τό  χέρια  καί  νά 
όπιδείκνάουν  μεγάλην  προθυμίαν,  χρησιμοποιούν  τόν  ζίγ 
λον  καί  τήν  προθυμίαν  αύτήν  ένανπον  της  ιδίας  των  σωτη¬ 
ρίας.  Διότι  δέν  παρακαλούν  τόν  θεόν  διά  τά  ίδικά  των  άμαμ- 
τήματα,  ούτε  ζητούν  συγχωρησιν  διά  τά  πλημμελήματα  ού- 
ιών.  άλλά  ιόν  ζήλον  των  αύτόν  δλον  τόν  στρέφουν  ένοντίυν 
ιΐον  έχέ>ρών,  κσΐ  κά)ΐνουν  τό  ϊδιον,  Ο  ώσάν  κάποιος  νά  άχσ- 


ΜΑΝΝΟΓ  ΧΡΓ30ΣΤΟΜΟΤ 


8* 

νίαη  τό  ξίφος  καί  νά  μή  χρησιμοποιήσω  τά  δπλον  έναντίον 
τών  έχθρών,  άλλά  νά  τό  βυβΐση  είς  τόν  λαιμόν  τοιχ  "Ετσι  καί 
αύτοί  δέν  προσεύχονται  διό  τήν  Λφβσιν  ιών  ίδτχών  τους  ά¬ 
μα  ρτιών,  άλλά  διά  τήν  τιμωρίαν  τών  έχθρών,  τό  όποϊόν  σιγ 
ραίνει  δτι  ώθοΟν  τό  ξίφος  έναντίον  τών  Ιδίων. 

Έπε  νόησε  δέ  καί  αύτό  τό  μέσον  ό  διάβολος,  διό  νό  κα· 
ταστρόφωμεν  άπό  παντού  τούς  έουτούς  μας,  καί  διά  τής  ρα¬ 
θυμίας  καί  διό  τού  ζήλου.  Διότι  άλλοι  μέν  διά  τής  ήδκκμορίας 
παν  είς  τάς  προσευχάς  παροργίζουν  τόν  θεόν  καί  κάμνουν 
γνωστήν-  τήν  καταφράνησιν  διά  τής  ραθυμίας  των,  άλλοι  δέ 
έπειδή  έισδΕίκνύουν  ζήλον,  έιαδεικνύουν  τόν  ζήλον  έναντίον 
τής  ίδικής  των  σωτηρίας.  Ό  τάδε,  λέγει  ά  Διάβολος,  είναι 
νωθρός,  μοϋ  είναι  άρκετόν  ώστε  νά  μή  έπιτύχη  τίποτε  αύτός- 
αυτός  είναι  πρόθυμος  καί  άπιμελής.  ΤΙ  λοιπόν  νά  κάμω;  Δέν 
δύναμαι  νά  χαλαρώσω  τόν  ζήλον,  ούτε  νά  έμβάλω  είς  αύτόν 
τήν  άόκκρορίαν'  Ε  άλλον  τρόπον  θό  μεταχειριστώ  διά  τήν 
καταστροφήν  του1  Πώς;  θά  τόν  κάμω  νά  χρησιμοττοτήοη  τόν 
ζήλον  του  πρός  παρανομίαν,  διότι  τό  νά  προσευχώμεθα  έναν¬ 
τίον  τών  έχθρών  είναι  παρανομία.  *  Απομακρύνεται  λοιπόν 
δχι  μόνον  χωρίς  νά  ώφεληθή  τίποτε  άπό  τόν  ζήλον  του,  άλλά 
καί  μέ  περισσοτέραν  βλάβην  άπό  έκείνην  πού  προζενεΐται 
διό  τής  ραθυμίας.  Τέτοια  είναι  τά  τεχνάσματα  τοΰ  διαβόλου- 
άλλους  μέν  διά  τής  ρυθυμίας,  άλλους  δέ  δι'  αυτής  τής  προ¬ 
θυμίας  καταστρέφει,  όταν  δέν  γίνεται  αότή  σύμφωνα  ρέ  τούς 
νόμους. 

11.  Άλλά  άζίζει  νά  άκσύσετε  τά  Ιδια  τά  λόγια  τής  προ¬ 
σευχής  των,  καί  πώς  είναι  λόγια  παιδικής  ήλικίας  καί  νηπιώ¬ 
δους  ψυχής.  ’Ε ντρέπομαι  λοιπόν  όταν  πρόκειται  νά  τά  είπώ 
πλήν  όμως  είναι  όνάγκη  νά  τά  είπώ  καί  νά  μιμη^ύ  τήν  κακήν 
έκείνην  γλώσσαν.  353  Α  Ποια  λοιπόν  είναι  τά  λόγια;  «Νά  έκ- 
δικηθής  τούς  έχθρούς  μου-  δείξε  είς  αύτούς  βπ  καί  έγώ  έχω 
θεόν».  Δέν  μανθάνουν,  ίο  άνθρωπε,  τότε  δτι  έχομεν  θεόν, 
δταν  άγαν  ακτουμεν  καί  όργιζώμεθα  καί  δυσαναοχετοΟμεν,  όλ- 
λά  όταν  είμεθο  άπτεικεϊς  καί  πράοι  καί  ήπιοι  καϊ  έζασχοΰμεν 
δλην  μας  τήν  φιλοσοφίαν.  Τοιουτοτρόπως  καί  ό  θεός  είπε· 
«Λαμψάτω  τό  <ρώς  ύμών  έμπροσθεν  τών  ανθρώπων,  όπως  ϊ- 
δωσι  τά  καλά  έργα  ύμών,  καί  δοξάσωσι  τόν  πατέρα  υμών 
τόν  έν  τοϊς  οΰρανοϊς»  { Ματθ.  5,  16).  Δέν  καταλαβαίνεις  δη 
υβρίζεις  τόν  θεόν,  όταν  τόν  παραχαλμς  έναντίον  τών  έχ¬ 
θρών  σου;  Καί  πώς  ύβρίζω;  λέγει.  Διότι  αυτός  εϊιτε  «Εΰχε- 
σθε  υπέρ  τών  έχθρών  ύμών»  (Λίατθ.  5,  44)  Β  καί  μάς  έδωσε 
τόν  θειον  αύτόν  νόμον  "Οταν  λοιπόν  έχμς  τήν  όξίωσιν  νά 
καταλύη  ό  νομοθότης  τούς  ίδιχοός  του  νόμους,  καί  τκιραχα- 
λής  αύτόν  νά  νομοθετή  άντυτα  πρός  τόν  έαυτόν  του  καί 


ΠΕΡΙ  ΜΗ  ΚΟίΝΟΛϋΓΗΙΊΛΧ  ΤΡΧ  ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΝ 


53 

ίχετεύης  αύτόν  πού  σέ  έμποδίζει  νά  προσεύχεσαι·  έναντίον 
τών  έχθρών  σου  νά  σέ  είσακούαη,  όταν  κατακρίνης  τούς  έχ¬ 
θρούς  σου,  δέν  κάμεις  τότε  προσευχήν,  ούτε  τόν  παροχα¬ 
λ  εϊς,  άλλά  ύβρίζεις  τόν  νομοθέτην  καί  φέρεσαι  ώς  παρά- 
Φρων  είς  έκεϊνον  πού  πρόκειται  νά  αοΟ  6ώση  τά  άγαθά  τά 
άπό  τής  προσευχής. 

Καί  ττές  μου,  πώς  είναι  δυνατόν  νά  εΐσακουσθ^  αύτός 
πού  προσεύχεται  δταν  έξοργίζη  αύτόν  π»ύ  θά  τάν  άκούση ; 
Διότι  δταν  πράττης  αύτά  ωθείς  τήν  σωτηρίαν  σαυ  οίς  βάρα- 
θρον  καί  φέρεσαι  είς  κρημνόν,  €  διότι  κτυπάς  τόν  έχθρόν 
σου  ύπό  τά  βλέμματα  τοΰ  βασιλέως.  Διότι  άν  καί  δέν  τό  κό¬ 
μης  αύτό  διό  τών  χειρών  σου,  τόν  κτύπος  μέ  τά  λόγια*  τού¬ 
το  δέν  τολμάς  νά  τό  κόμης  ούτε  ενώπιον  τών  συνδούλων 
σου.  Τόλμησε  λοιπόν  νά  τό  κόμης  αύτό  είς  τόν  βασιλέα,  καϊ 
άν  όκόμη  έχης  κατωρθώσει  άναρίθμητα  πράγματα,  έξώπαντος 
αμέσως  θά  πμωρηθίϊς  διά  θανάτου. 

ν Επειτα  δέν  τολμάς  νά  ύθρίσης  τόν  όμόπμό<ν  σου·  ένιί> 
πιον  τοΰ  άρχοντας,  ένώπΊον  δέ  τού  θεού  δταν  πράττης  τούτο, 
πές  μου,  δέν  τρομάζεις  οδτε  φοβάσαι  0π  είς  ώραν  προσευχής 
καί  δεήοεως  άγριεύεις  έτσι  καί  γίνεσαι  ώσάν  θηρίον  καί  έπι- 
δεικνύεις  μεγαλυ τέραν  άχαριστίαν  άπό  έκείνην  τού  δούλου 
πού  άπαιτοΰσε  τά  έκαχόν  δηνάρια;  ϋ  Τόδη  περισοότΕρον  συ 
τόν  υβρίζεις  άιπό  έκεϊνον,  άκου  σε  αυτήν  τήν  διήγησιν,  Κά¬ 
ποιος  χρεοκποΰσε  δέκα  χιλιάδες  τάλαντα1  είς  τόν  κύριόν 
του.  ν Επειτα  έπειδή  δέν  είχε  νά  τοΰ  τά  δώση  παρεκάλεσε 
τόν  κύριόν  του  νά  μακροθυμήση,  διά  νά  μή  πωλήση  τήν  γυ¬ 
ναίκα  του,  τήν  οικίαν  του  καί  τά  παιδιά  του;  καί  γίνη  τέτοια 
έξόφλησις  τού  χρέους  τού  κυρίου  ίου,  “Οταν  τόν  είδε  ό  κύ¬ 
ριός  του  νά  κλαίη,  τόν  εύσπλαγνί<#η  καί  του  έχάρισε  τά 
μύρια  τάλαντα.  “Οταν  όμως  αύτός  όβγήκεν  έξω  και  εύρήκε 
κάποιον  άλλον  δούλο  ν  πού  χρεωστσΰσε  είς  αύτόν  έκατόν 
δηνάρια*  τόν  έπίεζε  ζητών  αύτά  μέ  μεγάλη  ν  σκληρότητα 
καί  άπανθρωπίαν.  Ε  “Οταν  ήκουσεν  αύτά  ό  κύριός  του  τόν 
ένέκλεισεν  είς  τήν  φυλακήν  καϊ  έπέβαλε  πάλιν  είς  αυτόν  τό 


1.  ΤΛλαντ&ν.  ΝομιαμΑτικί)  ουμβατική  Λοοόϊηί,  ιιοικίλΪΛϋσκ  ιΑί 

8ι«9ίρο»ς  ίι«χ?*ι«(ας.  Είς  τήν  Αττικήν  ίαούζΏ  ·ηρδς  60  μνβς 

6.000  *ρχι!*ς  δρβχμοΐς.  ΕΙς  τήν  Αϊγίνχί  είχκν  άξίΛν  100  μν*ν.  ΕΙς 
τήν  ΕΒίοιιν  50  χχ1-  τήν  Βχβυλώνι  70.  Τή  τάλχντον  ήτο  χρυκ^ν,  Αργν- 
ροαν  κ«1  χίλκινβν.  Τδ  χρυαββν  *ϊχ4ν  ί«χαπλβσΐαν  Α5.(»ν  τΛ  άργκρυβ 
ίχατβνΐαΐϊΑΛοΙοιν  ϊοΟ  χαλκίνον,  “Οταν  δμιλ©μ·ν  ΐΛλΙντοο  χρυζοβ  ή 
■ΙργυροΟ,  τιρέπ»!  4νί·οΰ»μ**  ηά·Λ0ΐ*  ίήΐώ;,  ΙχΜμιν  5ψιν  5τι 

♦/  &£1%  ΐο«  έποίκιλλ*  χιιτΑ  χώρα;.  ΑΑν  «ιναί  βονατδν  ν*  Βοβή  Ακριβές  Αν 
τίοτοιχον  *[ς  οδγχρονα  νομίσματα. 

Ί,  Ληνίρκιν.  Ρωμαΐχδν  ΑργονρΰΒν  νδμιίμα.  Ή  τιμή  του  π«ρΐλΑμί«νι 
Β4κα  ΑςοΑρια,  τΑ  δτνυί*  ήυακ  νομίομκτχ  ίχ  χχλχοΟ  μ-.χρ*:  ΑΕίβς. 


ΙΟΑΝΝΟΓ  ΧΡΜΟΣΤΟΜΟΓ 


Α4 

χρέος  τ&ν  μυρίων  ταλάντων,  τό  όποϊον  προηγουμένως  του 
εχώρισε  καί  τόν  ώττμώρησε  διά  Τήν  σκληρότητά  του  πρός  τόν 
συνδουλόν  του. 

^^12  *Εού  θμως  πρόσεξε  πόσον  τπό  άγνωμων  χαΐ  ιπό  άναί- 
σβητος  έχεις  γίνει  καί  Από  έχεϊνον  μέ  τό  νά  προσεύχεσαι  έ- 
ναντίσν  των  έχθρων  οου.  Εκείνος  δέν  είχε  τήν  άξίωσιν  νά  τά 
ϊπκπτήρη  τά  άκατόν  δηνάρια  ό  κύριός  του,  άλλ'  Λ  Ιδιος  τά 
απαιτούσε·  έσυ  όμως  παρακαλείς  καί  τόν  Δεσπότην  διά  τήν 
άπαίτησίν  σου  αύτήν  τήν  άναίσχυντον  καί  όπηγορευμένην. 
Κο!  εκείνος  μέν  δέν  έπίεζε  τό\'  σόνδουλόν  του  έμπροσθεν  ταΟ 
κυρίου  του,  άλλά  έξω  έσυ  δμυχ;  κατ'  αύτήν  τήν  ιδραν  τής  προ· 
25**  ίστάμενος  πρό  τοΰ  βοσιλέως  τά  κάμνεις  αύτά.  3  Μ  α 
Εάν  δέ  -έκεϊνος  που  ένφ  δέν  παρεκάλεσε  τόν  κύριόν  του  διά 
τήν  άπαίτησίν  του,  άλλά  τό  έκαμεν  αύτό  Αφού  έβγήκεν  έξω 
ωτο  τήν  Οίκίον  του,  δέν  έτυχεν  ονδεμιάς  συγχωρήσεως,  έσύ 
πές  μου  ποίαν  τιμωρίαν  θά  ύποστΛς,  πού  καί  τόν  Δεσπότην 
διεγείρεις  νά  κάμη  τήν  όπηγορευμένην  αύτήν  πληρωμήν 
καί  τα  καμνείς  αύτά  ένώπιον  αύτού: 

Αλλά  φλέγεται  ή  σχέψις  σου  άπό  τήν  ένθύμησιν  πν 
εχθρας  καί  έξογκοΰτοι  καί  έρεθίζετοι  ή  καρδία  σου  καί  δέν 
ή  μπορείς  νά  κατευνάσω  τήν  ταραχήν  τών  λογισμών  δταν 
ένθυμήοαι  αύτόν  πού  αέ  έλύπησεν.  ’Αλλά  τότε  νά  άντιπα 
ρατάςης  εις  τήν  φλεγμονήν  αύτήν  τήν  ένθύμησιν  πού  προ¬ 
έρχεται  άπό  τά  ιδικά  σου  Αμαρτήματα  καί  τόν  φόβον  πού 
προέρχετο  άπό  τήν  μέλλουσαν  τιμωρίαν,  Νά  ένθυμηθΛς  διά 
πόσο  πράγματα  βΰσαι  ύπεύθυνος  είς  τόν  Δεσπότην  καί  δπ  δι’ 
άλα  έκώνα  πρέπει  νά  ττμωρηθής  άπό  αύτόν,  καί  θά  νικήση 
οπωσδήποτε  ό  φόβος  αυτός  έκείνην  τήν  όργήν  σου,  έπειδή 
είνατπολύ  Ισχυρότερου  τούτο  άπό  τό  πάθος  έκείνο.  Β  Νά  έν- 
θυμηθίίς  τήν  γέενναν  τοΟ  ηυρός,  τήν  κόλοσιν  καί  τήν  τηΐω- 
ρίαν  κατά  τήν  ώραν  τής  προσευχής  καί  δέν  θά  θυνηθής  νά 
«Δ\ρς  είς  τήν  σκέψιν  σου  τόν  έχθρόν.  Σύντριψε  τόν  λογισμόν 
σου  ταπείνωσε  τήν  ψυχήν  σου  μέ  τήν  ένθύμησιν  τών  Αμαρ¬ 
τημάτων  σου  καί  δέν  Θά  δυνηΘΛ  ούτε  νά  σέ  ένοχλήση  ό  Θυμός. 

Αλλά  αύτη  είναι  ή  αίτία  δλων  τών  κακών,  τό  δπ  π»ηα. 
τηρουμεν  μέ  μεγόλην  λεπτομέρειαν  τά  άμαρτήματα  ίων  ίλ· 
λων,  τό  ίδικά  μας  δέ  τά  παρατρέχομεν  μέ  πολλήν  ραθυμίαν 
Επρεπε  όμως  νό  κάμωμεν  τό  Αντίθετον*  τά  μέν  άμαρτήματα 
τά  Ιδικά  μας  πρέπει  νά  μή  τά  λησμονοόμεν,  τών  δέ  άλλων 
Τόν  νο0ν  1»ά  "Αν  κάμωμεν  αύτά  κοί 
τόν  θεόν  θά  ίχωμεν  βοηθόν  καί  Θά  παύσωμεν  νά  όργιζώμεθα 
συνεχώς  κατά  τών  άλλων,  καί  κανένα  έχθρόν  ποτέ  δέν  θά 
Δχωμεν  έάν  όμως  κάποτε  άποχτήσωμεν  καί  έχθρόν  πολύ  γρή- 
γορα  καί  τήν  έχθραν  θά  έζαφανίσωμεν  καί  των  Αμαρτημάτων 


ΙΙΕΡΙ  ΜΗ  ΚΟΙΝΟΛΟΓΗΪΕΗ*  ΤΗΝ  ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΗΝ 

μας  ταχείαν  συγχώρησιν  θά  έχιαμεν,  €  Διότι  όπως  αύτός  πού 
μνησίκακε!  είς  τόν  πλησίον  του  δέν  έπιτρέπει  νά  Απαλλαγή 
άπό  τήν  τιμωρίαν  πού  έτπσάρουν  τά  Ιδΐκά  τσυ  άμαρτήματα, 
άιοι  καί  αύτός  πού  είναι  καθαρός  6πό  θυμόν,  θά  είναι  καί  κα¬ 
θαρός  Από  άμαρτήματα  συντόμως.  Διότη  δν  έμεΐς  οΐ  πονηροί 
καί  ύποδουλωμένοι  είς  τόν  θυμόν,  έξ  αίτίας  τής  προσταγής 
ΐοΓ?  θεού  παροθεωρούμεν  άλα  τά  έναντίον  μας  άμαρτήματα 
πολύ  περισσότερον  ό  φιλάνθρωπος  καί  άγαθός  καί  καθαρός 
άπό  κάθε  πάθος  θά  ηαροδλέψη  τά  άμαρτήματά  μας,  ένεκα 
ιής  πρός  τόν  πλησίον  φιλοφροσύνης,  και  διά  τής  συγχωρή- 
αεως  ιών  άμαρτημάτων  μας  θά  άποδώση  είς  ήμδς  τήν  Αμοι¬ 
βήν,  ιήν  όποίαν  εϊθε  6λο»  ήμείς  νά  έπιτύχαιμεν  διά  τής  χάρν 
τος  καί  φιλανθρωπίας  τού  Κυρίου  ήμών  Ιησού  Χριστού,  είς 
ιόν  όποίαν  δόξα  καί  δύνρμις  όνήκει  είς  τούς  αί&νας  των  αίώ- 
ναιν.  'Λμήν. 


ϋ  ΓΤΕΡί  ΤΟΥ  ΟΤΙ  ΔΕΝ  ΠΡΕΠΕΙ  ΜΕΡΙΚΟΙ  ΝΑ  ΑΠΟΓΟΗ- 
ΓΕΥΟΝΤΑΙ  ΔΙΑ  ΤΟΥΣ  ΕΑΥΤΟΥΣ  ΤΟΝ  ΚΑΙ  ΔΕΝ  ΠΡΕ¬ 
ΠΕΙ  ΝΑ  ΠΡΟΣ ΕΥΧΟΜΕΘΑ  ΚΑΤΑ  ΤΟΝ  ΕΧΘΡΩΝ-  ΚΑΙ 
ΓΕΕΡΙ  ΤΟΥ  ΟΤΙ  ΔΕΝ  ΠΡΕΠΕΙ  ΝΑ  ΛϋΕΛΠΙΖΩΜΕθΑ 
ΟΤΑΝ  ΖΗΤΟΥΜΕΝ  ΚΑΤΓ  ΚΑΙ  ΔΕΝ  ΤΟ  ΛΑ  Μ  ΒΑΝΟΜΕΝ' 
ΚΑΙ  ΠΡΟΣ  ΤΟΥΣ  ΑΝΔΡΑΣ  ΠΕΡΙ  ΤΗΣ  ΟΜΟΝΟΙΑΣ 
ΠΟΥ  ΠΡΕΠΕΙ  ΝΑ  ΕΧΟΥΝ  ΠΡΟΣ  ΤΑΣ  ΓΥΝΑΙΚΑΣ 

I.  Σός  όφβίλω  πσλλάς  εύχαριστίας,  διόη  μετά  προθυμίας 
αχούσατε  τάς  όμιλίας  περί  προσευχής,  καί  διότι  μέ  έκάματε 
εότυχή'  διότι  «Μακάριος  ό  λόγων  εις  ώτα  άκουόντων»  ('Εκκ. 
25  12).  Δέν  έπείαθην  δέ  μόνον  όπιά  τά  χειροκροτήματα  καί 
τους  έπαίνους,  όλλά  κα}  έξ  δσων  είδαν  νά  πράττετε.  335  α 
Ααάιτι  δτον  σδς  συνεθούλευα  νά  μή  προσεύχεαθε  έναντίον 
τών  έχθρών,  καί  σας  έλεγα  άτι  ιταροργίζομεν  τόν  θεόν  ττράτ- 
ίοντες  τούτα,  καί  νομοβετοΰμεν  άντίθετα  πρός  τό  θέλημα  αύ- 
του  (διόττ1  ό  θεάς  είπε,  νά  ττροσ&όχεσθε  διά  τούς  έχθροός 
πας-  εμείς  δμακϊ  όταν  προσευχώμεθα  κατά  τών  άχθρών  μας 
αξιούμεν  άπό  αύτόν  νά  καταργήση  τόν  νόμον  του).  Όταν 
λοιμόν  σας  έλεγα  αύτά  ή  τέτοια  πράγματα,  είδα  πολλούς  όπό 
εσάς  νά  κτυποΟν  τά  πρόσωπό  των  καί  τά  στήθη,  νά  άναστε- 
νά^υν  μέ  θλϊφιν,  νά  υψώνουν  τώς  χεΓρας  πρός  τόν  ούρανόν 
και  νά  ζητούν  συγγνώμην  διά  τάς  τοιούτου  είδους  προοευ- 
χάς  των.  Τότε  λοιπόν  καί  έγώ  ύψώσας  τούς  όφθαλμσύς  μου 
πρός  τό<ν  ούρανόν  ηύχαρίστησα  τόν  θεόν,  διότι  τόσον  γρήγο¬ 
ρα  εκαρπσφόρησεν  ό  λόγος  τής  διδασκαλίας. 

Β  Διότι  τέποιος  είναι  ό  σπόρος  ό  πνευματικός·  δέν  έχει 
άνάγχην  οίκτε  έτών,  ούτε  χρόνων,  ούτε  ήμερων,  άλλ’  δν  εί- 
σέλθη  είς  ψυχήν  αγαθήν  έμφανίζει  άμέσως  τόν  στόχον  ώρι¬ 
μον  καί  πλήρη  τούτο  δέ  έγένετο  χθές  είς  έσδς.  "Ερριψα  είς 
τάς  καρδίας  οσς  λόγους  πού  διεγείρουν  τήν  ψυχήν,  καί  έβλά- 
στηοεν  έπιθυμία  καί  άνοστεναγμός  έξομολογήσεως,  άναστε- 
ναγύός  τέτοιος  πού  είχε  πολύν  πλούτον  άγαθίΰν.  Διότι  έάν  ό 
Τελώνης  μέ  τό  νά  εϊπη,  κτύπων  τό  στήθος  «Ίλάσθητί·  μοι  τφ 
αμαρτολψ»  (Λουκ.  18,  1$)  δφυγε  περισσότερον  δεδικαιωμέ» 
νος  από  τόν  Φαρισαίον,  πόσην  παρρησίαν  είναι  έπόμεναν  νά 
έχωμεν  αποκτήσει  έμείς  πού  έχομεν  έπαδείζει  εις  όλίγον 
χρονικόν  διάστημα  τόσην  χατάνυξιν; 


417  ΠΕΡΙ  ΜΗ  ΑίίΟΓΝ8Σε02  ΚΑΙ  ΠΡ02ΕΓΧΗΣ  ΚΑΤΑ  ΕΧΘΡΙίΝ 

Καί  όμως  χειρότερον  τού  Τελώνου  δέν  είναι  τίποτε,  ϋ 
διό  π  τό  έργον  αότοΟ  είναι·  τό  άνώτατον  δριον  κακίας-  τούτο 
καί  ό  Χριστός  θέλων  νά  φανέρωση  όφερε  συνεχώς  ώς  παρά¬ 
δειγμα  τών  χειρίστων  κακών  τάς  πόρνος  καί  τούς  Τελώνας* 
διότι  τδ  έπάγγελμα  τού  τελώνου  είναι  αύθαίρετος  έκβιασμός, 
άρπαγή  ότιμώρητος,  άνσιδής  τρόπος  πλεονεξίας,  έργασία  δδι- 
κος,  άναίοχυντον  έμπόμιον  καί  όμως  αότός  πού  συνέζη  μέ  τά¬ 
πας  κακίας  ήδυνήθη  μέ  άπλδ  λόγια  νά  όποβάλλη  τάς  κατη¬ 
γορίας  καί  νά  λάθη  περισσότερα  έξ  δσων  έστησε.  Διότι 
Μάιος  μέν  παρεκάλει  τόν  θεόν  λέγων  «Ίλάσθητί  μοι  τφ 
Αμαρτωλή»*,  ό  θεός  δέ,  όχι  μόνον  έδειξεν  εύμένεΐαν  ηρός 
ούιόν,  όλλά  καί  τόν  έδικαίωσεν  περασσότερον  όπό  τόν  Φα¬ 
ί  υοαϊον.  Διά  τούτο  λέγει  ό  όπόστολος  Παύλος-  «τφ  δέ  δυνα¬ 
μό  νψ  π  όντα  ποιήσαι  ύπέρ  έκ  περισσού  ών  αίτούμεθα  ή  νοού- 
|ΐ»·ν»  (Έφεσ.  3,  20).  Ό  Καίτοι  ό  Φαρισαίος  προσηυχήθη  καί 
όοιόθη  είς  τό  ιερόν  και  παρεκάλεσε  τόν  ϊδ»ον  Θεόν,  καί  εί¬ 
πε  ν  περισσότερα  λόγια  όιτό  δσα  ό  τελώνης,  καί  ήρχισεν  τήν 
προσευχήν  του  όπό  τήν  εύχαριοτίαν  πρός  τόν  θεόν.  Διατί 
Αοι Ντ>ν  έχεϊνυς  έχαΰεν  δσσ  καλό  εϊχεν,  αύτός  δέ  προσέλαθε 
καί  παρρησίαν  τήν  όιτοίαν  δέν  εϊχεν;  Από  τόν  τρόπον  τής 
πράο  ευχής,  διότι  δέν  ή  το  ϊδιος  ό  τρόπος  τής  προσευχιής  έκά- 
οι ου.  Ο  μεν  ΦαρισαΓπς  ήτο  πλήρης  καυχήσεως,  έπάρσεως 
καί  ύπερηφανείας,  ό  δέ  Τελώνης  ήτο  πλήρης  συνέσεως-  δ»’ 
αύτό  ούτος  έχων  άναρίθμητον  φορτίον  Αμαρτημάτων  τό  ό- 
ιιέθεσεν  καί  έδικαιώθη  υπό  ταϋ  θεού,  έκεϊνος  δέ  φέρων  τό 
ιιλοϊον  πλιήρες  κατορθωμάτων  έλεήμοσύνης  καί  νηστείας. 
Ε  ώς  νά  προσέκρουσεν  είς  κάποιον  σκόπελον,  διά  τού  φρονή- 
μαίας  τής  μαΐαίοδοξίας  καί  τής  υπερηφάνειας,  έναυάγησεν 
ιΊς  αυτόν  τόν  λιμένα1  διότι  ιό  να  ζημίωθής  είς  τήν  προσευχήν 
είναι  ώς  νά  να  ραγής  είς  λιμένο.  νΟμίνς  δεν  συνέβη  τούτο 
ι  (V:  φύοεως  ιής  προσευχής,  άλλά  έκ  τής  προθέοεως  τής  ίδι- 
κής  του, 

2,  Βλέπεις  λοιπόν  δτι  6έν  άρκεϊ  διά  τήν  σωτηρίαν  μας  ή 
προσευχή,  δν  δέν  γίνη  σύμφωνα  μέ  έκείνους  τούς  κανόνας 
πού  έχει  Θέσει  ό  Χριστός;  ΠοΙους  νόμους  έχει  Θέσει;  354  Α 
Νά  Π[κκ>ευχώμεθα  υπέρ  τών  εχθρών  καί  ύττέρ  έκείνων  οί 
όπαίαι  μάς  ένοχλούν  καί  μάς  θλίβουν  πολύ  Και  έάν  τούτο 
δέν  πράττωμεν,  θό  χαθώμεν  όξάτταντος-  και  τούτο  γίνεται 
φανερόν  όπό  τό  παράδειγμα  τού  Φαρισαίου.  Διότι  δν  αύτός 
ό  Λποϊος  δέν  προοηυχήθη  ένοντίον  τών  έχθρών  του,  άλλά  έξ 
μίτίας  τής  ματαιοδοξίας  του  μόνον  έπμωρήθη  τόσον,  ποίο  ττ- 
μΐιΐρία  άπσμένει  δι'  έκείνους  οί  όποιοι  άηευθύνουν  πρός  τόν 
Θεόν  ]ΐοκρπίις  καί  πολλούς  λόγους  έναντίον  τφν  έχθρών; 

'Γί  κάμεις,  άνθρωπε;  Ζητείς  ουγχώρηοιν  ιιΐιν  άμαρτ>ΐ>ν 


ΙϋΑΝΝΟί*  ΧΡΓΣΟΣΤΟΜΟΤ 


οου  καί  πληροίς  τήν  οκέψιν  σου  μί  θυμόν;  *Όταν  περιοοό· 
τεΡ°ν  άπό  κάθε  άλλην  φοράν  πρέπει  νά  εϊμεθά  ήπιώτερσι, 
διότι  ουνομιλούμεν  μέ  τόν  θεόν,  παρακαλούντες  διά  τά  πα- 
ρο πτώματά  μας,  ζητσυντες  εύσττλαγχνϊαν,  φιλανθρωπίαν  καί 
συγγνώμι>ν,  Β  τότε  έξαγριωνόμεθα  καί  πκρίττίππομεν  είς  θη¬ 
ριωδίαν  καί  ηληροΰμεν  άπό  πικρίαν  γ6  στόμα;  Κα3  πώς  θά 
ήμιτορέσωμεν,  πές  μου,  νά  έπίτύχωμεν  τήν  σωτηρίαν  μας  άφ' 
ένός  μέν  Οχημα  Ικετών  παρουσιάζυντες,  άχρ'  έχέρου  δέ  προ* 
φέροντες  λόγους  ύπερηφανείας,  έξοργίζοντες  τόν  Κύριον 
έναν,τίον  μας,  Ηλθες  διό  νά  βεραπεύοης  τά  ϊδικά  σου  τραύ¬ 
ματα  και  δχι  διά  νά  κώμης  βαρύτερα  τά  τραύματα  τσΟ  πλη¬ 
σίον  είναι  καιρός  συγχωρήσεως,  καιρός  προσευχής  καί  στε¬ 
ναγμού,  καί  δχι  όργής*  είναι  καιρός  δακρύων,  δχι  θυμού,, 
καιρός  συντριβές  τής  καρδίας  και  όχι  όργής.  Διατί  συγχέεις 
τήν  τώξιν;  Διατί  πολεμείς  τόν  όαυτόν  οου,  Διατί  καταστρέ¬ 
φεις  τό  πνευματικόν  σου  οικοδόμημα,  €  Αύτός  πού  προοεύ- 
χεται  πρέπει  νά  £χη  άγαθήν  περισσότερον  άπό  όλους  τούς 
άλλους  ψυχήν,  ταπεινόφρονα  νοϋν,  συντετριμμόνην  καρδί- 
σν·  έκεϊνος  δέ  πού  κατακραυγάζει  έναντίον  των  έχθρών,  δέν 
θά  δυνηθίί  ποτέ  νά  κατορ&κτη  τούτο,  διότι  είναι  πλήρης  θυ¬ 
μού,  ^καί  δέν  δύνατατ  νά  έχη  κατεσταλμένην  διάνοιαν. 

Ας  μή  προσευχοιμεθο  λοιπόν  έναντίον  τών  έχθρών  μας, 
άλλ  ούτε  πάλιν  νά  άναφέρωμεν  τά  ίδΐκά  μας  έπιτεύγματα. 
διό  νά  μή  πάθωμεν  5,τι  ό  Φαρισαίος.  Διότι  δπως  άκρι&Βς  εί¬ 
ναι  καλάν  νά  ένθυμούμεθα  τά  άμαρτήματά  μας,  £τσι  πάλιν 
εϊναι  καλόν  νά  λησμονοϋμεν  τά  κατορθώματά  μας.  Διά  ποιον 
λόγον;  Διότι·  ή  μέν  άνάμνησις  των  κατορθωμάτων  μάς  έγεί- 
ρει  είς  ύπερηφάνειαν,  ή  δέ  ένθύμησις  ιών  άμα  μνημάτων  κα¬ 
ταστέλλει  καί  ταπεινώνει  τόν  νουν  μας.  Ο  Καί  έκείνη  μεν 
μάς  κάμει  νοερούς,  αύτή  δέ  μάς  κάμει  προθυμοτέροσς.  Διόη, 
δοοι  νομίζουν  δπ  δέν  έχουν  κανένα  καλόν,  έτπδείκνύουν  με- 
γαλύτερον  ζήλον  διά  νά  άποκτήσουν  τά  καλά'  όσοι  δέ  πάλιν 
νομίζουν  ότι  έχουν  όναποθέσει  πολύν  πλούτον  διά  τούς  έαυ- 
τούς  των,  έχοντες  θάρρος  είς  τήν  περιουσίαν  τούτην,  δέν  θά 
έπιδείξουν  μεγάλην  προθυμίαν  είς  τό  νά  άπσκτήσσσν  περισ¬ 
σότερον. 

3.  Μή  μνημονεύης  τά  κατορθώμστά  οου  λοιπόν,  διά  νά 
τά  ένθυμηθή  ό  Θεός,  διότι  λέγει*  «λέγε  τάς  άμαρτίος  οου 
πρώτος,  ϊνα  δικαιωθής*  (Ήσ.  43,  2θ)·  καί  πάλιν  λέγει"  «Ού 
μή  μνησθώ  πΰν  άνομιών  σου,  σύ  δέ  μνήαθητι»  (Ήσ.  43,  25), 

Ε  Αλλά  διά  ποιον  λόγον  τόσον  γρήγορο  έπήκουοεν  ό 
θεός  τόν  Τελώνην,  άφησε  δέ  τόν  ’  Ισαάκ  είκοσι  έτη  νά  πα- 
μακαλή  και  νά  Ικετεύη  αύτόν  διά  τήν  γυναίκα  του,  καί  τότε 
μόνον  είσήκουοεν  τάς  προσευχάς  του  δικαίου,  ΕΤναι  ώναγ- 


Λ*  ΠΕΡΙ  ΜΗ  ΛΙΙΟΓΝίί-ΕδΣ  ΚΑΙ  11ΡΟΣΕΓΧΗΣ  ΚΑΤΑ  ΒΧί»Ρ«Ν 

καίον  νά  σάς  συμπληρώσω  τήν  χθεσινήν  διδασκαλίαν.  Διά 
ποιον  λοιπόν  λόγον  έγινε  τούτο;  "Οσον  όφορό  τά  γενόμενα 
είς  τόν  Τελώνην  διά  νά  μάθης  τήν  φιλανθρωπίαν  τσΰ  Κυ¬ 
ρίου,  ό  όποϊος  γρήγορα  έπήκουσεν  αύτόν  όσον  άφορά  τά  γε¬ 
νόμενα  είς  τόν  Ισαάκ,  διά  νά  μάθρς  τήν  υπομονήν  τού  δού¬ 
λου  ά  όποιος  άργά  έλαβε ν  τά  ζητούμενα  καί  5έν  άπεμακρύν- 
Ηη  άπό  τήν  παράκλησιν.  Διά  νά  μή  άπελπισθήζ.  δν  είσαι  ά¬ 
μα  ρτωλός  καί  διά  νά  μή  κουχηθής,  δν  εΐοαι  δίκαιος  Α  «Ού 
χρείαν  έχουοιν  οϊ  Ισχύοντες  Ιατρού,  άλλ'  οΐ  κακώς  έχοντες» 
ΙΜατθ,  θ,  12).  *Ήτο  άσθενής  ό  τελώνης  διά  τούτο  γρήγορα 
ι:Ις  αύτόν  ήπλωσε  τήν  χείρα,  ά  δέ  '  Ισαάκ  ήτο  Ισχυρότερος 
καί  διά  τούτο  τόν  άφησε  διά  νά  έπαυξήση  χήν  ύπομονήν  του. 
Αλλά  τά  λόγια  αυτά  έχουν  λεχθή  μέ  ιό  παραπάνω. 

Είναι  ά-νάγκη  νά  άμίλήσω  δϊό  πσΓον  λόγον  ήτο  ή  γυναίκα 
ιυυ  (πείρα,  ώστε  νά  μή  άπιστήσης,  δταν  θά  ίδ^ΐς  τήν  Παρ¬ 
θένον  νά  γίνεται  μητέρα*  "Οταν  δέ  σέ  έρωτήοη  ό  Ιουδαίος 
πώς  έγέννησεν  ή  Μαρία;  Νά  είπή,ς  είς  αύχόν  πώς  έγέννη- 
ι>εν  ή  Χάρρα  καί  ή  Ρεβέκκα  καί  ή  Ραχήλ;  Διότι  όταν  πρό- 
κπιαι  νά  γίνη  κάτι  τδ  άξιοθαύμαστον  καί  πολύ  υπερφυσικόν, 
προηγούνται  πολλά  παραδείγματα  τούτου,  Καί  δπως  άκριβώς 
βίαν  είοέρχεται  ό  βασιλεύς  προηγούνται  στρατιώται,  ώστε  νά 
μ  ή  ύπαδεχθούμε  τόν  βασιλέα  ξαφνικά  καί  άπροετοίμαατοι,  Β 
έτσι  καί  δταν  πρόκειται  νά  γίνη  κάποιο  παράξενο  θαύμα,  πιρο- 
ηγαύντα»  παραδείγματα,  ώστε  άφοΰ  προτταρασκευασθουμε  νά 
μή  έκπλα^Όδμεν  Ρξαφνα,  σύχε  νά  άποροΰμε  διά  τά  παράδο¬ 
ξον  πού  έγένετο. 

Αύτό  συνέβη  καί  ώς  πρός  τόν  θάνατον.  Προηγήθη  6  Ία>- 
νάι;  καί  προητοίμασβ  τήν  ακέψιν  μας.  Διότι  δπως  άκρυβώς 
Λ  κείνον  μετά  άπό  τρεις  ήμέρας  τόν  άξέβαλε  τό  κήτος,  £τσι 
κιιΙ  ιό  μνήμα  άπέδωσε  τόν  Χριστόν,  μή  εύρύν  είς  αύτόν  τήν 
άρμόζουσαν  καί  κατάλληλον  τροφήν,  διότι  προσιδιάζουσα  καί 
κτιΐάλληλος  τροφή  ιού  θονάτου  είναα  ή  φύσις  τής  άμαρτίας" 
Λιιό  αύτήν  έγεννήθη,  δΓ  αύτης  έρριζοΒόλησε  καί  άπό  αύτήν 
ιρέφι  ιο·.  "Οπως  λοιπόν  είς  ημάς  δίαν,  χωρίς  νά  τό  γνωρίζο- 
μτν,  καιαπιούμε  λίθον,  V  τότε  κατ'  άρχήν  έπίχειρεΤ  νά  τόν 
χιπνέφη  ή  δύναμις  τοΰ  στομάχαυ*  όταν  ΰμως  εύρη  τήν  τρο¬ 
φήν  νό  εΓναι  ξένη  δι*  αύτόν,  άκόμη  καί  άν  έπιχεψήση  μά  πε- 
ριοιιο ιέραν  πεπτικήν  δύναμιν  νά  τόν  χώνευση,  έκείνον  μέν 
δέν  καταστρέφει,  χάνει  δέ  τήν  ίδικήν  ταυ  δύναμιν,  καί  ούτε 
λοιπόν  ιήν  προηγουμένην  τροφήν  ήμπσρεί  νά  κατακρατήοη, 
Λλλά  ώφού  άιονήοη  συν  εκβάλει  και  έ  κείνην  μέ  αύτόν  μέ 
πολλήν  λύπην.  Τό  ίδιον  συνέβη  καί  είς  τόν  θάνατον.  Κατέ- 
ικε  ιόν  άκ ρογών ιαΐίον  λίθον  καί  δέν  ήδυνήθη  νό  τόν  χώνευ¬ 
ση.  καί  έξησθένησεν  δλη  ή  δύναμις  αύτου*  διά  τούτο  μέ  αύ- 


ΙΒΑΝΝΌΓ  ΧΡΓΪ02Τ0Μ0Γ 


4Γ) 


'Ζη  Τί|ν  ύπ^°1πον  0υνεξέ6αλε  τροφήν,  τήν  όποίαν  είχε 

ΘΑ  Καί  Γ^ν  ^Ο***™]*  φύσίν,  καί  οίίτϊ 

θά  δυνηθή  νά  ιήν  κατακρατήσω  Μ  παντός. 

ηι«τ*,ιΛΐ  *α  α  λο1Ιχύν  προηγήθησαν  καί  αΐ  στείροι,  διά  νά 
ϊτΐίττί^ΑΒ  α  Υ^ννηοις  τής  παρθένου,  καί  μάλλον  όχι  διό  νά 
πιστευθμ  ή  γένγροις,  άλλά  δν  έπακρι8ώς  έ^τάσωμεν  θά  εύ- 
ρωμβν  «η  είναι  ή  ατείρακπς  τύπος  καί  αύτοΟ  τοΟ  Ενάτου 

τττΑ,Λ.ίΓ^  χπρθσέχΕΤ5’  *Α0τι  αύτό  "β*  ω  λεχθίρ  είναι  λ  ε- 
-  νά  ΕίποΟμεν  πως  ή  στειρωθεΐσα  μήτρα 

ής  Σάρρας  καθοδμγεϊ  ήμας  είς  τήν  πίστιν  της  άναοτάσε^ 

Ι^ς  λοιπόν  καθοδηγεί,  *Όιώς  αυτή,  ή  τΓν  ^ 
όνεζωογονήθη  διά  της  χάριτος  του  θεού  καί  έβλάστηορ  τό 

^τήΤυέΤόν1^^  **  ^  0  Χρ,στ<*'  ένΨ  ά^έθανεν,  ό 
νεοτίΐβη  μέ  τήν  ίδιχήν  του  δυναμιν,  Ε  Καί  τό  ότι  δέν  είναι 

«Τ  ^  |*ει  }£χ8%  όκουσε  τον  ίδιον  τόν  Πού- 
Λον  λέγονχα.  Οταν  είπε  διό  τόν  "Αβραάμ  «Ούκ  ένενότισε 

Σίρρας’  ^λλ’  ένεδυναμώθη  τ«  V 
χατ  ί«?ν^Λ?¥αν  ϊψ}θΕψ·  καί  πληροφορηθείς  ότι  δΠήγγελ. 
τω  δυνατός  έσπ  καί  ποιήσαι»  (Ρωμ.  4.  19-21)  δη  δπλάττΛ 

ΧνΙΜ  κίΜ.Γ  νε^<*  ®ν 

Ϋ·  α  ^  τν  πίστίν  όδηγβν  μας  έπανέφερε.  «Ούκ 
έγράφΐ)  δ>  ίκονον  μόνον  6η  έλογώθη  αΐπίι  όλλό  κρί  6Γ 

Λι  μέλ'}ε·*  «νί  •Αονίί,ΧΤχ^Ι*1. 

Λ  *-  Κ”Ρ«»  «καν  έκ  νεκρά™. 

ΤΛ  ι  Γ3  <  } '  3!ί  Α  Αι™  64  πού  Λέγει  σημαίνει  Γούτο 

Ιοί  τΛν°γ  ήί*  νείρά,  “ώ'1™*  ***Ρ*ν  ^  τίΐν  &,“ν 

οίΐΧρΐ"Τίν’'  ε,χεν  άποβόνει.  άνέοιηοί' 

«,,  ”ίΑε,5  ν°  Ρ4θΠέ  όπ  είναι  ή  στείρωσις  συμβοΛισιΑ:  καί 
«λοα  πράγματος;  Έπρόκεκο  ή  Έκκληοίϊ Τ 7ε τό 
Πλη&οε  Γ,αν  πιοτών  διό  νά  μή  όπ,στμς  λο.πόν  πώς  έ^νντ, 
4γονος'  ή  βχαμπος.  ή  στείρα,  προηγή^η  ή  £*  λ0£^ 
Τόηϊ,  ΐροετο1Ρ|^ου,,“  γίν  έκ  ιτροαιρέπεως  στεϊραν  καί  ά 

Σόρρο  _έγ1  τ**,*  Γήι;  -Ε^  ■  Διότιόπως  έκε(ν„  “νώ 

αΤο  ΖΤ  ^!ν'"Ι°ε''  ε1ε  ΥΠΡαε,  έτο.  καί  αότ4  ϊνώ 

ητο  οτειρα  έγόννηαε  κατα  τούς  ΐελευταίους  χρόνους  Καί 

^7?ΓχΒ£ίΑ?1  δκο^,οε  Γ^ν  Παύλαν  ιτο*  λέγεϊ  «Ή- 

μας  δέ  Τής  έλευθέρας  τίκνα  έσμέν»  (Γαλ.  4,  31).  Β^ττειδΑ 

δώ  5ναΐ  προε>*6νι^ς  τ*  έκχλπσίας,  δηλαδή  ή  έλειί 
Κα^αάλ1ν  Λ?ΓείΓ?νεί0Τ1  βτπς  έλευθέρας  τέκνο  έσμίν, 
έσμέν»6  ίΓαλ  ίΐιΐφθ  '  κατά  Ισαάκ  Απαγγελίας  τέκνα 
{Γαλ.  4,  28).  Τί  σημαίνει  «Απαγγελίας, ;  "Οπίιΐς  έκεϊ 


ρχ*έ£*%  °,®Γ  Σ<??Χς  4Λ,'δή  1(31  4[Λ 

Ρ  ,μ  "  ^  χαι  5ί4  βηίρβοττ  ήί^.ΧχΠ  ν*  χτΛφορή^. 


1 


41  Ι1ΚΗ  ΜΗ  λ|ΙΟΓΝΜ2ΚμΣ  ΚΑΙ  ΙΙΡΟΣΚΪΧΗΪ  ΚΑΤΑ  ΚΧβΡΜΚ 

^  δέν  έγεννήθη  μέ  φυσικόν  ίρώ,^ν,  ούτε  καί  ήμεϊς  έγεν- 
νήθημεν  τοιουτοτρόπως,  άλλό  διά  τής  χάριτος  τοΰ  θεού.  Καί 
πάλιν  «Ή  δέ  ΰνιο  Ιερουσαλήμ  έλευθέρα  άστίν,  ήτις  έστί  μΛ- 
•ΠΡ  ήμών>  {Γαλ.  4,  28)·  αύτή  δό  είναι  ή  Εκκλησία.  «Προσε- 
Αιμυθατε  γάρ  ϊιών  δρει»  λέγει,  «καί  ττόλει  θεοΰ  ζώντος,  Ι¬ 
ερουσαλήμ  έπουρανίψ  καί  δκκλησίςι  ιτριστστόκων»  ('Εβρ.  12, 
22),  Αν  λοιπόν  ή  "Εκκλησία  εΤναα·  δνω  Ιερουσαλήμ,  ή  δέ 
Σάμμα  είναι  πρσείκόνισις  τής  άνω  Ιερουσαλήμ,  καθώς  εί- 
Πεν«  ^  *^ύο  εΐσί,  μία  μόν  είς  δουλείαν  γενν«ϊ>σα,  ήτις 
έοπν  Αγαμ  ή  δέ  άνω  Ιερουσαλήμ  Αλευθέρο  έσιίν,  ήπς 
ώιτΙ  ρήτηρ  ήμών»  {Γαλ.  4,  24  -26)  είναι  εύνόητον  δη  ή  Σάρ-’ 
ρο  είναι  προεικόνιοις  τής  άνω  Ίερουοαλήμ  καί  κατά  τήν  γέν* 
νψπν  καί  κατά  τήν  οτείρωσιν. 

5.  Γ  νωρίζω  δτι  είναι  λεπτότερα  αύτό  πού  Αχούν  λεχθή, 
αλλ  δν  ιά  συλλόβωμεν  δέν  θό  μ&ς  διοφύγπ  τίποτε  4πό  τό 
λεγόμενο.  Οί  λόγοι  λοιπόν  αύτοί  είναι  μυσηκάιτεροι  καί  δο- 
νμαιΐκώτεροΐ'  έαν  δέ  θέλετε  καί  ήθικώτερον  μαζί  μ'  αύταύς 
θό  σάς  ό|ηλήσω, 

Η  ιό  ή  οτειρα  ή  γυναίκα  διό  νά  μάθης  τήν  οωιρρααόνην 
ιού  όνδρός-  διότι  ούτε  έκεΚ-ην  έζεδίωζε,  καίτοι  κανείς  νόμος 
δέν  ιόν  όμπόδιζε,  ούτε  λαβών  άλλην  είσήγαγεν  είς  τόν  οί¬ 
κον  του  ώς  δευτέραν  παρά  τήν  έλευθέρσν,  Ο  πράγμα  ποΐ> 
"άλλοι  κάμουν  μέ  δικαιολογίαν  τήν  παιδοποτΤαν  Ικανοποι¬ 
ούν  π_ς  ιήν  άσέλ γειάν  των.  καί  αλλας  μέν  έκδιώκαυν,  άλλας 
δέ  εισάγουν  πολλοί  δέ  προσλαμβάνουν  καί  παλλακίδας4  καί 
πληρούν  τάς  οικίας  των  μέ  άναριθμήταυς  έχθρούς,  "Ομίιΐς 
δέν  έπραζεν  οϋτυι  ό  δίκαιοί;  έχεϊνος,  άλλό  έζηκολούθει·  νά 
μένη  εΰχαριοτημένος  |ΐέ  τήν  γυναίκα  πού  τοϋ  έδόθι^  Οπό 
ιού  θεού  καί  παρεκάλει  τόν  Δεσπότην  τής  φύοειος,  νό  λύση 
ιό  δεσμό  τής  φύσεως.  καί  δέν  κατηγόρησε  τήν  γυναίκα  ταυ 
διό  ιήν  οχείρωοιν.  Και  άπό  πού  συμπ'ερ αίνομεν  δτι  δέν  τήν 
κοιηγσρησεν;  Από  αύτήν  τούτην  τήν  Γραφήν.  Έάν  τήν  χα- 
ιηγόρα  θό  τό  όλε  γεν  καί  τούτο  ή  Γραφή  καί  δέν  θό  τό  άττε- 
σιώπα,  Ε  διότι  λέγει  καί  τό  κσίαρθώμοτα  και  τό  έλαττώματα 
"ών  δικαίοιν  τά  μέν  διό  νό  όποφύγωμεν,  τό  δέ  διά  νά  μιμη- 
Οούμεν. 

’Όταν  λοιπόν  έθρηνοϋοκν  ή  Ραχήλ,  ή  νύ]ΐφη  αύτού,  ηρός 
ιόν  έγγονόν  αύτσϋ  τόν  [ακτόβ  καί  έκείνος  τήν  έτιέπληΡ,εν 
όνέφερκν  καί  ιό  δύο,  καί  δέν  τό  άπ έκρυψε ν  ή  Γραφή.  Διότι 
Λίαν  είπε  «Δάς  μοι  τέκνα,  είδέ  μή  άηοθανουμαι»  τί  είπεν  έ- 
κεινικ:;  «Μ ή  ©εός  άγώ,  δς  έστέρησέ  σε  καρπού  κοιλίας;» 
(Γεν.  50.  1-2).  Δός  μοι  ιέκνα1  γυνοικιίιδης  ή  παράκλησκ; 

ί.  I  '»νή  ΰ·>μβ·.α'ηι  μ*-  ίν£ρύ;  4·,ΐν  γάμου. 


Ι2ΑΚΝ0Γ  ΧΡΠΟΓΤΟΜίΐν 


42 

καί  άπερίσκεπτος,  Είς  ιόν  άνδρα  λέγεις  «Δός  μαι  τέκνα»  ηα- 
ραβλέπουσα  τόν  Δεσπότην  της  φόοεως;  Διό  τούτο  καί  έκεί- 
νος  μέ  περισσοτέραν  έττίπληξιν  όπεκρίθη  καί  κατέοτειλε  τήν 
παράλογόν  της  παράκληαιν  καί  έδίδαξεν  άπό  ποιον  πρέπει 
νό  ζητώμεν.  359  α  Αλλά  δέν  συνέβη  τό  ίδιον  μέ  αώτόν,  ούτε 
«ύτός  είπε  τίποτε  τέτοιον,  ο(5τε  έκείνη  πρός  αύτόν  δκλαυσε 
καί  έθρήνησεν  Άπό  αύτό  δαδασκόμεθα  σωφροσύνην  καί  πύ 
στιν.  Διότι  μέ  τό  νά  παρακαλέση  τόν  θεόν  άιτοδειχνύει  τήν 
ιΐίοτιν  του,  μέ  τά  νά  μή  έκδιώξη  τήν  γυναίκα  του  μάς  φανε¬ 
ρώνει  τήν  σωφροσύνην  του,  μί  τό  νά  μ  ή  κατηγορήοη  ούτε 
νά  τήν  φέρη  είς  άπόγνωσιν  μάς  φανερώνει  καί  τήν  ύπομο- 
νήν  καί  τήν  φιλοσοφίαν  του  καί  τήν  πολλήν  έταείκειαν  καί 
ώγάπην  πρός  τήν  γυναίκα  του.  Διότι  δέν  £πραξε  έτσι  άπως 
κάμουν  πολλοί  τώρα  οέ  τέτοιες  περιπτώσεις,  πού  καταφεύ¬ 
γουν  είς  τάς  μαγείας  καί  τάς  γοητείας,  Β  αύτά  τό  περιττά 
καί  άνόητα  καί  βλαβερά  πού  καταστρέφουν  καί  τήν  ψυχήν; 
άλλά  άχροϋ  έγκατέλειψεν  όλα  αυτά  καί  περιεφμόνησεν  άλα 
τά  άνθρώπινα  άνέτρεξεν  είς  τόν  Δεοπότην  τής  φύαεως  πού 
ούτός  μόνον  δίιναται  νό  θεραπεύση  αύτά. 

6.  “Ακούσατε  αύτά  άνδρες,  διδαχβητε  γυναίκες,  ός  μτμη. 
βούμε  τάν  δίκαιον  όλοι.  Τίποτε  νό  μή  είναι  είς  τήν  γυναίκα 
πολύτιμό  ιερόν  από  τόν  άνδρα  της  καί  τίποτε  είς  τον  άνδρα 
πιο  ποθητό  άπό  τήν  γυναίκα  του.  Αύτό  συγκροτεί  όλων  ήμών 
ιήν  ζωήν,  δηλαδή  ή  όμόνοια  μεταξύ  άνδρός  καί  γυναικός· 
αύτό  συγ*κρατεϊ  δλον  τόν  κόσμον.  Διότι  δττως  όταν  σείεται  τό 
θεμέλιον  καταοτρέφεται  όλόκληρον  τό  οικοδόμημα,  έτσι  καί 
όταν  διχογνωμσύν  τά  όνδρόγυνα  άνατρέπεται  βλη  ή  ζατή 
μας.  €  Διότι  πρόσεχε,  δπ  ά  κόομας  συνίσταΐαι  από  τάς  πό¬ 
λεις,  αί  πόλεις  άπό  τάς  οικίας,  αί  οίκίαι  άπό  τούς  Ανδρος  καί 
τός  γυναίκας.  Αν  λοιπόν  ΰπεισέλθη  πόλεμος  μεταξύ  ιών 
άνδρών  καί  τών  γυναικών  είς  τάς  οίχίας,  εΐοηλθεν  ό  πόλε¬ 
μος·  δταν  δέ  ταραχθούν  αύταΙ  γίνονται  ανάστατοι  καί  αί  πό¬ 
λεις·  όταν  δέ  Επαναστατήσουν  αί  πόλεις  κατ'  άνάγχην  θά 
έχη  γεμίσει  8λη  ή  οικουμένη  μέ  διαμάχην  και  ταραχήν  καί 
πόλεμον. 

Δι  αΰιό  ό  θεός  έπρονόηοεν  πολύ  διά  τό  πράγμα  τούτο, 
καί  δέν  έπιτρέπει  νό  έκδιώξης  τήν  γυναίκα,  καρά  μόνον  διά 
λόγους  πορνείας.  Τί  λοιπόν  νό  κάμω,  λέγει,  όν  είναι  κακό 
λόγος,^  σπάταλος  καί  πολυδάπανος,  και  έχη  Αναρίθμητα  άλλα 
έλοιίιίηια  τα ;  Ο  Νά  ιό  ϋποφέρης  όλα  μέ  μεγαλοψυχίαν  καί 
νά  μή  τήν  έκδιώξης  έξ  αιτίας  τών  έλα τ ασμάτων,  άλλά  νό 
διόρασης  νά  έλοττώμαια,  Διά  τούτο  Απέχεις*  Οέαιν  κεφαλής, 
διά  νό  γνωμίζης  νά  βεραπεύης  τό  σώμα·  καθόσον  είς  τό  σώμα 
μας.  καί  δν  έχη  αναρίθμητα  τραύματα,  δέν  πιτοκότπομεν  τήν 


4ί*  1ΙΚΡ1  ΜΗ  ΑΠΟΓΝϋΣΒΙΙί  ΚΑΙ  ΠΡΟΣΕΤΧΗΣ  ΚΑΤΑ  ΕΧΘΡΌΝ 

κεφαλήν.  Μ ή  άποκόψης  λοιπόν  ούτε  τήν  γυναίκα  σου,  διότι 
έπέχε»  θέσην  σώματός  μας  ή  γυναίκα.  Δι’  αύτό  καί  ό  μακά¬ 
ριοι;  Παύλας  άλεγεν  «ΟΙ  άνδρες  ούτως  όφείλουσιν  Αγαπάν 
ιάς  γυναίκας,  ώς  τά  έσυτών  σώματα»  ΓΕφεσ.  5,  2δ>.  Καί 
εις  τάς  γυναίκας  ό  ίδιος  νόμος  Ισχύει1  νά  όγαπός  τάν  άνδρα 
σου  γυναίκα,  όπτος  τό  Ιδικόν  σου  κεφάλι,  καί  έόν  τό  τιμάς, 
έτσι  να  ττμός  ιόν  άνδρα  οου,  διότι  δέν  κάμνομεν  άσκόπως 
αύτόν  τόν  λόγον  διά  τό  πράγμα  τούτο .  Ε  Γνωρίζω  πόσων  ό- 
γαθών  είναι  αίτία  τό  νά  μή  διαψωνή  ή  γυναίκα  πρός  τόν  δν- 
δρα·  γνωρίζω  πόσων  κακών  είναι  βάσίς  δταν  αύταϊ  μεταξύ 
των  διαφωνούν.  Διότι  τότε  ούτε  ό  πλούτος,  ούτε  ή  εύτεκνία, 
ούτε  ή  πολυτεκνία,  ούτε  ή  έξουσία  καί  ή  δυναστεία,  ούτε  ή 
δόξα  καί  ή  Τιμή,  ούτε  ή  τρυφή  καί  ή  πολυτέλεια,  ούτε  καμ- 
μία  άλλη  εύτυχία  θά  δυνηθή  νά  εύχορισιήση  ποτέ  τήν  γυ¬ 
ναίκα  ή  τάν  άνδρα  δταν  μεταξύ  των  εΰρίακωνται  είς  διαμά¬ 
χην. 

7  Αύτά  πρέπει  νά  έπιόιώκωμεν  μετά  ζήλου  περισσότε¬ 
ρον  άπό  δλα  τά  άλλα.  νΕχει  ή  γυναίκα  έλαττώματα;  140  Α 
κάμε  5, τι  έκαμε  καί  ύ  Ισαάκ·  νά  παρακαλέσης  τόν  θεόν. 
Διάαι  ΰν  αύτός  διά  της  καρτερίας  τής  προσευχής  άπηλλάγη 
άπό  Τήν  άναπηρίαν  τής  φύσεως,  πολύ  περισσότερον  θό  ήμ- 
πομέοιυμεν  έμεϊς  νά  διορβώοωμεν  τά  ηθελημένα  έλαττώματα 
διά  τής  συνεχούς  παρακλήσεις  τοϋ  θεού.  'Άν  οέ  ϊδη  ό  θεός 
νά  ύπομένης  καρτερικώς  καί  νά  ύποφέρης  μέ  μεγαλοψυχίαν 
>ά  άμαμτήματα  τής  γυναικός,  θά  συμβοηθήοη  τήν  ύπαμονήν 
αου  καί  θά  σέ  άμείφη  δϊ  αύχήν.  «Τϊ  γάμ  ιιΐδας»  λέγει  «ώνερ 
π»;  ιήν  γυναίκα  σώσεις;  ή  τί  οίδας  γόνοι,  εί  τον  άνδρα  σώ¬ 
σεις:*  (Α'  Κορ.  7,  16). 

Νά  μή  απσκάμης,  λέγει,  ούτε  να  όπελπιοθής·  διότι  μησ- 
|ΐ>Ί  και  νά  σαώή  αύτή.  "'Αν  πάλιν  μείνη  αδιόρθωτος,  έσύ  δέν 
*  χάσες  τήν  όμοιδήν  τής  ύπομονής,  Έάν  ιήν  έκδιώξης  πρω¬ 
ίαν  μεν  αμαρτάνεις  παραδοίνων  τόν  νόμον,  καί  κρίνεοαι  ιίχ· 
μοιχός  άπό  τόν  θεάν  διότι  λέγει·  Β  «'Ός  γαρ  όν  έχιβάλη  τή,ν 
γυναίκα  αύτού,  παρεκτας  λόγου  πορνείας  ποιεί  σύτήν  μοι¬ 
χέ  υβή  ναι»  (Ματθ,  5,  32)·  πολλάκίς  δέ  πάλιν  άφαύ  λάδης' άλ¬ 
λην  χειροτέρων  άπό  έχείνην,  άψ'  ένές  μέν  διέπραξες  τήν 
άμαρτίαν,  όφ’  ετέρου  δέ  5έν  εύρες  ήοοχίαν.  Άν  όμως  λά- 
βης  και  καλυτέραν,  δέν  θά  σέ  άφήοη  νά  είναι  πλήρης  ή  ήδο- 
νή  πού  προέρχεται·  έκ  τής  δευ τέρας  γυνοΐκός,  ή  σκέψις  δτι 
βγκατελειψες  τήν  πρώτην,  πού  σου  καταλογίζεται  ώς  μοι¬ 
χεία,  δαότι  είναι  μοιχεία  τό  νά  έγκαταλείψης  τήν  πρώτην  γυ¬ 
ναίκα.  Όιαν  λοιπόν  θά  ίδής  νό  συμπέση  κάποια  δυσκολία 
η  είς  Τόν  γάμον  ή  είς  άλλην  περίσταση·  ιών  πραγ]ΐότΐιιν,  νά 
ικιριικυλής  τόν  θεόν,  διότι  αύτή  είναι  ή  μόνη  άρίστη  λόοις 


ΙϋΑΝΛΟΓ  .ΥΡΤΖΟίΤΟΜηΓ 


44 


διά  τά  δεινά  πού  σομόαίνουν  είς  ήμάς  καθόσον  αίνοι  μεγάλο 
τύ  όπλον  τής  προσευχής  €  Αυτό  καί  πολλές  φορές  τό  είπα, 
κοί  τώρα  τό  λέγω  καί  δέν  θό  παύσω  νά  τό  λέγω·  και  δν  είσαι, 
Αμαρτωλός  δλέππ  τον  Τελώνην  ό  όποιος  δέν  άπέτυχε  είς 
τήν  προσευχήν  του.  και  άπέπλυνε  τόσα  άμαρτήμοτα. 

θέλεις  νά  μάθης  πόσην  δύναμίν  έχει  ή  προσευχή;  Δέν 
μας  ωφελεί  τόσον  ή  φιλία  μέ  τύν  θεόν,  όσον  ή  προσευχή 
Καί  τά  λόγια  αύτά  δέν  είναι  ίδικά  μου,  διότι  δέν  θά  άτολ¬ 
μου  σα  νά  άπυφονθώ  τέτοιον  πράγμα  μόνος  μου.  ν  Ακούσε 
άπό  τάς  Γραφάς  πώς  ώφέλησεν  ή  προσευχή,  όσον  δέν  ώφέ- 
ληοεν  ή  φιλία.  «Τις  έστίν  έξ  ύμών*  λέγει,  «3ς  έξεν  φίλον, 
κοί  Δλθών  εϊπη  αύτφ.  Εταίρε,  χρήσόν  μοι  τρεις  άρτους·  κ& 
κείνος  άποκριθεις  άρει  αύτφ  Ο  ή  Ούρα  κέκλεισται,  τά  παιδίο 
έπι  της  κλίνης  εστί  μή  μοι  κόπους  πάρεχε.  Λέγω  γάρ  ύμϊν, 
εΐ  καί  διά  τό  είναι  φίλον  αύτοΟ  μή  δώσει  αϋτφ,  διά  δέ  τήν 
άναίδειαν  αυτού  δώοει  αϋτφ  δσων  δν  χρήζη»(Λουκ,  11, 5  -  δ). 
Βλέπεις  πώς,  δ,τι  δέν  κατώρθωοεν  ή  φιλία  τό  κατώρθωσεν  ή  έ- 
πίμσνος  παράκληίτις:  Διότι  έπειδή  ήτο  φίλος  6  αϊτών,  διά  νά 
μ  ή  νομίσης  6π  έζ  αιτίας  τούτου  ώφελήθη  εΊπεν  «Ε1  καί  διά 
ιό  είναι  φίλον  αυτού  μ  ή  δώσει  αύτφ,  διό  δέ  τήν  άναίδειαν 
αυτού  δώσει  αύιώ»1  άν  καί  ή  φιλία  δέν  θά  κατορθώοη  τούτο, 
\έγε^  θά  κατορθώοη  όμως  ή  επίμονος  παράκλησις,  6, τι  δέν 
κατώρθωσεν  ή  φιλίο,  Καί  που  αυνέάη  τούτο;  Είς  τόν  Τελώ¬ 
νην,  Διότι  ούτε  ήτο^ό  Τελώνης  φίλος  τού  θεού,  αλλά  έγινε 
φίλος  Ε  ώστε  καί  αν  είσαι  έχθράς  διά  τής  έπιμονής  σου  θά 
γίνης  φίλος  του.  Βλέπε  καί  τήν  Συροφοίνισααν  καί  άκουσε 
τί  λέγει  πρός  αύιήν·  «Ούκ  έσπ  καλόν  λάβει  ν  τόν  άρτον  των 
τέκνων  καί  δούναι  Γοϊς  Κυναρίοις»  (Ματθ.  15,  26).  Καί  πώς 
&ςαμε  τούτο,  δν  δέν  είναι  καλάν;  Διά  τής  έτημονης  της  £κα- 
μεν  ή  γυναίκα  πΰτό  τϋ  καλόν,  διά  νό  μώθης,  ότι  δι'  έκεΐνσ 
πού  δέν  εϊμεθα  άξιοι  γινόμενα  άξιοι  διά  τής  έπτμονής  μας. 

δ,  3$1  Α  Αύτά  τά  είικι  διά  νά  μή  λέγης  ότι  είμαι  άμαρ- 
τωλός,  όπ  δέν  έχω  παρρησίαν,  δτι  δέν  δύναμαι  νά  προσευ¬ 
χηθώ,  Εκείνος  έχει  παρρησίαν  πού  νομίζει  ότι  δέν  έχεί'  αύ- 
τάς  πού  νομίζει  δτι·  έχει  παρρησίαν  τήν  έχει  χάσει,  δπιος  ό 
Φαρισαίος·  αύτός  δέ  πού  θεωρεί  τόν  έαυτάν  του  καταφρονη- 
μένον  καί  άηαρρηοίαστον,  αυτός  πολύ  περισσότερον  θά  είοα- 
κουσθή  καθώς  ό  Τελώνης,  Βλέπε  πόσα  παραδείγματα  έχεις· 
ιήν  Συροφοίνιοοσν,  ιόν  Τελώνην,  τόν  ληστήν,  τόν  άπί  τού 
οταυρού,  τόν  φίλον  εις  τήν  παραβολήν  πού  έζήτει  ταύς  τρεις 
άρτους  καί  πού  έπέτυχεν  ιό  ζηταύμενον,  όχι  £νεκα  τής  φι¬ 
λίας.  άλλα  διά  τής  έτημονης  του.  Κάθε  ένας  από  αυτούς,  δν 
έλεγεν  ότι  εήιαι  άμαριωλός  καί  κατεντροπιασμένος  καί  δι’ 
αύτό  δέν  πρέπει  νά  προοέλθω.  δέν  θά  κατώρθώνε  ιίποΐε.  Β 


4Γ> 


ΙΙΚΡΙ  ΜΗ  ΑΠΟΓΝ»42ίϋ42  ΚΑΙ  11Ρ0ΧΚΓΧ1ΙΪ  ΚΑΤΑ  βΧΗΡβΝ 


’Λλλ'  έπειδή  κάθε  δνας,άπό  αύτούς  δέν  άπέβλεψεν  είς  τό  μέ¬ 
γεθος  των  άμαρτημάτων  του,  άλλ’  έχων  θάρρος  καί  τόλμην 
προοέ^λεπεν  είς  ιόν  πλούτον  τής  φιλανθρωπίας  τού  θεού, 
και  ένψ  ήτο  άμαρτωλός  έζήτει  περισσότερα  άπά  δσα  ήζιζε, 
κατώρθωοε  νά  έπιτύχη  κάθε  ένας  έκεϊνα  πού  ήθέλησε, 

Αύτά  λοιπόν  δλα  νά  τά  ένθυμούμεθα  καί  νά  τά  φυλάσ- 
οωμεν  καί  νά  προσευχώμεθα  συνεχώς  μέ  νηφαλιότητα,  μέ 
θάρρος,  μέ  αγαθός  ελπίδας,  μέ  πολλήν  ζήλον.  Μέ  όσην  προ¬ 
θυμίαν  άλλοι  προσεύχονται  κατά  των  έχθρών,  μέ  τόσην  προ¬ 
θυμίαν  έμεΐς  νά  προσευχώμεθα  καί  διά  τούς  έχθρούς  καί  διά 
τούς  άδελφούς  μος,  €  καί  όπωσδήποτε  θά  έπιχύχωμεν  όλα, 
δσα  μας  συμφέρουν.  Διάπ  είναι  φιλάνθρωπος  ό  θεός  καί  δέν 
άτπθυμούμεν  τόοον  έμείς  νά  Χώβωμεν,  όσον  έτπθυμεί  έκεϊνος 
νά  δώση. 

Γνωρίζοντες  λοιπόν  δλα  αύτά,  καί  9ν  άκόμη  φθάαωμεν 
είς  έσχάτην  κακίαν,  ούτε  τότε  νά  άπελπισθ&μεν  διά  τήν  σω¬ 
τηρίαν  μας,  άλλά  νά  ηροαέλ&ομεν  μέ  άγαθήν  έλπίδα,  πεπει¬ 
σμένο»  ότι  όπωσδήποτε  θά  λάίθωμεν  έχε! να  παύ  ζητούμεν,  δν 
τό  ζητούμεν  σύμφωνα  μέ  τούς  ύπ’  αύτου  τεθέντας  νόμους. 
«Τφ  δυνομένιμ  πάντα  ποίησαι  ύπέρ  έκ  περισσού  ων  αίτούμε- 
θσ  ή  νοοΰμεν»  (  ’Εφεο.  3,  20),  Εις  τόν  Χριστόν  τόν  παμβασι- 
λέσ  θεόν  ήμών  άνήκει  κάβε  δόζα,  τιμή  καί  προσκύνησις  και 
είς  τόν  άναρχον  πατέρα  καί  είς  τό  πανάγιον  καί  ζωοποιόν 
ΙΙνεϋμα,  νυν  καί  άει  καί  εις  τούς  αιώνας  των  αΙώνων.  Αμήν. 


ΟΜΙΛΙΑ  ΛΕΧΘΕΙ ΣΑ  ΕΙΣ  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ 
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ 


1.  Είναι  μικρά  μέν  ή  παρούσα  συγκόντρωοις,  Β  όμως  ό  πάθος 
σας  είναι  μεγάλος·  δι'  αύτό  δέν  είναι  μικρά  ή  συγχέντρακης. 
Διότι  δέν  έπιζητοΰμεν  πλήθος  σωμάτων,  άλλά  διάθεσιν  προ- 
ητοιμασμένην,  σκέψιν  ύψηλόφρονα,  άκροατήν  πσύ  γίνεται  & 
νώτερος  άπό  άλας  τάς  βιωτικάς  φροντίδας.  Καί  δν  άκόμη  ύ- 
πάρχη  Ενας  μόνον  τέτοιος,  είναι  όρκετός  διά  τόν  όμιλούντα- 
καί  ή  Σαμαρεΐπς  ή  το  γυναίκα  καί  μάλιστα  πτωχή,  Ενοχος  καί 
Αλλόφυλος,  και  όμως  έθεωρήθη  άπό  τάν  Δεσπότην  τής  (Ακου¬ 
μένης  δτι  είναι  αξία  διά  νά  άκούοη  τούς  μεγάλους  Εκείνους 
λόγους·  χοϊ  ένφ  ττολλάχΐς  δέν  Εδωσε  πολλών  σημασίαν  είς 
τούς  Ιουδαίους  άλλοτε  μέ  τό  νά  ·μή  συζητή  μέ  αυτούς  και 
άλλοτε  όμιλών  συγκεκαλυμένως,  μέ  τήν  γυναίκα  δμως  τήν 
βάρβαρον,  ή  όπαία  είχε  πέντε  άνδρας  καί  συνέζη  παρανόμως 
μέ  τόν  Εκτον,  Ο  συνεζήτει,  δν  κσϊ  ήτο  μόνη,  άφοΰ  είχε  στεί¬ 
λει  τούς  μαθητάς  έπίτηδες  είς  τήν  άγοράν  διά  νά  μή  τρομόξη 
τό  θήραμα. 

Τόσον  μεγάλην  πρόνοιαν  καί  φροντίδα  θά  εύρη  άπό  τόν 
Δεσπότην  της  οικουμένης.  Εστω  καί  μία  ψυχή,  δν  άταδείξη 
διάθεσιν  καί  προθυμίαν  μόνον,  είς  τήν  άκρόαστν  των  λόγων, 
δχβως  καί  Εκείνη  τότε  εύρεν.  Από  πόρνη  έγινεν  εύαγγελί- 
στρια  μετά  τούς  Ελέγχους  Εκείνους  βοώσα  καί  Χέγουσα'  «Δεύ¬ 
τε  ϊδετε  άνθρωπον,  δς  εϊπέ  μοι  πάντα  δσα  έποίησα,  μήπ  ού- 
τος  Εστίν  ό  Χριστός;»  (Ίω,  4,  2θ). 

Δίεπόμττευοε  τήν  ζωήν  της  καί  έγνωστσποίησε  τά  ώμαρ- 
τήματά  της  λέγων  I)  «Πέντε  γάρ  άνδρας  δσχες,  καί  νϋν  Βν 
Ιχεις  ούκ  Εοπ  σου  άνήρκ  όμως  δέν  τήν  έπλήγωσεν  ό  Ελεγ¬ 
χος,  άλλώ  περισσότερον  τήν  έφερε  πρός  μεγαλυτέραν  έξοι- 
κείωσιν,  διότι  έτσι  κάμουν  αΐ  ανδρείοι  ψυχοί,  άπό  έκανα 
πού  άλλοι  σκανδαλίζονται  άπό  αύτά.  έκεϊναι·  διορθοΰνται.  "Αν 
ήτο  κάποια  άλλη  χωρίς  σύνεσιν,  θά  είχε  πληγή  άπό  τούς  Ε¬ 
λέγχους,  θά  είχεν  άπομακρυνθή  καί  θά  είχεν  άργιοθή  καί  ά- 
γανακτήσει  αϋιτή  δμυις  μετά  τήν  κατηγορίαν  έρχεται  πιό  κον¬ 
τό  είς  τόν  διδάσκαλον  καί  έρωτά  αύτάν  διά  περισσοτέρας  δι- 
δαοκαλίας,  διότι  είπεν  δτι  «θεωρώ  ότι  προφήτης  εί  σύ»  (Ίω. 


47 


ΟΜΙΛΙΑ  ΛΒΧΘΕΙΓΑ  Ε[£  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  Α|’.  ΑΛΑ3ΤΑ21ΑΪ 


4,  19),  καί  άντιληφθείσα  αύτόν  άπά  τά  γεγονός  δτι  έγνώριζε 
τά  άμαρτήματά  της  θαυμάζει  ιπό  πολύ  καί  ζητεί  νά  μάθη  περισ¬ 
σότερα. 

Ε  Αύτό  συμβαίνουν  είς  τήν  ψυχήν  πού  θέλει  νά  φιλοσο¬ 
φώ-  Διόππ  δέν  έρωτά  διά  βίωτίκά  πράγματα,  ούτε  διά  χρήματα, 
ούτε  διά  τήν  όγείαν  τοΰ  σώματος,  ούτε  διά  τήν  άπολλαγήν 
άπό  τήν  πτωχείαν,  Καίτοι  έζη  είς  πολύ  μεγάλην  πτωχείαν, 
άλλά  Ερωτμ  ττερί  τών  Ιερών  νόμων,  καί  περί  τής  ζωής  τών 
προγόνων,  καί  περί  τής  λατρείας  των  πατέρων  της  λέγουσο- 
«ΟΙ  πατέρες  ήμών  έν  τψ  δρει  τούτιμ  προσεκόνησαν,  καί  πώς 
ύμεϊς  λέγετε  δη  έν  Ίεροοαλύμοις  Εστίν  δ  τόπος  ένθα  χρή 
προσκυνεϊν;»  (Ίω.  4,  30).  Καί  άιτό  τήν  άρχήν  τό  ίδιον  πράτ¬ 
τει  λέγουσα-  357  \  «Πώς  σύ  αίτεϊς  παρ'  έμού  πτεϊν  ούσης 
γυναιχός  Σαμαρείτιδος;»  (Ίω.  4,  δ),  Τόσον  δραατηρίαν  ψυ¬ 
χήν  είχε  καί  κατάλληλον  διά  νά  σωθή. 

Διά  τούτο  λοιπόν  καί  αύτός  πού  γνωρίζει  τά  Απόρρητα 
τής  ψυχής,  Επειδή  εύρεν  Εδαφος  εύφορον,  διά  τής  χειρός  του 
άφθόνως  έσπειρε  τά  σπέρματα  τού  λόγου  καί  όλίγον  κατ'  όλί- 
γον  δφερεν  αύτήν  ύψηλότερα.  Αύτά  όλα  Εχουν  λεχθή  διά  νά 
μάθετε  δη  δέν  είναι  μικρά  ή  συγκέντρωσίς  σας.  Διότι  έάν 
έκεί  πού  ήτο  μόνον  μία  γυναίκα  ήτο  άρκετόν  διά  νά  γίνη  συ- 
(ήτησις,  πολύ  περισσότερον  έμεΓς  πσύβλέπομεν  τόσους  άνδρας 
καί  τάσας  γυναίκας  νά  παρακολουθούν  μέ  μεγάλην  προθυμίαν, 
δέν  θά  όκνήσωμεν,  άλλά  θά  όμιλήσωμεν  ώς  συνήθως.  Έάν 
ό  Δεσπότης  τών  άγγέλων,  τόν  όποιον  φρίττουν  τά  Χερουβίμ. 
Β  δέν  έγκατέλειψεν,  άλλά  ώμίλησε  μέ  γυναίκα  πόρνην,  δν 
καί  ήτο  μόνη,  ποιαν  όπολογίαν  θά  έχω  έγώ  καί  ποιόν  συγχώ- 
ρηστν,  έγκαταλείπων  τόσον  μεγάλην  συγκέντρωσιν ;  Εμπρός 
λοιπόν  δς  Ετοιμάσω  δι’  Εσάς  τήν  τράπεζαν  καί  δς  στήσω  τόν 
κρατήρα®  καί  άς  χύσω  έντός  αύτοΰ  τόν  άκρατον  οίνον  διά  νά 
κάμωμεν  πνευματικόν  συμπόοιον, 

Αύτά  τά  κρέατα  δέν  διαρρηγνύουν  τήν  γαστέρα,  άλλά 
προστατεύουν  τόν  νουν  ό  οίνος  αύτός  δέν  κάμει  παρόφρονα 
τόν  άκροατήν,  άντιθέπως  δέ  καί  αύτόν  πού  μεθάει  τάν  κάμει 
εχόφρονα,  Τέτοιο  είναι  ή  φύσις  τής  τραττέζης  αύτής,  ή  όποία 
είναι  άρκετή  καί  άντί  πανοπλίας  χρειαζόμεθσ  καί  δπλα.  Επει¬ 
δή  καθημερινώς  εύρισκόμεθα  είς  Εμπόλεμον  κατάστασης  όχι 
δμως  μέ  ανθρώπους  όμογενεϊς,  άλλά  μέ  τάς  άοράτους  δυνά- 
μεις,  Ο  μέ  τάς  φάλαγγας  ιών  δαιμόνων  πού  είναι  βαρβαρώτε- 
ροι  άπό  μυρίους  Εχθρούς,  μέ  τύραννον  άδιάλλακτον  ό  όταιίος 
μάς  πολεμεϊ  ύπουλα  χωρίς  νά  π,ροαγγείλη  τόν  χρόνον  τού  πο¬ 
λέμου,  χωρίς  νά  φαίνεται,  άλλά  πού  κτυπά  έκ  τού  άφανούς 


5,  Δίωα>ν  ίγγ·ΐβν  ςίς  ·:ή  όκβί*·»  Αυ·μΐιγνβ««{»  6  οίνος  μηΑ  νΑ  δ· 
Αϊτός. 


1ΚΑΝΝ0Γ  ΧΡΓΣϋΣΤΟΜΟΓ 


4δ 


Αυτόν  τόν  πόλεμον  λοιπόν  ΰπογράφων  καί  ό  μακάριος  Παύ¬ 
λος  6  στρατηγός  τής  οίκουμένης,  έβάα  λέγων'  «Τό  λοιπόν 
έδελφοί,  ένδυναμούσθε  έν  Κυρϊψ,  καί  έν  τφ  κράτει  της  Ισχύ¬ 
ος  αυτού»  (Έφεσ.  6,  10),  Καί  άλλοϋ  πάλιν-  «Ού  γόρ  έστιν  ή- 
μϊν  ή  πάλη  πρός  αϊμα  καί  σάρκα,  Αλλά  πρός  τάς  άρχάς,  πρός 
τάς  έξουσίας,  πρός  τούς  κοσμοκράτορας  τού  σκότους  του  αί- 
ώνος  τούτου»  {Έφεσ.  β,  12}. 

2.  Είδες  πώς  προετοιμάζει  τά  φρονήματα  τών  στρατιω¬ 
τών  ;  Πώς  διεγείρει  τόν  νοΰν;  Ο  Πώς  έζοπλίζει  τό  στρατόπε¬ 
δο  ν  άφ’  ένός  μέν  μέ  τό  νά  έξαφανίζη  τήν  δειλίαν,  ώφ'  έτέ- 
ρου  δέ  μέ  τό  νά  Απομακρύνη  τήν  όκνηρίαν ;  Επειδή  αύτά  τά 
δύο  κατ'  έξοχήν  είς  τούς  πολέμους  προδίδουν  τούς  στραπώ- 
τας,  δηλαδή  και  τά  ότι  διά  τής  δειλίας  προδίδουν  τήν  άνδρείαν 
καί  τό  δτι  αυξάνουν  τήν  ραθυμίαν  μέ  τήν  όκνηρίαν  καί  έπτ- 
τρέπουν  είς  τούς  έχθρούς  νά  τούς  έττιτίθενται,  καθ'  δν  χρό¬ 
νον  είναι  Αφύλακτοι:  διόπ  ο&τε  αύπός  πού  φοβάται·  υπερβο¬ 
λικά  ήμπορεί  νά  γίνη  χρήσιμος  εις  τόν  πόλεμον,  καθόσον  γί¬ 
νεται  ευάλωτος  είς  τό  πάθος,  ούτε  πάλιν  ό  άπηλλαγμένος 
παντελώς  άπό  τόν  φόβον  ήμπορεί  νά  υπερίσχυση  τών  έχθρών, 
καθάσσν  έξ  αιτίας  του  μεγάλου·  θάρρους  πού  προέρχεται  άπό 
τήν  άφοδίαν  τής  ψυχής  άτονά  εις  τήν  προετοιμασίαν.  Ε  "Ο¬ 
μως  καί  τά  δύο  αύτά  διορ^ίινει  ό  Παύλος  σκιαγραφών  τήν 
φάλαγγα  τών  έχθρών,  καί  μάς  κάμει  Αντρόμσυς  διά  νά  μή  ρα- 
θυμοΟμε,  μάς  προετοιμάζει  νά  έ'χωμεν  θάρρος  διά  νά  μή  ήτ- 
τηθώμεν,  καί  άναφέρει  είς  τούς  τοιούτους  πολέμους  τήν  6ύ- 
ναμίν  τσΰ  στρατηγοΰντσς  Χριστού. 

Διό  τούτο  λοιπόν  ώς  άρ ιστός  στρατηγός  συγκροτεί  τήν 
Φάλαγγα,  έχδκίικων  άπό  τήν  διάνοιαν  τών  πιστών  τά  πάθη  πού 
καταστρέφουν  τήν  άνδρείαν  δεικνόων  δέ  τήν  άγάπην  του 
καί  αύτούς  πού  Απέχουν  πολύ  Απ’  αύτόν  ώς  πρός  τήν  Ακρί¬ 
βειαν  τής  ήθικής  ζωής  τούς  έντίινει  μέ  τό  όνομα  τής  Ουγγε- 
νείας'  διότι  λέγει  «Τά  λοιπόν  αδελφοί  μου»  (Έφ.  β,  10). 
Διότι  αύτός  έιαδείκνύει  πρός  δλους  πολύ  μεγαλυτέραν  φι¬ 
λοστοργίαν  Α  άπό  έκείνην  πού  μάς  δείιχνουν  οί  κατά  σάρ¬ 
κα  αδελφοί  μας,  καί  μέσα  είς  τήν  ψυχήν  του  είχε  τήν  οίκου- 
μένην.  Τόσον  μεγάλο  ή  το  ιό  πλάτος  τής  Αγάπης  του.  Καί  όχι 
μόνον  κατά  τόν  καιρόν  πού  ήτο  Ασφαλής,  όλλά  καί  δταν  εύρί- 
σκετο  είς  κινδύνους.  Διότι  δταν  εύρίσκετο  είς  τός  φυλακάς 
#αί  άνέμενε  τόν  θάνατον  κοί  έκινδάνευε  μέχρι  θανάτου,  Α- 
φρόντιζε  διό  τούς  μαθητάς  του,  καί  πολλάκις  έγραφε  τάς  έπι- 
στολάς  άπό  τάς  φυλακάς  μέ  χέρι  περιβεβλημένο  άπό  άλύσεις, 
μέ  δεμένην  τήν  δεζιάν  χέίρα,  Καί  όταν  είσήρκετο  είς  τό  δι¬ 
καστή  ριον  καί  έπρόκειτο  νά  δίκασθτ»  και  νά  όδηγηθή  είς  θά¬ 
νατον,  κατά  τήν  κρίσιν  βεβαίως  τών  δικαστών,  δλα  έκεϊνα 


49 


ΟΜΙΛΙΑ  ΛΕΧβΕΙΣΑ  ΕΙΣ  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  ΑΓ.  ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ 


ιώ  έλησμονοΰσε,  δηλαδή  τόν  φόβον,  τόν  κίνδυνον,  τάς  άττει- 
λάς,  τσύς  θανάτους,  τάς  τιμωρίας,  τάς  κολάσεις,  τούς  δημίους, 
τήν  μανίαν  τών  Αρχόντων  β  τά  διανοήματα  αύτών  πού  τόν 
έπείουλεύοντο,  τάς  μάστιγας,  καί  ένεθυμεΤτο  τοός  πιστούς  ά- 
κόμη  καί  είς  αύτήν  τήν  ώραν.  "Ετσι  ήτο  ή  ψυχή  αύτοϋ  άπηλ- 
λαγμένη  άπό  τούς  δεσμούς  μέ  τό  σώμα,  έτοι  δν  καί  ήτο  δε¬ 
μένη  μέ  τήν  σάρκα  έπιανε  τήν  ούράνιον  άψΤδα  καί  ωσάν  νά 
είχεν  Αράξει  έχει  δτο*  έπραττεν  δλα  καί  δταν  εύρίσκετο  είς 
τήν  γήν. 

Καί  διά  νά  μάθετε  δτι  δέν  είναι  ύπερβολικά  αύτά  τά  λό¬ 
για  ούτε  κολακευτικά,  άκουσε  τόν  ίδιον  πού  λέγει  τά  έζής· 
«Καθώς  δίκαιον  έμσί  τούτα  φρονεί ν  περί  υμών,  διά  τό  έχειν 
με  έν  τΚ  κορδίά  ύμάς»  (Φιλπτ.  1,  7).  "Ομως  δέν  είναι  καί  τό¬ 
σον  μεγάλα  αυτό  πού  έλέχθη  έν  συγκρίσει  πρός  αύτά  πού  θά 
Λεχθή.  Είναι  μέν  μεγάλο  καί  αύτό,  δμως  αύτό  πού  άχολουθΈΐ 
είναι  μεγαλύτερον·  εΕττεν  μέν  «Διά  τό  έχειν  με  έν  τ$  καρδίό 
ύμδς*  συνσπέρανε  όμως-  «"Εν  τε  τοϊς  δεσμοίς  μαι,  χαϊ  ώπολο- 
γίρ  καί  βεβαιώσει  τοΟ  Ευαγγελίου».  Ο  Βλέπεις  λοιπόν  δτι  δέν 
τούς  έχει  βγάλει  ποτέ  άπό  τήν  σκέψιν  του;  Έάν  τά  δεσμό 
χαΐ  τά  δικαστήρια  καί  αί  άλύσεις  δέν  κατέστρεφαν  τήν  ένθύ- 
μησιν  πολλψ  μάλλον  αί  καιροί  τής  άνέσεως  «Διά  τό  έχειν  με 
έν  τή  καρδίςι  ύμάς*  λέγει.  Βλέπεις  πώς  όλίγον  κατ’  όλίγον, 
ηύξάνεται  ό  λόγος;  Είναι  μέν  μεγάλο  πράγμα  τό  νά  τούς 
έχρ  είς  τήν  κορδίαν  του,  όμως  μεγαλύτερον  τό  νά  τούς  ένθυ- 
μήται  καί  δταν  ήτο  άλυσοδε μένος.  Εΐν«τ  δέ  πολύ  πιό  μεγάλο 
τό  νά  τούς  έχη  καί  ώς  απολογίαν  ένώπιον  του  -θεού  καί  ώς 
πιστοποιηπκόν  τού  ΕύαγγΓελίου  πού  έδίδαζεν. 

Έδώ  μοΰ  φαίνεται  υπενθυμίζει  τόν  χρόνον  κατά  τόν  ό- 
ποϊσν  ώδη^Γεΐτο  ένώπυον  τών  δίκαστών'  καί  ύπέμενε  τόν  κίνδυ¬ 
νον  τού  θανάτου.  Καί  έκεϊ  Ιστάμενος  λέγει  δέν  έσκεπτόμσυν 
αύτό,  πώς  δηλαδή  νά  άτταλλαγώ  άπό  τούς  έπερχομένους  κιν¬ 
δύνους,  οδτε  πώς  νά  Αποκρούσω  τάς  συκοφαντίας,  Ο  άλλά  εΟ- 
ρισκα  άπόλαυσιν  είς  τήν  Αγάπην  σας  καί  συνωμιλοΰοα  μέ  έσάς, 
6ν  καί  Απουσιάζατε.  Καί  ούτε  ή  μεγάλη  άπόστασις  ούτε  ό 
όγκος  τών  φροντίδτυν,  ούτε  τό  μέγεθος  τών  κινδύνων,  ούτε 
ό  φόβος  τών  Αρχόντων,  ούτε  ή  έπανάστασις  τοδ“'  πλήθους, 
οότε  ό  θάνατος  πού  έφοίνετο  καθαρός,  ούτε  τό  γυμνά  ζίφη’ 
ούτε  τό  πλήθος  τών  δημίων,  ούτε  τίποτε  άλλο  άπό  αύτά  σάς 
άπβμάκρυνε  άπό  τήν  μνήμην  μου.  Διότι  τίποτε  δέν  είναι  τυ- 
ραννικώτερον  άπό  τήν  Αγάπην,  τίποτε  δέν  είναι  Ανώτερου 
άπό  αύτήν.  Πετάει  πιό  ύψηλά  άπό  δλα  τά  θέλη  αύτά,  καί 
είναι  ύψηλοτέρα  Από  τούς  καλάμους  τοΰ  διαβόλου,  παρακο¬ 
λουθούσα  δλα  άπό  τιήν  κορυφήν  τού  ούρσνοΰ*  καϊ  όπως  ή 
βιαία  άρμή  τού  Ανέμου  πού  Απέρχεται  Αποδιώκει  τήν  ένο- 

4 


Ι2ΑΝΚ0Γ  ΧΡΪΣΟΣΤΟΜΟΓ 


60 

χλοΟσαν  σχόνιν,  £  έίτσι  καί  ή  δύναμίς  τής  άγάπης,  συνηθίζει 
νά  ύηοδώκπ  τήν  προσβολήν  δλων  τών  παθών. 

ΤοΟτο  καί  είς  τόν  Παύλον  ουνέβαινε-  διότι  είχεν  έπορκή 
παρηγορίαν  είς  δλας  τάς  περιστάσεις  τήν  σωτηρίαν  τών  Αγα¬ 
πημένων,  χαί  τήν  θύμησιν.  ΤΙ  δέ  σημαίνει  «Βεβαιώσει  τού 
Ευαγγελίου·;»,  "Αν  καί  είναι  μία  λέξις,  όμως  έχει  πλήθος 
νοημάτων,  καί  θά  προσπαθήσω  νά  Αναπτύξω  τήν  Λέξιν  αύτήν 
καί  νά  τήν  έξετάσω  άπό  δλας  τάς  απόψεις,  Ό  λόγος  τού  θεού 
είναι  μαργαριτάρι  πού  διαλάμπει  παντού,  χαι  έμπεριέχει  με- 
γάλην  δύναμιν  άχώ  μόνον  είς  ιά  πολλά  λόγια,  άλλά  Ακόμη 
καί  είς  τά  όλίγα.  Αλλά  προσέξατε  καί  ϊδετε  πόσον  μεγάλον 
θησαυρόν  ή  δύναμίς  αύτή  τής  λ  έξεως  μάς  Αποκαλύπτει. 

3.  Τί  σημοίνσι  λοιπόν  βοβαίωσις  του  Ευαγγελίου  φ359  Α 
καί  ποίαν  βεβαίωσιν  Ευαγγελίου  καλεί,  καί  διά  ποιον  λόγον 
ένθυμίίται  τήν  λέξιν  αύτήν,  ένφ  έχει  μνημονεύσει  τά  δικα¬ 
στήρια  τάς  φυ-λακάς  καί  τάς  άλύσως; 

"Οταν  διεδόθη  τό  κήρυγμα  (είναι  άνάγκη  νά  άναφερθώ 
είς  το  παρελθόν  διά  νά  κάμω  τπά  σαφή  τήν  διδασκαλίαν )  δλα 
ήσαν  γεμάτα  Από  θόρυβον  καί  πλήρη  ταραχής,  ’Επειδή,  δν 
καί  ή  σαν  ένδεκα,  έτάσσσντο  άντίβεια  πράς  τήν  οίκουμένήν 
βλην,  άναμοχλεύοντες  πολαιάν  συνήθειαν,  άνατρέποντες  μα¬ 
κροχρόνιον  πλάνην,  άνατρόπσντες  τούς  νόμους  τών  πόππων 
καί  τών  προγόνων,  διαταράσσοντες  καί  κρημνίζσντες  τά  πα- 
τροπαρ  άδοτα  έθιμα  τών  πόλεων,  καί  όμιλοΟντες  είς  δλους,  άς 
φιλοσόφους,  είς  ρήτορας,  είς  άρχοντας,  είς  δικαστάς,  είς  τυ¬ 
ράννους,  είς  πλήθος  κόσμου,  Β  είς  δούλους,  είς  έλςυθέρους, 
είς  καλλιεργητάς  τής  γής,  είς  νπύτας,  ήνάπτετο πόλεμος  σκλη¬ 
ρός  καί,  δπως  είπα  προηγουμένως,  όλα  ήσαν  γεμάτα  άπό  θο 
ρύΟους.  Πανιού  ήσαν  κρημνοί,  παντού  σκόπελοι,  καί  δέν 
ταράσσεται  τόσον  ή  μανιασμένη  θάλασσα  πού  δέρνεται  άττό  Αν¬ 
τιθέτους  Ανέμους,  δόον  έταράχθη  τότε  ή  οίχσυμένη,  έπειδή  έ- 
ξερρπζοΰντο  άλα  τά  παλαιό  έθη  τά  όποϊα  εϊχον  ριζιχθή  Από 
παλαιοτάτων  χρόνων.  Τούτο  δέ  συνέβοινεν  βχι  μόνον  είς  μίαν 
ή  δύο  ή  τρεις  πόλεις,  άλλά  είς  όλόκληρσν  τήν  οικουμένην, 
καθόσον  είσήγαντο  νέαι  δυδαοκολίαι,  τάς  όπόίας  ουδέποτε 
ούί  ις  προηγουμένως  εϊχεν  Ακούσει. 

Έκ  τού  γεγονότος  τούτου  ύπήρχεν  Ακήρυκτος  πόλεμος 
πρός  όλους  αύτούς,  €  διότι  έχώριζσν  οικογένειας  καί  συγγε¬ 
νείς-  διότι  ή  φύσις  τού  κηρύγματος,  προχωρούσα  διαρκώς  καί 
προσελκύουοα  πολλούς,  έπέψερεν  πολέμους  είς  αύτούς  πού 
δέν  Αδέχοντο  τόν  λόγον  τής  εΰσεβείσς.  καί  ό  πατήρ  άπεκή- 
ρυττε  ιόν  υίόν,  καί  περιεφρόνει  ό  άνδρας  τήν  γυναίκα,  καί 
χατεδίωκον  οί  κύριοι  τούς  δούλους,  καί  οί  άρχοντες  τούς  όρ- 
χομένους,  καί  Από  κάθε  άλλον  άμφύλ’ον  πόλεμον  ό  πόλεμος 


51 


ΟΜΙΛΙΑ  ΛΕΧΘΕΙ  ΪΑ  ΒΙΙ  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  ΑΓ.  ΑΝΑΣΤΑΣ! ΚΣ 


αύτός  ήχο  σκληρότερος.  "Αν  δέ  πρέπη  νά  όνομάσωμεν  αυτόν 
πόλεμον,  δέν  ύιτάρχει  τίποτε  άλλο  χειρότερον  Απ'  αύτόν.  Διό¬ 
τι.  είς  μέν  τούς  πολέμους  καθ’  δμοιον  τρόπον  παρατάσσονται 
καί  μάχονται  τά  δύο  στρατόπεδα’  τότε  όμως  δέν  συνέβαανε 
τό  ίδιον,  άλλ'  ό  μέν  άπολέμετ  μέ  τήν  δύναμιν  τής  έξουσίας, 
οί  δέ  έπολεμοΰντο  μόνον,  Β  καί  δέν  έχρειάζετο  νά  χτυπούν 
ούτε  νά  άμύνωνται  έναντι  αύτών  πού  τούς  έπεβουλεύοντο, 
διότι  έτσι  διέτασσεν  ό  στρατηγός  τή;  παροτάξεως  λέγων-  «Α¬ 
ποστέλλω  υμάς  ώσπερ  πρόβατα  έν  μέσψ  λύκων  γίνεσθε  ούν 
φρόνιμοι  ώς  οί  όψεις  καί  Ακέραιο]  ώς  αί  περίστεροί»  (Ματθ, 
10,  16). 

Καί  συνέστησεν  όχι  μόνον  νά  μή  έπιτίθςνται  έναντίον  αύ- 
Γών  πού  τούς  έϊπβουλεύονται  άλλ’  άντιθέτως  νά  εύ  ρίσκου ν 
Απόλαυσιν  είς  τάς  τιμωρίας  πού  έδέχοντο,  διόπ  μέ  τό  νά  λέ- 
ΥΠ  νά  στρέψης  τήν  δεξιάν  σιαγόνα,  καί  ί>τι  στέλλει  τά  πρό¬ 
βατα  έν  μέσψ  τών  λύκων,  τίποτε  άλλο  δέν  έννοεί  παρά  τά 
ότι  συνεκλήρωσεν  είς  αύτούς  τά  παθήματα  διά  νά  γίνη  τό 
τρόπανον  λαμττρότερον.  Πώς;  Διότι  ΰπερίσχυσαν  όλης  τής 
οικουμένης  ένψ  ήσαν  ένδεκα,  ένψ  ύφίοταντο  κακά  καί  δέν 
τά  άνταπέδιδον,  ένφ  έκτυπώντο  καί  δέν  έκτυπων,  Ε  ένψ  έσυ- 
κοφανιούντο  καί  δέν  έσυκοψάντουν,  ένψ  έμαστιγώνοντο  δέν 
άμαστίγωνον  κανένα,  ένφ  κατεδιώκοντο  καί  ούδένα  κατεδίω- 
κον,  ένφ  έδιώκοντο  και  ούδόνα  έδίωκον,  ένφ  άφονεύοντο  καί 
δέν  έφόνευον  κανένα  καί  διότι  ένφ  ώδηγοΰντο  είς  τήν  σφα¬ 
γήν,  όπως  τά  πρόβατα  πού  πρόκειται  νά  σφαγσύν,  δλους  τούς 
λύκους  τούς  μετέστρεφον  πρός  τήν  ήμερότητρ  τών  προβάιτοιν, 
αύτούς  δηλαδή  πού  έμαίνοντα,  πού  ήσαν  έτοιμοι  νά  φονεύ- 
σουν,  που  έγίνοντο  Αγρχώτεροι  ιών  θηρίων. 

Καθ'  χρόνον  λοιπόν  διεδίδεΐο  ό  λόγος  τού  Θεού  καί 
έοπείρετο  ή  εύσέβεια,  άπό  παντού  ήνάπτοντο  φωτιές  καί  μί¬ 
ση  καί  πόλεμοι,  καί  βχι  μόν  ον  είς  τούς  διδασκάλους,  άλλά  καί 
*1ς  ιούς  μαθητός  αύτών.  Διότι  Αμέσακ;  μόλις  έδέχετο  κανείς 
ιάν  λόγον,  καί  έγίνετρ  κοινός  έκθρών  δλων,  3^0  Α  κοί  άξεδι- 
ώμετο  άπό  τήν  πατρίδα  ταυ,  καί  ώδηγείτο  είς  τήν  έξορίαν,  καί 
Ιχανε  τήν  ικεριουσίαν  του,  καί  έκινδύνευεν  διά  τήν  ελευθε¬ 
ρίαν  ίου,  μάλλον  δέ  καί  δΓ  αύτήν  τήν  ζωήν  του.  Καί  είς  τί¬ 
ποτε  6έν  ϊσχυον  τότε  ό  Ισχυρός  δεσμός  τής  φυσικής  συγγε- 
ν*ίας  άλλά  όπως  καί  προηγουμένως  είπα,  περιεφρονούντο 
και!  ιά  παιδιά  καί  οί  άδελςιοΐ  καί  οί  συγγενείς  ήσαν  είς  έμπό- 
λιμον  κατάσταοιν,  καί  μαίρ  μέ  τούς  διδασκάλους  έπάθαιναν 
καί  οί  μπθηταί  αφόρητα  πράγματα. 

Καί  διά  νά  δηλώση  αύτά  ό  Παύλος  δλεγβν  «ΆναμιμνήΓ 
σ«οθε  γά[>  ιάς  πρότερον  ημέρας,  έν  αϊς  ψιοτιοθένιες  πολλήν 
Λθλησιν  ύπεμεΚ'ατε  (ίαθημάτων,  τούτο  μέν  όνειδισμρίς  καί 


ΙβΑΝΝΟΓ  ΧΡΓΣΟΪΤΟΜΟΓ 


52 


θλίψεσι  θεατριξόμενοι,  τούτο  δέ  κοινωνοϊ  τών  οϋτως  άναστρε- 
φ<^ένα»ν  γενηθέντες.  Β  Καί  γάρ  τοίς  δεσμίσις  συνεπαθήσατς 
^  *****  ύπαρχόντων  ύμών  μετά  χαράς  προσε- 
ί^ασβε,  γινώσκοντες  έχει  ΰμβς  χρέϋονα  δπαρζιν  έν  ούρα- 
νοίς  και  μένουπαν».  ('Εβρ.  10,  32-34).  Καί  είς  τούς  θεσσα- 
Αονικεις  πάλιν  στέλλαν  έπιστολήν  έλεγεν-  «Υμείς  γάρ  μιμη- 
ταϊ  έγενήβηιτε,  άδελφοί,  τών  Εκκλησιών  των  ούσών  έν  τή 
Ιουδαίμ  δτι  καί  ύμείς  τά  αύτά  έπάθετε  ύπό  των  Ιδίων  συμφυ- 
Αετων  καθάπερ  καί  έκεϊνοα  ύπό  τών  Ιουδαίων,  των  καί  τόν 
Κύριον  άποκτεινάν  των ,  καί  ήμάς  έκδίωξάντων,  καί  πάστν  άν- 
«ρωποίς  έναντίον»  (Α'  θεσα.  2,  14—15).  Γράφων  δέ  πάλιν 
προς  τους  Γολάτας  έλεγεν'  «ΤσσαΟτα  έπάθετε  είκ$,  εϊ  γε  καί 
εικΛ»  (Γαλ,  3,  4).  Ο  Διηγούμενος  δέ  τά  ίδικά  του  παθ/ρατσ 
έλεγε-  «Εν  υπομονή  πολλά,  έν  στενοχωρά,  έν  φυλακαΓς,  έν 
κόποις,  έν  άγροπνίαις,  έν  λίμφ,  έν  δίψει  καί  γυμνότηη»  (Β' 
Κορ.  β,  4  5  καί  11,  2.7),  Καί  πάλιν*  «Τεσσαράκοντα  παρά  μίαν 
ίλαβον,  τρίς  έρραβδίσθην,  άπαξ  έλιθάσθιν,  νυχθημερόν  έν  τώ 
συθψ  πεποίηκα,  κινδύνοις  ποταμών,  κινδύνοις  ληστών,  «ν- 
δύνοις  έκ  γένους,  κινδύνοις  έν  έρημίπις»  (Α'  Κορ.  11,  24- 
2ο)  Καί  πάλιν  «Ή  έπησύστασίς  μου  ή  καθ'  Αμέραν  ή  μέρι¬ 
μνα  πα<χύν  των  Εκκλησιών».  Καί  πάλιν  «'Ο  έθνάρχης  Ά- 
ρέτα  τσΰ  βαοιλέως  έφρούρετ  τήν  Δαμασκηνών  πάλιν  πιάσαι 
με  βέλων  καί  διά  θυρίδας  έν  σαργάνη  έχαλάσθην  διά  του 
τείχους  καί  έξέφυγσν  τάς  χεϊρος  αύτοΰ»  (Β'  Κορ.  Π,  28 
καί  3^—33).  Καί  πάλιν  άλλου  Ο  «'Ελσγίσθημεν  ώς  πρόβατα 
α^αγηςκ  Καί  άλλοϋ  πάλιν  «Δώη  έλεος  ό  Κύριος  τφ  Όνησι- 
Φάρου  οϊκψ,  δπ  τήν  δλυσίν  μου  ούκ  έπησχύνθη,  άλλά  γενό- 
μένος  ένΡ^μ  σι^υδαιότερον  έζήτησέ  με  καί  εύρε»  (Ρα*, 

4.  ΊΤ I  νά  είπά  κανείς  διά  τά  κακά  πού  ύφίοτατο  άπό  τούς 
ψευδαδελψούς  άπό  τούς  ψευδαποστόλους,  άπό  τούς  μυρίους 
καί  παντοειδείς  έχθρούς;  Έκινούντο  έναντίον  του  όχι  μόνον 
πμοιρίαι  καί  αί  κολάσεις,  άλλά  καί  αί  Ικανότητες  τών  ρητό- 
ρων,  καί  τά  σοφίσματα  τών  φιλοσόφοιν  καί  δχι  μόνον  άπό  έ 
κείνους,  άλλά  καί  όπό  όνθρώπους  τής  άγορδς  έγείροντο  πολ- 
,  άσματα  πονηρά  έναντίον  τής  Εκκλησίας,  τά  όποια 
καί  υπούιμλιόν  έλεγεν  «Αλέξανδρος  ό  χαλκεύς  πολλά  μοι 
κακά  ένεδειςατσ  8ν  καί  σύ  φυλάττου-  λίαν  γάρ  άνθέστηκε 
τοίς  ημετέροις  λόγοις»  (Β'  Τιμ.  4.  14—15), 

Ε  Οπως  ή  θάλασσα  δέν  είναι  ποτέ  χωρίς  κύματα  έτσι 
καί  ή  ψυο^,  του  Παύλου  ήτο  πλήρης  πειρασμών  καί  καθημε¬ 
ρινών  κινδύνων,  πού  προήρχοντο  ήττά  μέσα  άττ'  έξω,  άττό  λό- 
ΪΑυςί  Ί^νματα,  άπδ  χρήματα,  άπό  δ  όλους.  Καί  κανείς 
Λόγος  δέν  ήμπαρεί  νά  περιγράψη  τά  νέφη  τών  βελών  έκεί- 


ΟΜΙΛΙΑ  ΛΕΧΘΕΪ2Α  ΕΙΣ  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  ΑΓ.  ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ 


ό» 

νων,  χό  πλήθος  των  κυμάτων.  Επειδή  λοιπόν  τά  πράγματα 
εύρίσχοντο  είς  αύτήν  τήν  κατάστασιν  δχι  είς  αύτήν  πού  έλέ- 
κθη  μόνον  άλλ  είς  ττολύ  χειροτέραν,  καί  δχι  μόνον  οί  διδά¬ 
σκαλοι  άλλά  καί  οΐ  μαθηταί  έκινδύνευον,  καί  δχι  μόνον  οί 
.μαθηταί,  άλλά  καί  οί  διδάσκαλοι  (διότι  9ν  ή  οί  μέν  ή  οί  δέ.εύ- 
μίοκον  το  εις  δύσκολσν  κατάσταοιν  οί  δέ  άλλοι·  είς  άσφάλειαν, 
36ί  Δ  τότε  άπρόκειτο  οί  μέν  νά  παρηγορήσουν  τούς  δέ-  τώρα 
δμΐικ;  καί  οί  δύο  καί  οί  διδάσκαλοι  καϊ  οί  μαθηταί  έπολεμοϋντο 
καί  έδιώκον το). Επειδή  έβλεπον  σύτά  πολλοΐάπό  τούςάλίγο- 
ψύχους  άττεθαρρύνοντο,  παρέλυον,  καί  ήσαν  άπηλπισμένοι,  δι- 
όιι έβλεπαν  άφ'ένόςμέν  δτιτάάγαθά  πού  έκηρύσοοντο  ήοαν 
έλπίς  μόνον,  δηλαδή  ή  αίώνιος  βασιλεία  ώς  άνάσταοις  καί 
ή  ώφθαρσία,  άχ ρ  έτέρου  δέ  δτι  τά  θλιβερά  τά  ύφίστοντο  έδώ 
καί  τά  ίϊπέμενον  δηλαδή  τά  τηγάνια,*  τώς  καμίνους,  τά  δεσμω¬ 
τήρια,  τάς  διώξεις,  τάς  έχθρας,  τός  άπεχθείας,  τούς  θανάτους, 
ιούς  κινδύνους,  καί  τούς  διδασκάλους  αύτών  άλλοτε  μέν  είς 
ιός  φυλακάς,  άλλοτε  δέ  νά  άρπάξωνται  νά  ύβρίζωνται  καί  νά 
κυκοποισυνται. 

Καί  έπειδή  άπύ  τταντοϋ  ύπήρχον  νέφη  κακών  και  είχον 
ιιάρα  πολλούς  πειρασμούς  Β  πού  τούς  κατείχον  άλους  καί 
ιοί«Γ  έκαμαν  νά  φοβούνται  πολν  καί  νά  είναι  ταραγμένοι, 
βλέπε  πώς  έξυψώνει  τό  φρόνημα  αύτών  διά  μιάς  λέξεως  μό¬ 
νον  Λύτύ  ιό  πράττει  καί  άλλου  είς  άλλην  έταστολήν  Χέγων· 
«Διό  τάς  παρειμένας  χώρας  καί  τά  παραλελυμένα  γόνατα 
άνορθώσατε»  (Έ6ρ.  12,  1)  καί  δέν  τό  λέγει  αύτό  διά  γάνα- 
ιυ  καί  χκίρσς,  άλλά  διά  τούς  λογισμούς  πού  χωλαίνουν  καί 
Παραλύουν  έξ  οίτίας  του  πλήθους  τών  πειρασμών.  "Επειτα 
άψοΓ*  ιούς  ουνεδούΑευσεν  εΐοάγει  πολύ  μεγάλη ν  παρηγορίαν 
λ*γυ>ν·  «"Ετι  γάρ  μικρόν  δσον  όσον  ή  έρχομός  ήξει,  καί  ού 
χρόνιε!»  ('Εβρ.  10,  37).  Άλλά  έπειδή  καί  αύτό  ήτο  πάλιν 
ΛνιΐκεΙμενον  έλπίδος  τούς  προτρέπει  πάλιν  μέ  άλλον  τρόπον 
καί  Τούς  κάμει  εύθυμοτέρους,  δχι  διά  ξένων  παραδειγμάτων 
άλλ'  έκ  παραδειγμάτων  γνωστών,  διότι  τούς  λέγει-  «Άναμι- 
μνήσκεσθε  τάς  πρότερον  ήμέρας,  έν  ρίς  φ^ατισθέντες  πολλήν 
βθΛιμπν  ύπεμείνατε  παθημάτων»  (Έβρ.  10,  32)  €  Τούς  έαυ- 
ΐυίκ;  ιίος  νά  έντραπήτε  καί  τά  ίδικά  σας  κατορθώματα,  καί  νά 
μή  δείξετε  τέλος  άνάξιον  τής  άρχής,  άπό  τούς  έαυτούς  σας 
νά  άνιλήτε  παρηγορίαν, 

Αφού  τούς  παρηγόρησε  λοιπόν  καί  μέ  αύτόν  καί  μέ  έκεί- 
νσν  τόν  τρόπον,  τούς  παρηγορεί  καί  διό  της  λ  έξεως  ούτής. 


β.  Τί  ΐηγίνι  *χρ^οΐ|ιοποι«Τ·ίο  ίι;  ίβ»*νκιτς·Α0ν  δργανον.  Βτι 

η>ΐη  1λ«ι*ΐί»ιβ<1  μέ  Ί*  ί,ηοΓα  Ιν  «)ν·χ»ί^  έζιμάτι^ον  ίήΐΡ  ίααανιζώμορ·*1. 
ΑΛ6  ίδΛ  *σφ*λώς  ιψοίρχΒταί  ί|  *θλ  οί  *.7ΐγίΜ[πω» 

4  *Μ  οί  τοΕγαρΕοίΐΜ. 


Ιύ ΑΝΝΟΓ  ΪΡΙ20ΣΤΟΜΟΪ 


Μ 

Πώς  καί  μέ  ποιον  τρόπον;  Μέ  τό  νά  καλή  τά  δεσμά  καί  τήν 
δλυσιν  δ^αίωσίν  τού  Εύαγγελίου.  Διότι,  λέγει,  δχι  μόνον 
δταν  οΐ  νεκροί  όνίστανται,  ούτε  μόνον  όταν  καθαρίζωνται 
οΐ  λεπροί  ή  έκδιώκωνται  οί  δαίμονες,  Αλλά  καί  δταν  όκόμη 
καί  έμείς  είμεθα  είς  τά  δεσμό,  βεβατουμεν  τό  Εύαγγέλιον. 
Πές  μου,  πώς  καί  μέ  ποιον  τρόπον;  Διότι  είναι  καινούργια 
αύτό  πού  έχουν  λεχθή,  καί  φαίνονται  δτι  εϊναι  τά  περισσό¬ 
τερα  αίνίγματίκά.  Λοιπόν  Ακούε  πώς  βεβςαούμεν  τό  Εύαγγά- 
λισν.  Έάν  όψόβως  έκηρύτταμεν  χωρίς  νά  πάθωμεν  τίποτε 
Τό  άσχημον  καί  κακόν,  θώ  έφαίνεω  δη  ήτο  ύποπτον  τό  κή¬ 
ρυγμα  είς  πολλούς  πού  θέλουν  νά  μας  διαβόλου ν,  Β  Τώρα 
δμως  άπειδή  όδηγοόμεθα  έδώ  καί  έκεϊ  καί  άκδιωκόμεθα  καί 
τεμνόμεθα  καί  καιόμεθα  καί  κοτακρημνιζόμεθα,  καί  ύττοφέ- 
ρομεν  πάρα  πολλά,  χωρίς  νό  ύποχωροΰμεν,  Αλλά  γινόμεθα 
προθυμότεροι  έξ  αιτίας  τούτων,  όκόμη  καί  είς  εκείνους  πού 
θέλουν  νά  είναι  πολύ  Αναιδείς,  παρέχομεν  μεγάλην  όπόδει- 

ότι  εϊμεθρ  κήρυκες  της  άληθβίας,  καί  δτι  υπάρχει  θείο 
δύναμις  έντός  ήμών,  ή  όποία  κάνει  εύχάριστα  δλα  τά  λυπη¬ 
ρό  καί  δέν  έπιτρέπει  είς  τό  πλήθος  τών  πειραομών  νά  κατα- 
νικήοη  τούς  κηρύσσοντας,  άλλ'  ένφ  είναι  τόσον  όλίγοι  νά 
υπερνικήσουν  τόσα  πολλά  έμπόδια. 

Έάν  λοιπόν  κάποιος  θέλη  νά  λάδμ  σαφή  άπόδειξιν  τού 
δη  έντός  ήμών  ένοικε!  θεία  δύναμις,  άς  λάβη  ύπ  δφιν  τούς 
κινδύνους,  Ε  τάς  άλύσεις,  τά  όεσμωΐή,ρια.  Διότι  δέν  εϊναι 
ϊδίον  τής  Ανθρωπίνης  δυνάμεως  νό  ύπερισχύση  έν  μόσψ  τό¬ 
σων  κρημνών,  νό  πλεύση  έν  μέσφ  τόσων  κυμάτων,  νά  ηρσ- 
χωρήοη  έν  μέσιμ  τόσων  βέλων,  Αλλ'  αυτά  είναι  γνωρίσματα 
τής  θείας  καί  άμάχου  δννάμεως. 

Ώστε  είναι·  βεβαίωοις  τού  Εύαγγελίου  ή  άλυσις  όχι  μό¬ 
νον  είς  έκείνους,  Αλλά  καί  είς  ήμάς  πού  ύποφέρομεν,  διότι 
μδς  κάμει  πτό  ίσχυρούς  καί  μας  κόμεΐι  νά  καταφρονοΰμεν 
τούς  έπιΒούλους.  Διά  τούτο  λοιπόν  και  έλεγεν  «Ή  θλϊψις 
ύπομσνήν  κατεργάζεται  ή  δέ  ύπομονή  δοκιμήν,  ή  δέ  δοκιμή 
έλπίδα,  ή  δέ  έλπίς  αύ  καταισχύνει»  (Ρωμ,  5,  3-  5). 

5.  Βλέπεις  πώς  ή  θλϊψις  άποτελεί  βκθοίωσιν  τού  Εύαγ- 
γελίου ;  370  .4  Διά  τούτο  λοιπόν  και  άλλού  δταν  έζητσυσεν 
όπό  τόν  θεόν  νό  τόν  Απαλλάξη  άττ6  τούς  πειρασμούς,  καί 
πρσσήλθε  πολλάιας  δι'  σΰτό  ήκουεν  όπό  τόν  θεόν  «Αρκεί 
σοτ  ή  χάρις  μου·  ή  γάρ  δύναμίς  μου  έν  άσθενεί9  τελεισύται» 
(Β'  Κορ.  12,  9),  ΌνομΑζει  Ασθένειαν  έδώ  τούς  διωγμούς, 
τους  πειρασμούς,  τούς  κινδύνους,  τάς  έτπβουλάς,  τάς  κακό* 
μεταχειρίσεις.  Αύτό  πού  λέγει  οημσίνει  ιώ  έξης·  ΉμπσροΟ- 
σα,  λέγει,  νά  έμπσδίσω  νά  συμβούν  σύτά,  καί  νά  καθησυχάσω 
τόν  πόλεμον  και  νά  καταστείλω  τά  κύματα,  όμως  δέν  τό  έκα¬ 


66 


ΟΜΙΛΙΑ  ΛΕΧΘΕΙ  ΣΛ  Ε1Ϊ  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  ΑΓ.  ΑΝΑΧΤΑΣΙΑΙ 


μα  διά  νά  δειχθςί  ή  δύναμίς  μου  μεγαλυτέρα.  Διότι  δέν  θό 
έφαίνετο  ή  δύναμις  αύτοϋ  τόσον  έάν  δέν  συνόθαινον  αύτά, 
όσον  έάν  έγίνοντο,  δέν  ήμπορούσαν  δμως  νά  ύπερισχύσουν. 
Β  Διότι  καί  κυβερνήτην  άρισιον  όνομάζομεν  έκεΐνον  πού  δύ- 
ναται  όχι  μόνον  είς  ήρεμον  θάλασσαν  νά  διευθύνη  τό  σκάφος, 
άλλά  εκείνον  πού  διασώζει  τούς  πλέοντας  μεταξύ  σκοπέλων 
καί  κυμάτων  καί  τρικυμιών  καί  Ιατρόν  άρκτων,  έκείνον  πού 
θεραπεύει  τόν  Ασθενή,  πού  έχει  προσβληθώ  Από  πολλΑ  νο¬ 
σήματα·  καί  άριστον  στρατηγόν,  έχείνον  πού  δύναται  νά  στή- 
ση  τύ  τρόπαιον  Ακόμη  καί  δταν  έπιτίθενται  οϊ  έχθροί  καί  βάλ¬ 
λεται  Από  αύτούς  Από  δλας  τάς  κατευθύνσεις-  καί  ποιμένα  ά- 
ρκπον,  όκετνον  πού  διατηρεί  τήν  Αγέλην  του  Ασφαλή  ΰν  καί 
έπιτίθενται  εις  αύτήν  πολλοί  λύκοι  καί  άλλοι  έχθροί, 

"Ετσι  λοιπόν  καί  τότε  αύτό  ήταν  πού  έδη,μιούργει  τό  θαύ¬ 
μα,  δτι  δηλαδή  δν  καί  ύπέφερον  πάρα  πολλά  άντείχον  καί 
όπερίσχυον  αύτών  πού  τούς  τό  έπροζένουν,  €  "Οταν  λοιπόν 
ιόν  Πέτρον  καί  ιόν  Ίωάννην  τόν  υΙόν  τής  βροντής  καί  τό  θε¬ 
μέλιον  τής  πίστεως  τούς  έν  έκλεισαν  είς  τήν  φυλακήν  πρό- 
ιιεί,ι:  πώς  Αφού  Απελύθησαν  Απορουν  πώς  νά  τούς  συμπερι- 
μερθοϋν.  Άφου  τούς  έφεραν  λοιπόν  είς  τά  μέσον  ιοΟ  δικα¬ 
στηρίου  λέγουν·  «Τί  ποιήσωμεν  τοϊς  άνθ|χύποις  τούτοις;» 
ΙΙμάξ.  4,  1-6).  Οί  Ιουδαίοι  πού  άνετράφησαν  μέ  τά  αϊματα 
ιών  προφητών,  λαός  μανιώδης  καί  λυσσώδης,  πού  κατάσκα¬ 
ψε  ιά  θυσιαστήρια,  πού  έφόνευαε  τούς  προφήτας,  πού  είχεν 
έξοικεΐωθή  μέ  τούς  φόνους,  πού  ήτο  πιο  άγριος  Από  τά  θη- 
μΙο,  αύχός  ό  λαός  πού  Ασταζεν  άκόμη  άπό  τά  αϊμο  τοΌ  Δεσπό- 
ιου  πού  έσταύρωσεν,  αότός  λοιπόν  ό  λαός,  ΑφοΟ  συνέλαβε 
όύο  άλιείς  Αγραμμάτους,  ίδιώτας  Ασημους,  Αφανοτέρους 
Ιχθικον  έκ  τών  όποίων  ό  ένας,  οΰτε  είς  τήν  μηδαμινήν  Απει¬ 
λήν  ιοϋ  θυρωρού  άντεξεν,  Β  αύτοί  λοιπόν  άψού  τούς  συνέ- 
λαδαν  καί  τούς  είχαν  δεμένους  είς  τό  μέσον,  καί  γυμνούς, 
χωρίς  νά  έχουν  τήν  δύναμίν  τών  χρημάτων,  χωρίς  σωματικήν 
Λύναμιν  καί  Ικανότητα  λόγων,  χωρίς  δύναμίν  ρητορικήν,  χω- 
μ|ς  νά  έχουν  εύγενή  καταγωγήν  καί  μεγάλην  πατρίδα,  άλιεϊς 
έξ  άλιέων,  πάρα  πολύ  τττωχοί,  αύτούς  λοιπόν  Απορούν  πώς 
νά  τούς  μεταχειρισθοϋν  και  λέγουν  *Τί  ποιήσωμεν  τσϊς  άν- 
θμώποις  ωύιοις;».  Βλέπεις  πόσον  μεγάλο  πράγμα  είναι  ή  ό- 

Κιή;  Ιΐιϋς  είναι  οί  πειρασμοί  βεβαύιχπς  τού  Εύαγγελίου;  Καί 
νουν  πρός  αύτούς  ·,  «£Κί  παραγγελία  παρηγείλαμεν  ΰμίν  μ  ή 
λαλεΤν  έπί  τφ  όνόματι  τούτΐιΐ;  Ε  Καί  βούλεσθε  έπαναγαγεΐν 
*φ'  τό  αΐμα  τού  Ανθρώπου  τούτου*  (Πράζ.  5,  28. 

1  Αν  λοιπόν  ό  Χριστός  είναι  μηδαμινός  άνθρωπος  διατί 
φοβείσαι ;  "Αν  πάλιν  είναι  θεός  διά  Τϊοϊον  λόγον  δέν  τόν  προ- 
οκυνείς;  Δέν  έκραΰγαξες  προηγουμένιας  λέγων  «Τό  αϊμα  αύ- 
Μ>0  έφ'  ήμό<;  καί  Απί  τά  τέκνα  ήμών,»  (Ματθ,  27,  23),  Διατί 


ΙΒΑΚΝΟΓ  ΧΡΓ2Ο5Τ0ΜΟΓ 


5Θ 

φ^δοαι  τό  αίμα,  διατί  σοΰ  έσάλευσε  ιόν  νοΟν;  Δέν  τον  £δε· 
οες:  Δέν  ϊόνέμαοΓτΜοοερ;  Δέν  τόν  Σταύρωσες,  Δέν™ν®£ 

τόν’ρίΛ^νεΑί>ϊν  ο?  ΐί>ν  Από  τόν  σταυρόν.  Δέν 

τον  είοες  νό  τόν  θάπτουν  καί  νά  τόν  κρύπτουν  είς  τήν  γήν  -  Δέν 
έτοποθέτησες  σφραγίδας  έπί  τού  τάφου;  Δέν  έχασες 
Χς,  Δεν  διέοττειρεζ  τί>ν  φήμην  6π 

σύτόν  ο!  μαθηταί;  Διατί  φοβαοαι  τώρα;  Διατί  τρέμε.ς  Λπό ^ 
αΙμα^υτοΰ,Β.λέτκις  πως  λάμπει  ή  άλήθε*  δι’  δλων  τούτην 

νπν  νΛ  \7  ,  δή  άντι£λήφθι>σαν  μετά  τήν  έτπθουλήν  έκεί- 

νην  να  λαμπρύνεται  τό  πράγμα  και  νό  είναι  Λ  Ληνό  \ηι1ΙΤ„Α 
^  πι6  φωτεινή  4.6  *ν  Κ  κεί  ν'  £“ε?„ί ϊ?£?£ 
Οά  ^η^μ?  $1ό,νια\Μ  ΧΟϊαλάβη  δλην  τήν  οικουμένην,  καί 
8ά  ποραμερίοη  τήν  πλάνην,  καί  δέν  θά  δυνηβοΰν  νό  ύταχοέ- 

βπθδ  τ^έκφρ0στ(0ν  αύ.Τοΰ  καί  δύναμιν,  έχουν  φσ- 

1  τΡέμουν  τους  φυλακισμένους,  τούς  καταδίκους  τούς 
μαστιγωθέντας,  τούς  έπιβουλευθέντας,  τούς  δύο,  τούς  άο£ 

«ηΐ.^ν  0  Παύλος  όνομάζει  τούς  -πειρασμούς  βε- 

όαίωσιντου  Ευαγγελίου,  διά  γοΟτ ο  καί  άλλου  λέγει  ,Γ™;^ 

Τ'  3  0μ®ς  ®?ύλθμαΙ'  Λ^»ί.  δη  ιδ  κατ·  1μΠ»λθνΤ 

προκοπήν  του  Εύαγγελίου  έλήλυθεν  β  ώστε  τούς  ττλείοναί 
ωτν  άδελςηυν  έν  Κυρίψ  πεπαιθύτας  τοϊς  δεομοϊς  μου  πεοισ- 
ΐ4?ΡΠηϊ^ΑμίΓ  άφ^&ω1  Τόν  λόΥ°ν  λαλεΓν»  (ΦυΥ^,  I,  12  - 
μΙ™  ^  *Ψ 1ί,κουσε'  δτι  σ*  Φυλακίσεις  παρέχουν 
θ&ρρος  καί  α|  άλύσεις  παρέχουν  παρρησίαν,  δχι  μάναν  είς 

ω.  “/α  δ€°μά’.  0Λλά  κα'  *  τ<>4  μ<^τάς 

X™  ,αΊ  0ΓΓ  συν^,νον  αύτά  καί  514  τβν  έχθρών  διε- 
πί^η  νί  Ιίήρυνμα'  Κ(^  ο1  μαθϊ>ταί>  *™ν  ά  διδάσκαλος  έπολε- 
μειτο  και  εσυκοφαντεττο  καί  έφυλακίζετο,  περισσότερον  ένε- 

^ν  δπΓχηράνεΡ  Ρ''ν  ίχαίρπν·Γ0'  περ.οοόΓΓρον  έπηδ™- 

^ύΓά  ηπύ  Αλίχβηοαν;  Λοιπόν  ας  μ»μη- 
Τ\ν  δνδρε1<Ιν’  ^  ^διώ^μεν  μετά  ζήλου  τήν  όρετήν, 

0ς  μή  μας  πτοίΤ τίποτε  καί  ούτε  νά  μας  θορυβή  κανειτ  άτιό 
τους  πειρασμούς  €  διόπ  αύτό  είναι  ένισχυττκά  X 
αοίν  ’  £?Τ  ^  ψώοσοφίας,  αΰτό  μάς  κάμουν  ΐοχυ- 

^  δίδουν  περ,αοοτέρανπαρ. 
ρησιαν  πρός  ιόν  θεόν,  έπιφόρουν  μεγαλυτέραν  εύνοιαν  καί 
κάμουν  νά  όπέλθη  πολύ,  ή  χάρις  του  θεοΰ  έφ'  ήμας  Διό  νά 
ίηαΑ^σωμενχτλί>1?ν  αύτά  παρακαλώ  πρέπει  νά 

Κ  δ7δλΛ  Λ  Α°  μΩς-  ΟΊμβθίν0υν  κσ)  ^  δοξάζ^μεν  Τόν 

θεόν  δι  δλα  διόπ  είς  αύχον  άρμόζει  δάζα,  τιμή,  δύναμις  συν- 
χρόνως  δέ  καί  είς  τον  μονογενή  αύτοΰ  Υιόν  καί  ςίς  ίά  "Α- 
Χίμήν  μ0>  Υ  ΚΩί  61  Κθ1  Ρίς  Τθύς  αίώνο,ν. 


ΌΜΙΛΙΑ  ΤΟΥ  ΙΔΙΟΥ,  Η  ΟΠΟΙΑ  ΕΛΕΧΘΗ  ΕΙΣ  ΤΟΝ 
ΝΑΟΝ  ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ  ΕΙΡΗΝΗΣ  ΑΦ'  ΕΝΟΣ  ΜΕΝ  ΔΙΑ  ΤΟΝ 
'/ΙΙΛΟΝ  ΤΟΝ  ΠΑΡΟΝΤΩΝ  ΚΑΙ  ΤΗΝ  ΡΑΘΥΜΙΑΝ  ΤΩΝ 
ΑΓΙΟΝ  ΤΩΝ,  ΑΦ’  ΕΤΕΡΟΥ  ΔΕ  ΔΙΑ  ΤΗΝ  ΨΑΛΜΩΔΙΑΝ 
ΚΑΙ  ΔΙΑ  ΤΟ  ΟΤΙ  ΔΕΝ  ΕΝΑΙ  ΕΜΠΟΔΙΟΝ  ΕΙΣ  ΤΑΣ  ΓΥ¬ 
ΝΑΙΚΑΣ  ΔΙΑ  ΤΟΥΣ  ΑΓΩΝΑΣ  ΤΗΣ  ΑΡΕΤΗΣ.  Η  ΓΥΝΑΙ¬ 
ΚΕΙΑ  ΦΥΣΙΣ 


Γ  Πόσον  εύχάριστη  είναι  ή  άνάγνωσις  των  Γραφών"  εί- 
νίΐί  πτύ  ευχάριστη  καί  άπό  καταπράσίνο  Χειδάδι  καί  παό  τερ¬ 
πνή  άπύ  κήπον,  καί  μάλιστα  δίαν  συνακολουθά  τήν  άνάγνπτ· 
«IV  και  ή  γνίιοις  αύτών.  Ε  Τό  λειβάδι  καί  ή  ώραιότης  τών  άν- 
κα1  κλάίϋ)  δένδρων  καί  τό  ρόδον  καί  ό  κισσός 
ΜΩ  ,Π  μ τέρπουν  πρός  στιγμήν  τήν  δραοίν,  δμαις  μόλις 
Η Π[>έ Λύουν  όλίγαι  ήμέραι  μαραίνονται*  ή  γνώσις  όμως  τών 
Μ><ιφων  περιφρουρεϊ  τήν  σχέψιν,  καθαρίζει  τήν  συνείδησιν 
έΑ ευ ι θέρων ει  άπό  τά  δουλικό  πάθη,  φυτεύει  τήν  άρετήν,  έ- 
ήυφιόνη  ιόν  λογισμόν,  δέν  έπιτρέπει  νά  βυθίσθουμεν  είς  ά- 
νειπτρέπταυς  σκέψεις,  μας  καθιστά  άδιαδλήτσυς  άπό  τό  6έ- 
Λη  ίού  πονηρού,  μάς  μεταφέρει,  νά  κατοικήσαμε ν  είς  τόν  ού- 
ίΐανον,  άπαλάοοει  τήν  ψυχήν  άπό  τούς  συνδέσμους  πρός  τό 
ικΐιμα,  κάμνκι  έλαφρά  τό  πτερά  34Β  Α  καί  κάθε  άγαθό\'  πού 
ημπυρεΤ,  νά  άναφέρη  κανείς  θέτει  μέσα  είς  τήν  οκέψιν  τών 
ίΜφυαιών.  Δι’  αύτό  καί  τούς  άπόντας  δέν  παύω  νό  τούς  έλεει- 
νοΛογω  και  τούς  περευρισκομένους  νά  μακαρίζω,  διότι  συλ- 
Αίγείι·  θησαυρόν  άφθαρτσν  καί  πλούτον  ό  όπωος  δέν  δαπα 
νΟηπ,  καί  περιουσίαν  πού  δέν  προκαλεΐ  φθόνον,  καί  άφού 
ίΐιπλησθήΐΒ  χαράς  άναχωρείτε  είς  τούς  οίκους  σας.  Διότι  τί- 
ποΐι·  δέν  Λύναται  νό  προκαλέση  τόσην  εύχαρίστησιν,  όσην  ή 
καθΐΐί>ό  πυνείδησις.  Γίνεται  δέ  καθαρά  ή  ουνείδησίς,  όταν  ά- 
ποΑα[ΐ«ά\'π  συνεχώς  τήν  άκρόασιν  τών  λόγων  του  θεού,  άκό- 
, μη  Καί  άν  είναι  βεβαρημένη  μέ  αναρίθμητα  άμαρτήματα·  Κα- 
ΐν»ι  ,Κ  προσθέτει  τίποτε  είς  τό  προηγούμενα  άμαρτήμο- 
ίο,  όλλά  καί  έκείνα  πού  ύφίστανται  ιό  έξαφσνίζει  καί  καθι- 
Τήν,  πΐή  όκνηρόν  είς  τό  νά  έπιχείρήση  νά  κόμη 

ΠβΑΐν  ιά  ίδια  πράγματα. 

Β  Διά  ιούτο  παρακαλώ  τήν  άγάπην  οας.  αυτά  συνεχώς 


ΙϋΑΝΝΟΤ  ΑΡΓΣΟΙΤΟΜΟΓ 


&& 

νό  τά  λέγετε  είς  τούς  απουσιάζοντας  καί  σύντομα  νά  Επα¬ 
ναφέρετε  αυτούς  είς  τήν  κοινήν  μητέρα  καί  νά  τούς  κάμετε 
μετόχους  των  πνευματικών  κερδών,  διότι  ή  συμμετοχή  είς 
αύτά  τά  πράγματα  δέν  Επιφέρει  ούδεμίαν  ζημίαν,  άλλά  κέρ¬ 
δος,  Άλλ’  ώ  της  τυραννικής  Εξουσίας  τών  χρημάτων,  ή  όποΊα 
τούς  περισσοτέρους  Απά  τούς  Αδελφούς  μας  άπομακρύνει 
όπά  τά  ποίμνιαν!  Διότι  τίποτε  Αλλρ  δέν  τούς  Απομακρύνει 
άπό  Εδώ  παρά  ή  βαρειά  αύτή  Ασθένεια,  καί  ή  κάμινος  πού 
δημιουργεϊται  είς  τήν  ψυχήν  καί  δέν  σβύνει·  ποτέ.  Αύτή  ή 
δέσποινα  πού  είναι  δαρβαρωτέρα  άπά  κάθε  βάρβαρον  καί 
οχληροτέρα  θηρίου  ϋ  καί  άγριωτέρα  δαιμόνων,  Αφού  παρα- 
λάβη  τούς  αιχμαλώτους  της  τούς  περιάγει  τώρα  είς  τήν  άγα¬ 
μόν  διατάοσουοα  εις  αύτούς  φοβερά  πράγματα,  καί  δέν  τούς 
Ελίτ ρέπει  ούτε  νώ  άνα  πνεόσουν  δΓ  Αλίγον  άπά  τούς  όλε- 
θρίους  πόνους, 

Αλλά  τί  θά  κάμουν  όταν  θά  έλθη  ή  φοβερά  ήμέρα  τής 
δευτέρας  παρουσίας,  ή  Εκλογή  ή  Αμερόληπτος  καί  ό  κριτής 
ό  άδέκαστος,  "Οταν  θά  κατεβούν  τά  παραπετάσματα  των  ου¬ 
ρανών  καί  θά  κατέλθη  τά  πλήθος  των  άγγέλων  μαζί  μέ  τόν 
δικαστήν;  "Οταν  θά  φανούν  δλα  γυμνά  καί  καθαρά; 

Τότε  οΰτε  ή  ίκανότης  των  ρητόρων,  οΰτε  αί  χρηματικοί 
πεμιουσίαι,  οΰτε  τίποτε  άλλο,  θά  δυνηθή  νά  έζαχρειώση  τά 
δίκαιον.  Ώ  Διότι  δταν  θά  έλθη  ό  Αμερόληπτος  κριτής  καί  αύ- 
χός  πού  γνωρίζει  δλα  τά  Αμαρτήματα  πλήρως,  καθόσον  φαί¬ 
νονται  αύτά  πρά  των  όφθαλμών  του  ωσάν  νά  είναι  σημειω¬ 
μένο  εις  κάποιαν  εΙκόνα,  τότε  ούτε  βασιλεύς  οΰτε  ιδιώτης 
φαίνεται,  οΰτε  πτωχός  οΰτε  πλούσιος,  οΰτε  σοφάς  και  αμα¬ 
θής,  άλλά  δλα  αύτά  τά  προσωπεία  πέφτουν  καί  άιιό  τήν  ποίό- 
ιητα  των  πραξεών  ίου  ό  καθένας  γίνεται  φανερός,  Δέν  θά 
ίδμς  τότε  νά  Φορά  βασιλικόν  στέμμα,  ούτε  να  ένδύεται  πορ- 
Φυροϋν  ένδυμα,  δέν  θά  φέρεται  τότε  έπΐ  βασιλικών  άμαξων 
καί  δέν  θά  έχη  πλήθος  ραβδούχων  πού  ήρχοντο  είς  τήν  ά- 
γοράν,  άλλά  δλα  αυτά  θά  παραμερ-ισθούν  και  θα  εΐσέλθη  Ε- 
καστος  γυμνός,  έχων  τό  άποτέλεομα  ή  τής  καταδίκης  ή  τής 
σωτηρίας  άπύ  τάς  πράξεις  του,  διόττ  άναλόγως  μέ  τά  πώς  έ¬ 
χει  πραχθξϊ  κάθε  ένα  άπό  αύιά,  θά  6γπ  καί  τά  αποτέλεσμα  τής 
κρίοεως.  Ε 

"Εχετε  μεγάλην  ώφέ λείαν,  διότι  μέ  τόσην  μεγάλη ν  προ¬ 
θυμίαν  άκαυτε  τά  λόγια  αύτά.  Ό  άναστεναγμός,  ένάς  έκδ¬ 
οτου  και  τά  κτύπημα  του  μετώπου  άποδεικνύει  είς  έμέ  τάν 
καμιών  τών  σπερμάτων  τούτων.  Διά  του  το  Ελεεινολογώ  αυ¬ 
τούς  πού  Απουσιάζουν,  διότι  Ενφ  δύνανται  νά  τύχουν  τόσης 
μεγάλης  φροντίδος  Εμπλέκονται  είς  τάς  πληγάς  και  τά  καθη¬ 
μερινά  τραύματα  καί  μάλιστα  δέν  γνωρίζουν  δη  είναι  άσθε- 


ΟΜΙΛίΛ  Β1Ϊ  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  ΤΗΙ  ΑΓ.  ΚΙΡΗΝΗ2 


νείς·  αύτούς  λοιπόν  είναι  δύσκολον  καί  νά  τούς  θεραπεύση 
κανείς, 

Ποιος  θά  τούς  όμίλήση  δι'  αύτά;  Α1  γυναίκες  πού  ζοϋν 
μαζυ  τους;  "Ομως  μία  μέριμνα  ύπάρχει  είς  αύτάς  νά  Ενο- 
χλοΰν  τούς  συνοικοΰντας,  καί  εϊναι  αύτή,  ή  μέριμνα  διά  τά 
χρυσά  στολίδια,  διά  τά  Ενδύματα,  διά  τήν  πολυτέλειαν  καί 
διά  τά  τού  οίκου,  Μήπως  οί  δούλοι;  349  α.  Πώς  &μως  άψοΰ 
καί  αύτοί  δέν  Εχουν  άποκτήσει  κάποιον  θάρρος,  καί  Εχουν 
μίαν  μόνον  φροντίδα  νά  έκτελοΰν  τήν  ύπηρεσίαν ,  Μήπως 
οί  διικασταί;  νΟμως  δεν  υπάρχει  σύδομία  σκέψις  είς  Εκείνους 
ιΐϋ[>ά  μόνον  ή  φροντίς  διά  τάς  υποθέσεις  τής  πολιτείας.  Μή- 
Μίος  οί  βασιλείς  καί  αύτοί  πού  φέρουν  τά  βασιλικά  στέμ¬ 
ματα;  Καί  είς  Εκείνους  πάλιν  δλος  ό  κόπος  καί  δλη  ή  φρον- 
Ης  είναι  διά  τήν  διοίκησιν,  τήν  Εξουσίαν  καί  τά  χρήματα. 
Μήπως  οί  ίδιοι  είς  τούς  εαυτούς  των ;  Πώς  δμως  θά  δυνηθσΰν 
νά  ιτράξουν  τούτο  αύταί  πού  δέν  ήμπορούν  νά  όναιινεύσουν 
Από  τάς  Ενοχλήσεις  τών  διαφόρων  πραγμάτων  καί  νύκτα  καί 
ήμέραν  χάνουν  τάν  καιρόν  τους  είς  αύτά;  'Απά  ποιον  δέν 
θά  είναι  ιτιά  Αξιοκατάκριτοι  αύτοί  πού  Ενώ  Εχαυν  άναρίθμη- 
«II  ιραύματα,  Β  δέν  έρχονται  Εδώ,  όπου  θό  δυνηθούν  νά  μά¬ 
θουν  άτι,  καί  δν  Ακόμη  Εχουν  τραύματα,  είναι  δυνατόν  νά 
Απαλλαγούν  όιπά  αύτά  κα!  νά  γίνουν  ύγιείς,  Πάτε  λοιπόν  θά 
φροντίσουν  δια  τήν  ψυχήν  των;  Είναι  εύχάριστον  αύτοί  πού 
Ερχονται  ουνεχώς  είς  τήν  Εκκλησίαν  καί  άπολαμβάνουν  τήν 
ιινειηκιτίκήν  διδασκαλίαν  καί  τυγχάνουν  τόσον  μεγάλης 
φροντίδας  νά  ήμιτορέσουν  νά  ΰπερισχύσουν  και  νά  δαμάσουν 
ιάς  πονηράς  Επιθυμίας  καί  νά  έχουν  έστρομμένην  τήν  προ¬ 
σοχήν  των  είς  τήν  διάπραξιν  τής  Αρετής. 

Ζ,  Άλλ’  όμως  διά  νά  μ  ή  σάς  στερήσωμεν  Από  τα  συνήθη 
μέ  ιά  νά  καταγγέλωμεν  συνεχώς  Εκείνους,  6ς  παραθέσωμεν 
ιιάλιν  τήν  συνήθη  τράπεζαν  είς  Εσάς  €  καί  άς  όμιλήσωμεν 
διά  ιό  κΕοδος  πού  προέρχεται  Από  τήν  ψαλμωδίαν.  Διότι  νσ 
ιώ|κι  Λ  ΨαΧράς  πού  ήρχισεν  ουνεδύασεν  τάς  διαφόρους  φω¬ 
νή  ς  καί  Εκαμεν  νά  άνυψισθή  Ενα  παναρμόνιον  άσμα,  καί  νέοι 
καί  γέροντες,  πλούσιοι  κοϊ  πτωχοί.  γυναίκες  κσί  άνδοες,  δού¬ 
λοι  κπϊ  Ελεύθεηαι  μίαν  μελωδίαν  Εψάλλαμεν  όλοι.  Έίιν  ά  κι¬ 
θαρωδός  τάς  διαφόρους  χορδάς  διά  τής  όρθής  Εκιελέσεως 
ιή<;  συνδυάζει  καί  τάς  πολλάς  τάς  κάμει  μίαν,  άν  καί  παρα¬ 
μένουν  πολλοί,  τί  τά  παράδοξον  υπάρχει  δν  ή  δύνσμις  τοΰ 
ψαλμρΟ  και  τοΰ  πνευματικού  Ασματος  πράξη  άκριβώς  τά  ίδι¬ 
ον  :  "Οχι  μόνον  έιιός  τούς  παοόντας,  Αλλά  καί  αύτδν  πού 
ΛηΕθανε  ιόν  άνέμιξε  μέ  τούς  ζώντας,  καθόσον  καί  Εκείνος  ό 
μακάριας  προφήιης  δψαλλεν  μέ  ήμας.  Π  Βεβαίως  τούτο  δέν 
συμβαίνει  είς  ιός  βασιλικός  αύλάς.  Αλλά  κάθηται  μέν  αύτάς* 


ΙΰΑΝΝΟΓ  ΧΡΠ02Τ0ΜΟΓ 


60 


*  ^λικ6ν  στέμμα,  παρίστανται  δέ  δλοι  σιωπή- 
£*“!”>  ωΐ  οί  κατέχοντες  υψηλά  βιώματα.  Έδώ  δμως δέϊ 

ίδΐ°’  ^  *  ΠΡ°Φ^  καϊ  δλοΛ^κρτ- 

ν6μ«θα,  δλοι  σΐΛμψόλλομεν·  δέν  υπάρχει  έ&ύ  ή  διάκρισις 
δούλου  καί  έΛευθέρου,  ς>ύτε  πλουσίου  καί  τπωχσΟ,  οβ^ίϊ 
χοντος  και  ιδιώτου,  άλλά  έχει  άπομακρυνθή  ΰλη  αύτΛ  ή  6- 
Ζ^Ι,Α  Τ*  ζ"^  “>  ώ.  ο^τηθβ  δνας 

^  Ιλ^ία  λύ™  “>  ί  νή 

θέν  νεγ  λϊ11  ΪΤ  ή  είΐΥένεΐΛ  ιίΚ  έκκλησίας,  Ε  Διότι 
ηί,ποΐΐί  δ  αΙ^'  νά  ίοχυρισθοΰμε  δτι  ό  Κυρίας  ψάλλει  μέ 

™Τ:£\ΧΖΤΎΐ  &  0  δ0°^·  ο0τε  "ώλ™  ϊ£  ό^ούοι^ς 

^  ?χΥί  έ  «"Σκάζεται  είς  Αφωνίαν 

οβ  τε  πάλιν  δτιόδνδρας  όμιλεϊ  μετά  θάρρους  ή  δέ  γυνήϊστα- 
ταΐ  άφωνος,  άλλά  δλοΐ  άπσλαμβάνομεν  της  Ιδίας  Τηιής  καί 

ΓΪΓΛ ιήν  *****  ™ι -ν” 

ϋί)τε  πάλιν  έχει  κάτι  περισσότερον  αύτάς  άπό  έκείνον  καί 
κανος  Από  αύτόν  Αλλά  όλοι  άπολαμβάνομεν  τής  Ιδιας  τι- 

Λλπϊλ^  λ°  πολλι^  γλώσσας  άναπέμπεται  είς  τόν 

Δημιουργόν  της  Οίκουμένης.  Ή  διαφορά  δέ  δέν  έγκειτα»  61ς 
τήν  διάκρισιν  δούλου  καί  έλευ  θέρου,  3 Μ  α  πλουσίου  καί  πτω- 
"?  έγκειται  ε1ς  ,°ήν 

ρετήν  ^  ^  Γήν  6κνι>ρίσν>  &  τί)ν  “κίαν  καί  τήν  ά· 

αΐπν  5*",*  νώ  όνομάΡω  έγώ  καί  ιόν  πτωχόν  πλού¬ 

σιον  καί  τόν  πλούσιον  πτωχόν,  καί  τόν  Λνδρα  γυναίκα  καί 

κα^  ΪΓΧ?  δν?Λ  ’  Τ°^  °°^ν  άμα0ί>  Κα1  τόν  άμαθή  σοφόν, 
μάτων*  ΑλλΤ  22*  ΧωΡχ  'ί  °υγχέω  Γ*ν  ^ύοιν  τών  πραγ- 

Γά  Χταλ  Κπί °Τ/θν  *αν6να·  ό  ΛποΙος  δισρώ 
τα  ττάντα^  Και  πως  θά  γίνη,  λέγει,  6  άνδρας  γυναίκα  καί  Α 

γυναίκα  άνδρας;  Δέν  μεταβάλλεται  ή  φύσις,  άλλά  ή  προαίοε^ 

πΚεταίΠν?πεο?^6“νθν  ένδύεται  νά  καλλω- 

Γτκ,εται,  νά  περιποιηται  τήν  κόμην.  νά  εύωδιάζμ  Από  Δρώυα- 

ένδιΓυάτφέΡετύί  θΐ)ίυΤΤΡΡώς  διά  τί*  ό"σλη<  περιβόλι*  τών 

μέίΛΤτΑν  ^  ΐ\  ν  ΐδίοματ ος'  νά  εΓνα’  π[^σι>λο> 

α1?όνήΛνό^  ε,7’  Β  Προύσα  νά  όνο- 

^  4  άνδρα  Σ™  ?χει  ^ροβώσει  τήν  εύγένειαν  τής 

δΐκΐί^^101  ^Ρός  τό  θήλυ;  Δίόπ  άν  ό  Παύλ^ 

VI, ”  ΰ^  χνά  °υ^αταριθμή  μεταξύ  των  ζώντων  τήν 

δυ2ν  ^°Λ-?  εΐ  ?ύτί’  ^  ^ομακρόνετ  άττό  ιόν 
όμιλον  των  ίωντων  καί  τήν  συγκαταριθμεί  μέ  τούς  νεκρούς 

ίπΓ α  λ*?  6έ  <^στ<ιλωσα  ζ.Ικκι  τέθνιμ<εν»  (Α'  Τι  μ  5,  β) 

πως  ό  άνδρας  που  πράττε,  αύτά,  τά  όποια  ηρά ττουαα  ή  ^υνή 


61 


ΟΜΙΛΙΑ  ΕΙΣ  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  ΤΗΣ  ΑΙ’,  ΕΙΡΗΝΗΣ 


Ρ.χει  άπολέσει  καί  τήν  ζωήν,  βά  ουγχαταλεχθ?  εις  τήν  τάξιν 
ιών  άνδρών; 

,Τόν  άνδρα  μήν  μού  τόν  δείξης  άπό  τόν  μανδύαν  ούτε 
άπό  τήν  ζώνην,  οΐίτε  άπό  τοΰ  ότι  έξουσιάζει  είς  τήν  οίκογέ- 
νειών  του,  ούτε  Από  τάς  φοβέρας  και  τός  άπειλάς,  άλλά  άπό 
τήν  σύνεσιν  τών  σκέψεων,  τότε  κατ'  έξοχή ν  είναι  άνδρας  δ- 
ταν  έζουσιάζη  τής  οίκίας  του  της  έσωτερικής,  δηλαδή  τής  ψυ¬ 
χής,  Ο  καί  δέν  παρασύρεται  ΰπό  παραλόγων  σκέψεων.  “Οταν 
δμως  μεθ^  *αί  είνατ  προσκεκολλημένος  είς  τός  διασκεδά¬ 
σεις  καί  περνά  τήν  ήμέραν  του  είς  γλεντοκοπήματα  καί  πα¬ 
ρεκτροπής  καί  γίνεται  ύπό  του  πόθους  πιό  μαλακός  καί  άπό 
ιύν  κηρόν,  πώς  θά  ήμπορέσω  τόν  τοίοΰτον  νά  τόν  όνσμάσω· 
άνδρα,  αύτόν  πού  ένφ  είναι  έλεύβερ«5ς  είναι  αίχμάλωτος,  ό- 
γοραιτμένος  δούλος,  πού  ύποχωρά  είς  όλα  τό  πάθη  του,  τόν 
έκτεθηλ υμέναν,  αύτόν  πού  συντρίβεται,  πού  νικδται  ωιό  ό¬ 
λους,  πού  δέν  ήμώβρεΐ  νή  <παθή  είς  τήν  παράταξήν  τής  μά- 
χπς;  "Η  μήπως  δέν  γνωρίζετε  δτι  ή  παράταξις  καί  ό  πόλεμος 
δέν  γίνεται  πρός  Ανθρώπους  όμοίους  μέ  ήμδς,  Ο  άλλά  πρός 
ιάς  Αοράτους  δυνάμεις,  πρός  τός  φάλαγγας  τών  δαιμόνων  κα¬ 
τά  τόν  μακάριον  Παύλον  «Ούκ  έσπ  ή  πόλη  πρός  αίμα  καί 
οάρχο,  άλλά  πρός  τάς  άρχός,  πρός  τός  έξουσίας;*  ('Εφεσ. 
θ,  12). 

3.  Αΰτό  είναι  κατ’  έξοχή ν  ίδιον  τού  άνδρός.  Αύτός  λοιπόν 
πού  οτολίζεται,  άλλά  δέν  έχει  τήν  δύναμιν  νέου,  αύτός  ττού 
καλλωπίζεται,  Αλλά  δέν  σκληρά γωγείταη  πώς  θάσταθή  είς  τήν 
παρά  ταξί  ν  της  μάχης;  "Η  πώς  θά  όνομααθή  Ανδρος,  αύτός 
πού  είναι  μαλθακώτερος  άπό  κάθε  γυναίκα;  Κατά  τόν  ίδιαν 
φάπαν  δπτυς  αυτόν  δέν  θά  τόν  ώνόμαζα  άνδρα,  άλλά  μαλθα- 
κώτεμον  άπό  γυναίκα,  έτοα  καί  τήν  γυναίκα  πού  σκληραγω¬ 
γικοί  θά  ώνόμαζα  ίσχυροτέραν  Από  κάθε  άνδρα,  Ε  5ν  άρπώ- 
<>Π  τά  όπλα  τά  πνευματικά  καί  ένδυθή  τόν  θώρακα  τής  δικαιο¬ 
σύνης  καί  θέση  είς  τήν  κεφαλήν  τό  κράνος  τού  σωτηρίου  καί 
ιιροβάλλη  τήν  άετπίδα  της  πίστεως  καί  ζτιχθή  τήν  ζώνην  τής 
άληθείας  κα1  λάβη  τήν  μάχαιραν  τού  ττνεύματος  καί  οταθή 
«ι*ς  τήν  ηαράταξιν  τής  μάχης,  λάμπουσα  άπό  ιά  όπλα,  καί  γί- 
νη  πιό  ύψηλή  και  άπό  τούς  ούρανούς,  ένεκα  τού  θάρρους  της, 
*α1  διαλόη  τάς  φάλαγγας  τών  δαιμόνων  καί  καθαιρή  τήν  τυ¬ 
ραννικήν  έξσυαίαν  τού  δααβάλου  κατατρυπώσα  τά  πάθη  καί 
καιαρρίπτουσα  πτώματα  πιό  πυκνά  Απ'  ότι  εις  τούς  πολέμους, 
πτώματα  όμως  όχι  -Ανθρώπινα,  άλλά  παραλόγων  λογισμών. 
Διότι  ά  Ανδρος  καί  ή  γυναίκα  ώς  πρός  τάς  σωματικός  μέν  έρ- 
γασίος  είναι  χωρισμένοι,  και  είς  μέν  τήν  γυναίκα  έχει  καθο- 
ρισθύ  ό  Αργαλειός,  ή  ρόκκα,  τό  καλαθάκι,  ή  παραμονή  εις 
τόν  ιιίκον,  ή  διαμονή  έντός  τών  δωματίων  και  ή  ανατροφή 


ΙΩΑΝΝΟί  ΧΡΓΣΟΣΤΟΜΟΤ 


τών  τέκνων*  «1  Α  είς  τόν  δνδρα  δέ  τά  δίχαστήρνα,  τά  βου 
λευτήρία,  ή  άγσρά,  ο{  πόλεμοι,  αί  μάχαι  και  αΐ  παρατάξεις* 
-Εΐ<  τούς  άγων  ας  δμωζ  της  εύσεβςίας  τό  στάδιον  είναι  κοινόν 

κοινοί  οΐ  άγώνες.  Καί  αί  γυναίκες  συμμετέχουν  είς  τούς 
αγώνας  καί  δέν  έκδκόκοντρ.  άπό  αύτούς,  άλλά  καί  προτάσ¬ 
σονται  και  οτεφανσόντα!  καί  άνακηρύσσοντα»  νικήτριαι,  καί 
λαμβάνουν  έπαθλα  καί  βραβεία  καί  στεφάνους  καί  τρόπαια 
ένδοί*  υπάρχουν  είς  έχείνας  καί  συνεχές  καί  διαδοχικά 
νι»αι. 

Καί  διά  νά  μή  νομίσετε  δπ  άποτελούν  κομπασμόν  τ&  λό- 
Ύ«ι  αυτά  και  προκαλοΰν  άπλώς  θόρυβον,  άλλό  διά  νά  γνω¬ 
ρίσετε  σαφώς  δπ  όχι  μόνον  άπό  τούς  άνδρος  είναι  άνδρειό- 
τεραι  αΐ  γυναίκες,  άλλό  καί  πρός  αυτήν,  ήμπορουμεν  νά  εί- 
πουμεν,  τήν  άπάθεΐαν  τών  όγγέλων,  κατά  τό  δυνατόν,  πλη¬ 
σιάζουν,  Β  ας  φέρωμεν  είς  τδ  μέσον  αυτήν  πού  ήτο  μία  γυ- 
ναικα  ώς  πρός  τήν  φύσιν,  ήγγισεν  όμως  τούς  ούρανούς  διά 
της  ουνάμεως  τής  φιλοσοφίας,  τήν  μητέρα  τών  Μακκαβαίων,* 
η  οποία  δέκα  τέσσαρας  φοράς  έστεφανώθη  μέ  στεφάνους  καί 
Οποιον  αρκττον  στρατιώτην  θέλεις  πολεμχκώτατον,  άνδρειότα- 
τον  μεγαλοψυχόχατον,  φέρε  είς  τό  μισόν  διά  τοΟ  λόγου  καί 
θά  Ιδης  τήν  γυναίκα  τόσον  ύψηλοτέραν,  δσον  ϊστονται  οί  ά- 
ψιδες  των  ούρανών  άπό  τής  γης.  Διότι  ό  μέν  στρατιώτης  καί 
αυΛητης  φοβάται  ενα  τραύμα  καί  τόν  σύντομον  έζ  αύτού  θά- 
νατον  μόνον.  Αύτή  δμως  ϊατατο  ώς  όρος  πού  σκάπτεται  διά 
μετάλλευμα  και  υπέμενεν  βαρυτέρας  θλίψει  είς  Τήν  ψυχήν 
δι  ενα  έκαστον  ιέκνον,  Ενεκα  τών  βασάνων  τά  όποια  έκείνοι 
έόέχοντο  είς  τάς  πλευράς  των,  καθόσον  ήτο  μητέρα  καί  χή¬ 
ρα  καί  είχε  φθάσει  είς  βαθύ  γήρας*  γνωρίζετε  δέ  αύτά:  όσοι 
έ γίνατε  πατέρες  €  καί  δσαι  έλεοβερωθήκατε  άπό  τάς  ώόϊνας 
του  τοκετού  ότι  αύτά  είναι  σκληρότερα  άπό  κάθε  κέντρίσμα, 
και  κανένα  αΙχμηρόν  βέλος  δέν  έτηφέρει  είς  τούς  τραυματι- 
ζομέ νους  τόσον  δυνατάν  πόνον,  όσον  κάθε  ένα  άπό  αύτά  πού 
έκόντα  την  ψυχήν  της.  Διότι  σκάψου  πόσον  μεγάλος  ήτο  ό 
Πόνος,  νά  βλέττη  κάθε  ένα  άπό  τά  παιδιά  της  νά  τού  κομμα¬ 
τιάζουν  τό  σώμα  διά  σιδήρου  καί  πυρός  καί  νά  βλέπη  άκό- 
μη  Οτι  είναι  ατέλειωτα  τό  βασανιστήρια.  Πώς  έβλεπεν,  πώς 
ηκουεν  πώς  έδέχειο  τήν  κνισσα^  πού  προήρχετο  άπό  τά 
σώματα  έκεινοιν,  πώς  δβλεπεν  Αναρίθμητους  τρόπους  θανά¬ 
του  εις  κάθε  ένα  άπό  τά  παιδιά  της.  "Ομως  αύτή  ϊσχατα  δπως 
ή  πέτρα  άκίνητος,  δπως  ό  σίδηρος,  όπως  τό  διαμάντι,  χΓορίς 
να  κλονίζεται  υπό  τών  κυμάτων,  Ό  διαλύουσο  τά  κύματα  Ηγ 


7.  Δ'  Μαχκαβαί^  16,  1-24, 

8.  Ό  λΐΐϊα^ς  ή  $ομή  χρΗ-.οζ. 


ΟΜΙΛΙΑ  ΕΙΙ  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  ΤΗΣ  ΑΓ,  ΕΙΡΗΝΗΣ 


ββ 

άφρούς*  μάλλον  δέ  ότι  καί  νά  εϊπω  δέν  ήμπορώ  νά  προοθέ- 
σω  χαράκτη ριομόν  άζίον  διά  τήν  καρτερικότητα  τής  γυναικός. 
χχ  αί  λ  ν  χ00  τί|ν  *νοΡί**ιϊ“ν  γυναίκα  ί\  ΰνδρα;  Μήπως 
οέν  θά  τήν  ονομάσωμεν  κατά  πολύ  άνωτέραν  άπό  κάθε 
ανδρα; 

Τί  λοιπόν,  όταν  Γόης  άλλην  είς  νεαρόν  ήλικίαν  μέ  σώ¬ 
μα  τρυφερόν,  νά  περνάη  νύκτας  έν  άγρυπνία,  ήμέρσς  δίχως 
τροφήν,  νά  καταπνίγη  τήν  Επιθυμίαν  τής  γαστρός,  νά  όδια- 
φορ^ι  διά  τήν  άγάπην  πρός  τά  χρήματα,  νά  νεκμώνη  τά  σώ¬ 
μα,  νά  σταυρώνη  τήν  σάρκαν,  νά  μήν  θεωρη  τά  παρόντα 
■σπουδαία,  νά  βαδίζη  κάτω  εις  τήν  γήν  καί  νά  έγγίζη  τάς  ά- 
ψτδας  του  ούρανσΟ,  Ε  νά  ηερκρρονή  τήν  δυναοτείαν,  νά  κα- 
τργελςι  τήν  δόξαν,  άντί  λεπτού  ένδύματος  νά  ένδΰεται  τρίχι- 
νον  ένδυμα,  νά  ταλαιπωρώ ται,  νά  στρώνη  στάχτην,  νά  χρη- 
οιμοποιή  ώς  κλίνην  τό  έδαφος,  καί  νά  μήν  ζητή  τίποτε  έτά 
πΛέον,  νά  είναι  κεκλεισμένη  είς  στενόν  δωμάτιον,  νά  συνα- 
ναστρέχρεται  μέ  τούς  προφήτας,  νά  διάγη  τόν  βίον  της  μέ  τήν 
μελέτην  ταϋ  θανάτου,  νά  έχη  νεκρωθζί  πρό  τού  θανάτου,  νά 
χαταπονήται  άπό  τήν  πείναν,  τήν  άγρυπνίαν,  τήν  δίψαν,  καί 
τάς  φαντασιοπληξίας  τής  παρούσης  ζωής  νά  περιφρονώ  πε¬ 
ρισσότερον  άπό  σάπια  ψύλλο*  πές  μου  θά  τήν  όνομάσης  γύ¬ 
ναια;  Δέν  θά  τήν  έντάξης  £ΐς  Τόν  δμιλον  ιών  άγγόλων,  6- 
αη  Γ  χ  ΚΕ^  όπό  αύτήν  τήν  τάξιν  τών  άνδ^ύν, 

52  Α  διση  άν  καί  ίχη  γυναικείαν  φύσιν  έτηδεικνύει  τόσον 
υψηλήν  φιλοσοφίαν ; 

■ί.^ΚαΙ  ποίος  έχει  άντίρρησιν  είς  αύτά;  Δέν  ύπάρχετ  κα¬ 
νείς  Ακούσε  πώς  ήσαν  αί  γυναίκες  καί  κατά  τήν  έποχήν 
των  αποστόλων.  Ακούσε  τόν  Παύλον  πού  λέγει  είς  τήν  επν- 
στολήν  του  πρός  Ρωμαίους.  «Συνίσττ^ιΐ  δέ  ύμϊν  Φοίβην  τήν 
^άε,Κφήν  ήμων,  διάκονον  ούσαν  τής  'έκκλησίας  τής  έν  Κε 
χρεαίς  ήΤΙς  προστάτις  πολλών  έγεννήθη  καϊ  έμοΰ  αύτού» 
(Ρωμ.  Ιβ,  1).  Ο  Παύλε,  τί  λέγεις;  Μία  γυναίκα  έγινε  προ- 
στάτις^σου  »α!  δέν  έντρέπίεσαι  καί  δέν  κοκκινίζεις  νά  τό  λέ- 
Υΐ>ς;  Οχι  μόνον  δέν  έ  ντρέπομαι,  άλλά  καί  καυχώμαι  έπΐ 
πλέον,  Καί  ύ  Δεσπότης  ό  ίδικός  μου  δέν  έντρέπετο  νά  έχι> 
ωι;  μητέρα  γυναίκα.  Μου  ?γινε  προστάτις  Β  6χι  απλώς  έ- 
ιτειόή  ήτο  γυναίκα,  άλλά  άπειδή  έζη  τόν  κατά  Χριστόν  βίαν 
καί  έκοσμείτο  διά  Τής  εΰλαβείας. 

Καί  πώς  έγινε  προστάτις  τού  Παύλου,  Άπό  ποϊον  πράγ¬ 
μα  είχεν  άνάγκην  ά  Παύλας,  αύτός  πού  περιήλθε ν  άλόκλη- 
{κιν  τήν  οικουμένην,  αύτός  πού  δέν  έφρόνπζε  τό  σώμα  του 
αίπύς  πχχ,  κατενίχησε  τάς  άνάγχας  τής  φύσεως,  αύτός  ησύ’ 
«,εοίωκε  τά  δαιμόνια,  αύτός  πού  έθεράπευε  τάς  άσθενείοε 
διά  των  ένδυμάτων  του,  αύτός  τού  όποίου  τήν  φωνήν  καί  τήν 


13ΑΝΝ0Ϊ  ΧΡ1ΪΟΙΤΟΜΟΓ 


04 

σκιάν  όκόμη  έτρεμεν  ό  διάβολος,  αύτός  πού  ώς  άγγελος  έτι- 
μότο  ύπό  των  πιοτών,  αυτόν  πού  έσεβήσθησαν  ιό  θηρίο,  αύ- 
τάς  πού  τόν  έοεδόσθη  τό  πέλαγος  καί  πού  ιόν  έκράτησεν  έπΐ 
μίαν  νύκτα  καί  μίαν  ήμέραν  καί  δέν  τόν  δίτνιξεν,  αύτός  πού 
ήτο  πολίτης  τού  παραδείσου,  αύτός  πού  άνηρπάγη  μέχρι  τρί 
τον  σύρανοϋ,  αύτός  πού  συμμετείχεν  είς  τα  άπόρρητα  τσΰ 
θεοΰ,  €  αύτός  πού  έκοπίασεν  περισσότερον  άπό  όλους  τούς 
Αποστόλους,  τό  σκεύος  τής  έκλογής,  ό  νυμφαγωγός  τής  έκ- 
κλησίος,  ό  κήρυξ  ιών  Εθνών,  αύτός  πού  π^ριέτρεξεν  δλην 
τήν  γήν  καί  τήν  θάλασσαν  καί  έστησε  παντού  τρόπαια  τής 
άνδρείας  του,  αύτός  πού  έηάλατε  συνεχώς  μέ  τήν  πείναν  καί 
τήν  δίψαν,  αύτός  πού  ήγωνίζετο  πρός  τήν  γυμνότητα  καί 
τόν  παγετόν  καί  έλεγεν  «Μέχρι  τής  βρπ  ώρας  καί  πεινώμεν 
καί  διψώμεν  καί  γυμνητεύαμεν»  (Α'  Κορ.  4,  11),  αύτός  πού 
είχε  νεκρωθή  ώς  πρός  τόν  κόσμον,  αύτός  πού  έθεώρει  ώς  νε¬ 
κρόν  τόν  κόσμον,  ό  πολίτης  ιών  ουρανών,  ό  μανιώδης  έρα- 
στής  χσΟ  Χριστού,  ό  θερμότερος  τού  πυρός,  ό  δυνατώτερος 
σιδήρου,  ό  στερεώτερος  άδάμαντσς,  αύτός  λοιπόν  δέν  έντρέ· 
πεται  όταν  λέγη^  διά  τήν  γυναίκα  δτι  «Προστάτις  πολλών  έ- 
γενήθη  καί  αϋτσΰ  έμσϋ;», 

Καί  δέν  τό  λέγει  μόνον,  άλλά  καί  τό  γράφει  καί  δέν  τά 
γράφει  μόνον  άιπλώς,  Ο  άλλά  άπηύθυνε  ταύτα  καί  είς  τόσον 
μεγάλο  πλήθος  Ρωμαίων,  οΐ  οποίοι  ύπερηφανεύοντο  καί  έμεγα- 
λοφρόναυν  διά  τά  έζωτερίκά  άξιώματα.  Καί  δέν  τήν  ίστελε 
μόνον  είς  έκείνους,  άλλά  ήθελε  νά  γίνη  γνωστόν  καί  είς  τός 
έπερχομένος  γενεάς,  Διότι  έάν  δέν  ήθελε  δέν  θά  έοημείωνεν 
αύτό  είς  τήν  έπιστολήν·  τώρα  δμως  έπειδή  θέλει  νά  παρα- 
δοθή  τό  πράγμα  είς  τήν  αϊωνίαν  ένθύμησιν  άφ’  ένός  μέν  συ- 
νιστά  τήν  γυναίκα  καί  διεγείρει  τήν  προσοχήν  όλων  πρός 
τήν  φροντίδα  πού  έπέδειζεν  έκείνη,  όφ’  έτέρου  τήν  όνομά- 
ζει  προστάπν  του  χωρίς  νά  έντρέπεται  καί  νά  έρυθριά,  Τό¬ 
σον  σπουδαίον  πράγμα  είναι·  καί  εις  τό  γνναικείον  σώμα  ή 
ψυχή  πού  ζή  κατά  Χριστόν. 

Αύτά  δέ  τά  λέγω  διά  νά  μή  προφασίζεται  ή  γυναίκα  καί 
λέγιι  δτι  έπειδή  είμαι  γυναίκα  δέν  έφθασα  εις  με  γάλον  βαθ¬ 
μόν  εύλοβείας.  Διότι  Ιδού  αύτή  είναι  γυναίκα,  καϊ  ή  γυναι¬ 
κεία  φύσις  δέν  έγινε  έμπόδιον,  Ε  άλλά  χατηξιώθη  νά  γίνη 
προστάττς  τοϋ  Παύλου  καί  νά  όιακηρυχθή  τούτο  εις  δλην  τήν 
οΐχουμένην,  Πώς  όμως  έγινεν  πρσοτάτις  του;  'Ίοως  έπειδή 
τόν  έγλύτωοεν  άπό  τούς  κίνδυνους;  Ένφ  ήτο  δεμένος·  παρε- 
κάθησεν  πλησίον  του,  ένφ  ήτο  Αλυσοδεμένος  τόν  έπαρηγόρει 
φροντίδων  διά  τάς  καθημερινός  του  άνάγκας,  αύτούς  πού 
τόν  έπεβουλευοντο  τούς  άίπεμάχρυνεν,  παρέδωκε  τόν  έουτόν 
της  είς  θάνατον  ώστε  νά  γλυτώση  ό  "Αγιος  έκετνος  άπό  τάς  έ- 


β&  0Μ1Α1Α  £21  £  ΤΟΝ  ΝΑΟΝ  ΤΗΣ  ΑΓ.  ΕΙΡΗΝΗΣ 

μερχσμένας  κακός  περιστάσεις. 

Διά  τούτο  λοιπόν  έγκωμιώζει  καί  τούς  μετ'  αύτήν  εύρι- 
σκομένους  λέγων  «Άσπάσασθε  Πρίακίλλαν  καί  Άκύλαν» 
(Ρωμ.  16,  3),  *Ίδε  λοιπόν  καί  έδώ  λάμπουσαν  τήν  γυναίκα- 
Διάπ  δν  καί  μία  είναι  ή  ξωνωρίς9  δμως  έχει  προταχθή  ή  γυ>- 
ναίκα  άπό  τόν  άνδρα,  ΪΜ  Α  διότι·  δέν  είπεν  «Άκύλαν  καί 
Πρίακίλλαν»  άλλά  «Πρίσιαλλαν  καί  *  Ακύλαν».  Ποϊσι  δμως 
ήσαν  ούτοί; 

Σ  κ η V οπο ιοί  ώς  πρός  τό  έπάγγελμα,  έργαζόμενοι  είς  έρ- 
γαστήριον  όμως  ούτε  τό  έπάγγελμα  ούτε  ή  πτωχεία  έγινε  ν 
είς  αύτούς  έμπόδιον,  άλλά  άψησεν  ύλην  τήν  πάλιν  ό  μακά¬ 
ριος  Παύλος  καί  ήλθεν  είς  αύτό  τό  έργαστήριον,  Χάριν  τίνος 
καί  διά  ποιον  λόγον;  "Οχι  έπειδή  είχε  κίονας,  ούτε  έπειδή 
τό  δάπεδον  ήτο  στολισμένου  μέ  πλάκας  καί  ψηφιδωτά,  ούτε 
έπειδή  ε3χε  χρυσού ν  όροφον,  ούτε  έπειδή  είχε  πλήθος  δου¬ 
λών,  ούτε  έπειδή  θά  είχε  τήν  περιποΐησιν  των  εύνοόχων, 
άλλά  έπειδή  ήτο  τό  δωμάτιον  τούτο  άπηλλαγμένον  άΐπό  δλα 
αύτά-  διότι  ή  γυναίκα  καί  ά  άνδρας  συνεκέντρωναν  τά  άγαθά 
μέ  τήν  τιμίαν  έργοσίαν  ταιν  Β  καί  έκαμαν  τήν  οίχίον  των  έκ- 
κλησίαν  όχι  μέ  τό  νά  άρπάζουν  καί  νά  πλεονεκτούν,  άλλά 
χρησιμοποϊοΰντες  τήν  Απαραίτητον  τροφήν  διά  τήν  λειτουρ¬ 
γίαν  του  σώματος.  Δϊ'  αύτό  λοιπόν  καί  ό  Παύλος  έθεώρηοε 
κατάλληλον  τό  οίκημα  αύτό  διά  νά  παραμείνη-  καί  διά  νά 
μάθης  δτι  έμενεν  έκεί  έπειδή  άπεδέχθη  τήν  άρετήν  της  ψυ¬ 
χής  των,  ΰκουσε  αύτά  πιού  λέγει1  «ίΚτινες  ύττέρ  τής  ψυχής 
ΐκ>υ  τόν  έαυτων  τράχηλον  ύπέθηκαν  οϊς  ούκ  έγώ  μόνος  εύ- 
χαριστώ,  άλλό  καί  πάσαι  αί  Έκχληοίαι  των  Εθνών», 

Είδες  ότι  ούτε  ή  γυναικεία  φάοις,  ούτε  τό  έπάγγελμα 
ούτε  ή  ππιΐχεία  δέν  Αποτελούν  έμ^όδαον  διά  τόν  δρόμον  τής 
ψυχής;  Είδες  γυναίκα  καί  Λνδρα  νά  δέχωνταί  ξένον  όχι  μό¬ 
νον  είς  τήν  τράπεζαν,  άλλά  νά  δέχωνταί  τόν  άτιόστολον  καί 
διό  τού  οϊματός  των;  €  Τί  καί  δν  δέν  όοψάγτραν ;  "Ομως 
αύτοί  τό  σώμα  των  παρέδιοοαν  καί  ζωντες  έγιναν  μάρτυρες 
καί  πολλάς  φοράς  μάρτυρες,  πάντοτε  προτόσαοντες  τά  σώμα¬ 
τά  των  διά  νά  σφαγσΰν  άντί  τού  Παύλου.  Διότι  δέν  είττε  αύ¬ 
τοί  πού  όξώδευσαν  χρήματα,  αύτ<ή  πού  ήνοιξαν  τήν  οίκίαν 
Τιυν,  άλλ’  άνέφερεν  έκεΐνο  πού  ήτο  μεγαλύιερον  όλων,  τόν 
φόνον,  φέρει  τήν  σφαγήν  είς  τό  μέσον,  διό  νά  εϊπη  ότι  έπρο- 
ιίμησαν  καί  νά  άποκοπουν  αί  κεφαλαί  των  χάριν  έμοϋ 


9.  “Αρμα  ουρ4μ*^ον  Οίΐό  Μπ  Τπικον.  ’Βίό  ί'ί'.ο*!  ζνγύν  τοΰ  γάμου. 
11),  ΧϊλχοΟ';  ^μίσΐΐΛ  Πέντ*  λεπτΕν,  Γ«ντί).«τιτον'  βη- 

|ίΛ(Ν*(  ^  *λ Αχιβτον  χρημϊ'ΐχδΝ  ιιοαίν,  χάβε  τγ  ποϋ  ίχβι  έλ&χίατφ  ϋΐχν, 
ηρ4γμ«  ιΐ^ήμβνίον. 


δ 


ΙΟΑΝΝΟΓ  ΧΡΤ20ΣΤΟΜΟΓ 


6$ 


Άς  τό  Ακούσου ν  αύτά  ο}  νεόπλουτοι  πού  μετά  δυσκο¬ 
λίας  δίδουν  όβολόν10  είς  τούς  άγίαυς-  έκεΐνοι  τά  αίμα  των  έ- 
δακαν,  καί  αύτήν  τήν  ζωήν  διέθεσαν  διά  νά  διασωσουν  καί 
ΛίριηοιηΡονν  τάν  8γκ>ν.  Ο  ΟΙ  παρόντβς  δμως  ούτε  τά  έλάχι- 
στον  μέρος  άπό  τήν  περιουσίαν  των  δέν  Θά  άδέχοντο  νά  δώ- 
σου·ν  μέ  εύχαρίστησιν  είς  αυτούς  πού  έχουν  Ανάγκην  δμως 
ή  Πρίσκιλλα  καί  ό  ’Αχύλας  καί  τά  χρήματα  καί  τά  σώματα 
κα\  αύτήν  τήν  ζωήν  των  έδωκαν.  Βλέπεις  τί  άξίζει  ή  γυναίκα 
ττού  ζζΐ  κατά  Χρκπάν;  Πόσον  αξίζει  ό  Λνδρας  πού  ζφ  είς  τήν 
πτωκείαν  καί  διά  τού  έπαγγέλματος; 

Αύτούς  λοΐπά\'  δς  μακαρίσωμεν,  αύτούς  νά  μιμηθούμε. 
καί  άφού  παραβλόψωμεν  τά  παρόντα,  δς  τά  δώσωμεν  άλα 
χάριν-  τοϋ  θελήματος  του  θεού  διά  νά  άξιωδώμεν  καί  των 
μελλόντων  όγαθών  διά  τής  χάριτος  καί  φιλανθρωπίας  τσΰ 
Κυρίου  ήμών  Ιησού  Χριστού  διά  τοϋ  άποίου  καί  μετά  τοί> 
όποίου  βΐς  τάν  Πατέρα  καί  συγχρόνως  είς  τά  8 γιον  Πνεύμα 
άνή&ει  ή  δόξα,  νΟν  καί  άεί  καί  είς  τούς  αΙώνας  τών  αιώνων. 
"Αμήν. 


ΟΜΙΛΙΑ  ΤΟΥ  ΙΔΙΟΥ  ΕΚΦΟΝΗΘΕΙΣΑ  ΕΙΣ  ΤΗΝ  ΕΚ¬ 
ΚΛΗΣΙΑΝ  ΤΟΥ  ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ  ΠΑΥΛΟΥ,  Ώ  ΑΦΟΥ  ΠΡΟ¬ 
ΗΓΟΥΜΕΝΩΣ  ΑΝΕΓΝΛΣΑΝ  ΓΟΤΘΟΙ,  ΚΑΙ  ΟΜ ΙΛΗ¬ 
Σ  ΕΝ  ΠΡΟ  ΑΥΤΟΥ  ΓΟΤΘΟΣ  ΠΡΕΣΒΥ ΓΕΡΟΣ, 


I,  Ήθελα  νά  παρενρίσκωνται  σήμερον  οί  Εθνικοί  διά 
νά  Ακούσουν  αύτά  πού  έχουν  άνογνωσθή  καί  νά  μάθουν  πό¬ 
θον  μεγάλη  είναι  ή  δύναμις  τού  σταυραώέντος,  πόσον  μεγά¬ 
λη  είναι  ή  δύναμις  τού  σταυρού,  πόση  είναι  ή  ευγένεια  τής 
Εκκλησίας,  πόση  ή  δυναμικότης  τής  πίστβως,  πόση  ή  αίσχό- 
νθ  τής  πλάνης,  πόση  ή  γελοιοποίησή  χών  δαιμόνων,  Διότι 
υΙ  μέν  διδασκαλίαι  τών  φιλοσόφων  κοί  είς  τούς  όμογλώσσους 
Ιων  άχόμη  έχουν  άφανισθή,  αί  δέ  ίδικαί  μας  καί  είς  τούς  έτε- 
μογλώοσους  άκόμα  έχουν  πολλήν  δύναμιν.  Καί  έκείναι  μέν 
έχουν  δίασπασθή  εύχολώτερα  καί  άηό  τήν  άράχνην,  Ε  αί  Ιδι- 
Κ<ϋ  μας  δμυχ;  έχουν  γίνει  πιό  στερεοί  καϊ  όπό  άδάμαντο. 

I  Ιού  είναι  αί  διδασκαλίαι  τσΰ  Πλάτωνος,  τού  Πυβαγόρου 
Καί  τών  άλλων  σοφών  τών  Αθηνών;  νΕχουν  σβυσθή,  Πού 
ΐίναι  ή  διδασκαλία  τών  άλιέων  καί  τών  σκηνοποιών ;  "Οχι 
μόνον  είς  ιήν  Ιουδαίον,  άλλάκαί  είς  τήν  γλώσσαν  τών  Βαρ- 
θβρων,  καθώς  ήκούσατε  σήμερον,  διαλάμπει  φωτεινότερα 
ΤΟ0  ήλίου.  Καί  Σκύθαι  καί  Θράκες  καί  Σαυρομάται11  καί 
Μαύροι  καί  Ινδοί  καί  αύτοί  πού  κατοικούν  είς  τά  πλέον  άπο- 
μεμαχρυσμένα  μέρη  τής  Οίκουμένης,  Αφού  μετέφρασαν  τό 
Εύαγγέλίον  είς  τήν  ΐδνκήν  των  γλώσσαν  τό  μελετούν,  πρά¬ 
γμα  Που  ούτε  είς  τόν  ύπνον  τους  οί  σοφοί  τών  Ελλήνων  πού 
Ι(ρ«ρον  πώγωνα  372  Α  καί  έφοβέριζαν  μέ  τό  ραβδί  των  όσους 
βυναντούσαν  είς  τήν  ίτγορόν  καί  έκουνουσαν  τΙς  μποΰκλες 
Τφν  μαλλιών  τους  καί  έπεδείκν υον  λεόντων  μάλλον  παρά 
ανθρώπου  δψιν.  Τά  Ιδικά  μας  δμως  δέν  είναι  έτσι  καί  ή  φίλο- 
βοφία  Οέν  κρίνεται  άπό  τήν  έξωτεριχήν  έμφάνκπν  άλλ’  άπό 
ΤΛν  σωφροσύνην.  Δαότι  ή  μέν  πόρνη  όχιειδή  δέν  έχει  καί 
Κάλλος  φυσικόν  μέ  φκισσίδια  καί  θαφάς  όφθαλμών  καί  μέ 
Ακυκά  όνδόματια  καί  μέ  άλλα  τέτοια  τεχνάσματα  προσθέτει 
ίδν  εαυτόν  ιης  κάποιαν  ώραιότητα  τεχνητήν  καί  συγκα· 


11.  ^ρυμάται  ϋ  £χρ|ΐ4™ι*  01  χ*ιο»κκ 


12ΑΚΝ0Γ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 


β* 

λύπτει  τήν  άσχημίαν  της.  Ή  κοπέλλα  όμως  πού  έχει  φυσικήν 
ωραιότητα  καί  είναι  χαριτωμένη  καί  εύγενής  άφήνει  γυμνόν 
ττ\ς  φύσεις  τό  όώρον  νά  Αγωνίζεται,  χωρίς  νά  έχη  Ανάγκην 
Από  αύτά  τά  βοηθήματα,  άλλά  τά  άπορ  ρίπτει,  Β  ώστε  νά  μήν 
έπισκίόοη  τήν  φυσικήν  ωραιότητα  μέ  τά  τεχνητά  αύτά  στολί¬ 
δια.  Αύτό  ήμποροΰμε  νά  τό  έφαρμόοωμεν  έπί  της  Έκχλησίας, 
καί  έπί  τών  έζω  τής  Εκκλησίας.  Επειδή  έκεϊνσι  δέν  έχουν 
φυσικήν  ώραιότητα  καί  δέν  ήμπορσΟν  νά  στολίζω  νται  διά 
τής  εύσεβείας,  σταλίζουν  τά  ίδΐκά.  τους  διά  τής  εύφραδείας, 
διά  τών  καλών  λόγων,  διά  τών  διαφόρων  ρητορικών  σχημά- 
Α«ν,  διά  ιών  κομμώσεων  καί  τών  φαιδροτήτων  καί  δι'  άλλων 
τοιούτων  πραγμάτων.  Είς  τούς  ίδιχσύς  μας  δμως  διδασκάλους 
δέν  συμβαίνει  τά  ϊδιον,  άλλά  δλα  ούτά  τά  άπορ ρίπτουν  καί. 
άπομακρύνουν  τά  άπτπλαστα  στολίδια  καί  άπιδεικνύουν  τήν 
φυσικήν  ωραιότητα  χωρίς  νό  όζύνουν  τήν  γλώσσαν  των,  καί 
χωρίς  νά  έτιιδιώκουν  εγκώμια,  άλλά  φιλοσοφούν  6«  της  δυ- 
νάμεως  τών  Ιδεών  καί  διά  τής  έπαόείξεως  τών  έργων  καί  τσΟ 
όρθοΰ  βίου  Ο  διακηρύττουν  τήν  χώριν  τού  θεού  πού  ένοικεΐ 
είς  αύτούς. 

Διά  τούτο  λοιπόν  δέν  έσαγήνευσαν  μόνον  τήν  οίκουμέ- 
νην,  άλλά  καί  τήν  Ακατοίκητον,  δχι  μόνον  τήν  γην,  άλλά  καί 
τήν  θάλασσαν  δχι  μόνον  τάς  πόλεις,  άλλά  καί  τά  όρη  καί 
τούς  λόφους  καί  τάς  δασώδεις  κοιλάδας-  δχι  μόνον  τήν  Ελ¬ 
λάδα,  άλλά  καί  τάς  βαρβαρικάς  χώρας-  δχι  μόνον  αύτούς  πού 
κατέχουν  Αξιώματα,  άλλά  καί  αύτούς  πού  εύρίσκονται  είς; 
μεγάλην  πτωχείαν  δχι  μόνον  άνδρας,  άλλά  καί  γυναίκας- 
δχι  μόνον  τούς  γέροντας,  άλλά  καί  τούς  νέους.  Δέν  &ρθα- 
σαν  δέ  μόνον  μέχρις  Ακεΐ,  άλλά  καί  άκόμη  πΐά  πέρα-  καί  μί* 
άρκεσθέντες  μόνον  είς  τήν  ίδικήν  μας  "Ηπειρον  άξεπέρασαν 
τάν  Ωκεανόν  Ο  καί  ουνέλαβον  έντός  τών  δικτύων  των  καί 
τάς  βαρβαρικάς  χώρας  καί  τάς  Β  ρεπά  νικάς  νήσους,  καί  όπου- 
δήπστε  καί  αν  έφθασαν,  θά  Ιδης  νά  περίφέρωνται  τά  όνόμα- 
τα  ιών  άλιέων  είς  τά  στόματα  όλων  δχι  άπριδή  ώς  άλιεϊς  εί- 
χον  δόνα  μι  ν,  άλλά  διότι  ή  δύναμις  τού  σταυρωθέντος  έκαμε  ν 
αύτούς  νά  προκύπτουν  παντού,  καί  άπεδείκνυεν  τούς  ΐδιώτας- 
οοφωηέρους  άπό  τούς  φιλοσόφους  καί  τούς  Αγραμμάτους  καί 
άκρανοτέρους  ίχθόων.  πιό  νευρώδεις  άπό  τούς  ρήτορας,  τούς· 
λογογράφους13  καί  τ<Λς  σοφιστός. 

"Ας  μή  νομίση  λοιπόν  κανείς  8τι·  άποτελεϊ  αισχύνην  τής: 
Εκκλησίας  τό  δτι  ουνετελέσαμεν  ώστε  νά  βγουν  είς  τό  μόσσν 
οί  βάρβαροί1  καί  νό  ομιλήσουν,  διότι  αύτό  είναι  κόσμημα  διά 


12,  ΌΜΟμΙζοντσ  οΟτού  έ-χείναι  ικύ  ουνέτασοπν  3ιχ:ινιχούς  λόγρος  χΐ- 


ΟΜΙΛΙΑ  ΕΙΣ  ΓΟΤΘΟΓΣ 


ιήν  Εκκλησίαν,  είναι  καλλώπισμα,  είναι  όπόδεϊξις  της  δον  Δ 
ιτιόη;  τής  πίστεως*  αύτό  έλεγε ν  καί  ό  προφήτης,  προφητεύων 
έκ  τών  άνΐΐΓ  Ε  «Ούχ  είσΐ  Χολ  ιοί  ούδέ  λόγοι,  ών  ούχί  Ακούονται 
αί  ιρωναί  αύτών-  είς  πάσαν  τήν  γήν  έξήλθεν  ό  φθόγγος  αύ- 
ιών  καί  είς  τά  πέρατα  τής  οικουμένης  τά  ρήματα  αύτών* 
(Ψαλμ.  18,  4-5).  Τούτο  καί  ά  Ήσαίας  καθισιών  γνωστόν 
ιιάλιν  μέ  άλλα  λόγια  ύπαινίσσετο  λόγων-  «Λύκοι  καί  άρνες 
άμα  βοσκηθήοανται,  καί  πάρδαλις  συναναπαύοεται  έρίφω,  καί 
λέων  <ύς  βοϋς  φάγεται  άχυρα»  (Ήσ.  65,  25).  Δέν  τά  έλεγεν 
ούιό  έννοών  λέοντας  καί  όρνιά  καί  λεοπαρδάλεις  καί  έρί- 
ΐ|«>υς,  άλλά  πρσέλεγεν  είς  ήμδς  Καί  έδείκνυεν  δπ  καί  οί  θη- 
Ινώδεις  άπό  τούς  Ανθρώπους  θά  ήμερωθοϋν  τόσον  διά  τής  δι¬ 
δασκαλίας  τσϋ  κηρύγματος,  ώστε  νά  συγχρωτίζονται  μέ  τούς 
ήμερωτέρους  κσί  πραοτέρους  Ανθρώπους,  371  Α  Καί  αύτό  τό 
έχεις  ΐδεϊ  σήμερον-  οΐ  πλέον  βάρβαροι  Από  τούς  Ανθρώπους 
νή  Γύμίυκωνται  μαζί  μέ  τά  πρόβατα  τής  Εκκλησίας,  καί  νά 
είναι  κοινή  ή  τροφή  καί  μία  ή  μάνδρα  καί  μία  τράπεζα  κοινή 
νό  ύΐιάρχη  έμπροεθεν  6λων. 

2.  "Ας  έντρέπων  ται·  οι  Ιουδαίοι  οί  όποιοι  όναγινώσκουν 
1*ά  ν  ιός  Γραφής  άγνοοΟν  δμως  τά  νοήματα  αύτών.  "Ας  σκε- 
υάιιηυν  τά  πρόσωπά  ίων  οί  Εθνικοί  πού  λατρεύουν  τούς  λί- 
ΐΚπις  καί  κυνηγούν  ιό  σκότος,  βλέποντες  λάμπουσαν  τήν  Δ 
ΊήΟεπιν  φωτεινότερου  άπό  τήν  όκτϊνα  τού  ήλίου,  “Ας  καλ¬ 
λωπίζει  αι  ή  Εκκλησία  ή  οποία  λάμπει  καί  σκιρτά  Από  χαράν 
άΓ  βλων  τούτων.  'Όπως  είναι  κοινός  Λ  ήλιος  καί  ή  γή  καί  ή 
θάλιισσυ  κα)  ό  Αέρας,  έτσι  πολύ  περισσότερον  έγινεν  κοινός 
ό^λΛγοι;  ιού  κηρύγματος-  διά  τοίχτο  καί  ό  Παύλος  έλεγε"  Β 
«"Ινο  ηνά  καρπόν  σχώ  καί  έν  ύμϊν,  καθώς  καί  έν  τοϊς  λοι- 
ΠαΙι;  βθνεοίν,  *Έλλησί  τε  καί  βαρβάροις,  οοφοΐς  τε  καί  Ανοή- 
•ϋΐς  Λφειλέιης  είμί'  οστω  τά  κατ’  έμέ  πρόθυμον  καί  ύμίν  τως 
έν  ίν»μ||  εύαγγελίσασθαι»  (Ρωμ,  1,  13-15). 

Καί  διατί  θαυμάζεις  άν  εις  τήν  Καινήν  Διαθήκην  γίνεται 
ίΛ  Ιδιον  πού  γίνεται  και  εις  τήν  Παλαιόν ;  Διόη  6  πρώτος  πού 
Ιγΐν*  «ιιόγονος  και  τής  Εκκλησίας  καί  της  Συναγωγής,  έ- 
ΚΒίνων  [ΐέν  — ιών  Ιουδαίων —  κατά  σάρκα,  ήμών  δέ  — τών 
Χριστιανών· —  καιά  πνεύμα,  ήτρ  βάρβαρος  καί  ώδηγήθη  άπό 
ΐά  βάθη  ΐιήι;  II  ε  ραίο  ς1 11  —διά  τόν  ί^ατριΑρχην  Αβραάμ  λέγω 
«αΐ  ί»ΰτε  έδιδάκθη  γράμματα,  ούτε  μετείχεν  είς  τάς  προ- 

ΠΓίίος'  δέν  είχεν  διδάσκαλον,  δέν  έγνώριζεν  τήν  ιστορίαν 
η  βέν  είχκν  γεννηθή  Ακόμη  ό  Μωυσής·  €  δέν  είχε  μάθει 
διό  ιούς  πμό  αύχοΟ,  ούτε  έδιδάχθη  δσα  θά  συνέβαινον 
|Ι  Γά  άπά  ιιύιόν,  Αλλά  ένίμ  έγεννήθη  καί  άνετράφη  είς  τά 


|ί,  ΤΙιτρΙ;  ιοΒ  ’ΛΐρβΛίι  ήι*  ή  ΟΒρ  -ί-ης  ΜΜο^!παμίις. 


1ΒΑΚΝ01*  ΧΪΎ20ΙΤ0Μ0Γ  70 

βάθη  τής  Περσίας  τόσον  πολύ  έφιλοσόψηαεν  ώστε  έπρόλαβε 
πολλής  έντολάς  της  Καινής  Διαθήκης  καί  έπραγματοποίησεν 
ούχάς  έμπράκ,τως.  Διότι  όταν  διετάχθη  νά  φύγη  άπό  τήν  ιτα- 
τρίδα  του  καί  νώ  έγκαταλβίψη  οικίαν  καί  φίλους  καί  συγγε¬ 
νείς,  καί  νά  έλθη  είς  ξένην  χώραν,  δάν  ύπέστη  τίποτε  τό  Αν¬ 
θρώπινον,  οΟτε  κατελήφθη  άπό  συμπάθειαν,  ούτε  έσκέφθη 
μόνος  του  διά  νά  είπή-  θά  άφήσω  τό  σίγουρο  και  θά  πορευ- 
ίΑΰ  είς  τά  άδηλα  καί  άφανή;;  "Εχων  όμως  τήν  πίσιιν  ώς  όδη- 
γόν  καί  κρατών  τήν  ύπόσχεσιγ  του  θεού  άντί  βακτηρίας,  αυ¬ 
τά  πού  είχεν  είς  τάς  χείρας  του  ΰ  τά  έγκατέλειπε  καί  Παίρ¬ 
νε  αύτά  πού  ή  σαν  μόνον  έλπίς.  "Αλλωστε  καί  κατά  τούτο  εί¬ 
ναι  πρόγονος  τής  Εκκλησίας·  διότι  καί  ήμεϊς  χελευόμεθα  νά 
τιαρούλέηωμεν  τά  βιωτικά  πράγματα  καί  ρύτά  πού  φαίνονται 
καί  νά  άποβλέπωμεν  διά  τής  έλπίδος  πρός  έκείνα  πού  δέν 
φαίνονται^  καί  νά  εϊμεΦι  σταθεροί  είς  τήν  πίσιν  πού  είναι  ή 
άγκυρα  τής  σωτηρίας  μας  καί  νά  έπιόιώκωμεν  έκεϊνα  Διά 
τούτο  καί  6  Παύλος  έλεγε·  «Τή  γάρ  έλπίδι  έοώθημεν  άλπίς 
δέ  βλεπομένη  οόκ  όσην  έλπίς*  (Ρωμ,  8,  24)·  καί  πάλιν  «Τά 
γάρ  παραυιίκα  έλαφρόν  τής  θλίψεως  ημών,  καθ'  υπερβολήν 
είς  ύπερβολήν  αιώνιον  βάρος  δάζης  κατεργάζεται  ήμίν  μή 
οκοπουνταιν  %ών  τά  βλεπόμενα,  άλλά  τά  μή  βλεπόμενα» 
(Β'  Κορ.  4.  17  -  18). 

"Οταν  έξήλθεν  άιπά  τήν  πατρίδα  του  ό  μακάριος  Αβραάμ 
Ε  καί  έστησε  καλύβαν  είς  τήν  ζένην  χώραν,  άποστολικά  προ¬ 
στάγματα  διά  των  έργων  του  έφανέρωσεν.  Διότι  άφσϋ  έστη¬ 
σε  τά  λαμπρόν  έκεϊνο  τρόπαιον  καί  κατήγαγε  τήν  παράδοξον 
έκείνην  νίκην,  καί  ύπερίαχυσε  των  Βορβόρων,  δχι  διά  τής 
δυνάμεως  τού  σώματος  του,  άλλά  διά  τής  δυνάμεως  τής  π*, 
στεως  κσϊ  παρεκαλεΐτσ  άπό  τούς  σωθένχας  νά  ώμειψθη  διά 
τούς  κόπους  έκείνους  καί  τάς  ταλαιπωρίας,  καί  όταν  ό  βάρ¬ 
βαρος  γοΟ  έλεγε  «Λάβε  σύ  τάν  ίππον,  καί  δός  ήμίν  τούς  Λν- 
5ρας>  τί  λέγει;  «'Εκτενώ  τήν  χεϊρά  μου  πρός  τάν  θεόν  ιόν 
άφιστον,  εί  λήψομαι  παρά  σου  σπκιρτίον  έως  σφαιρωτηρος 
υποδήματος*  (Γεν.  14,  2.1-23).  Είδες  πώς  έξεπλήρωσε  τήν 
Ευαγγελικήν  έκείνην  έντολήν  πού  λέγει  3Γ«  Α  «Δωρεάν  έ- 
λάβετβ,  δωρεάν  δότε»;  (Ματθ.  10,  8), 

Καί  ό  Μωυσής  πάλιν  καί  αύτός  είς  βαρβαρικήν  σίκίαν 
καί  έγεννήθη  καί  άνετράφη  δμως  τό  γεγονός  αύτό  δέν  τάν  έ- 
βλαψεν  καθό  V1  αλλά  καί  αύτός  Δριλοσόφει  όχι·  άλιγώτερον 
άπώ  τάν  Πατριάρχην,  μέ  ιό  νά  έμπαίζη  τήν  Συβαριτικήν  τρά¬ 
πεζαν14  καί  νά  άρθή  πάνω  άπύ  τήν  τρυκρηλήν  ζωήν  έκείνων, 

14.  Η  ίύβαρις  ί,το  πάλος  χ-ής,  χί-ω  Ιταλίας  μ«ΐχ£&  ηβταμώ» 
»ι«ρΜ>ς  χ»?  Κρ*«ι«ςς,  ’.ίροβι'αα  6*6  Άχχιβν  ί*  'Κ,λίχης  χ»ΐ  ’[ώνοον  &χ 


71 


ΟΜΙΛΙΑ  ΕίΙ  ΓΟΤΘΟ» 


καί  νά  άτιμάοη  τάν  πλούτον,  τήν  βασιλείαν  καί  τά  σκήυττρα 
τής  Αίγυπτου  καί  νά  προχωρήση  οίκειοβελως  είς  τούς  όμοε 
θνεϊς  του  πού  ήσχολσΰντο  μέ  τόν  πηλόν  καί  τήν  πλίνθοποιΐ- 
ον.  Καί  διά  τούτο  βουμάζων  αυτόν  ό  Παύλος  έλεγε ν  «Μεί- 
ζονα  πλούτον  ήγησάμενος  ιών  Αιγύπτιου  θησαυρών  τόν  όνει- 
δίσμόν  τού  Χριστού»  ('Εβρ.  11,  28)·  καί  έπειτα  δεικνύων  τόν 
διδάσκαλον  των  αγαθών  τούτων  προσθέτετ*  Β  «Τόν  γάρ  άά- 
ματον  ώς  όρων  έκαρτέρησεν*  πράγμα  πού  ήχο  άπόδειξις  με¬ 
γίστης  πϋστεως.  Λοιπόν  ΰς  μή  νομίζωμεν  όπ  είναι  έΝπροπή 
ιό  νά  ύπάρχουν  βάρβαροι  είς  τήν  Εκκλησίαν  άνπθέτως  τού¬ 
το  άποτελεί  κόσμημα  δι’  αύτήν,  άιάπ  καί  αύτός  ό  Κύριος  Η¬ 
μών  Ιησούς  Χριστός  δταν  ήλθεν  είς  τόν  κόσμον  πρώτους 
ιούς  Βαρβάρους  άκάλεσε,  διόπ  Λταν  έγεννήθη  καί  έτέθη  είς 
ιήν  φάτνην,  ήλθον  οι  μάγοι  άπό  τήν  Περσίαν  καί  προσεκύ- 
νησαν  αύτόν. 

ΤΩ  ιών  παραδόξων  καί  καινών  πραγμάτων]  "Οταν  πρό- 
κειίαι  νά  εΐσέλθη  ά  βασιλεύς  είς  τήν  πάλιν  τόν  υποδέχονται 
όλοι  μέ  ώ>ψϊδας  καί  λαμπάδας,  καί  οί  άξιωματούχοι  καί  οί  δυ- 
νάσται  τόν  προύτοαντσύν  βλοι  μέ  χαροόμενην  ΰψιν,  έπίσης  μό 
ιιύλούς  καί  φλογέρας  καί  κιθάρος  καί  μέ  κάθε  μουσικόν  εί- 
6ος,  καί  μέ  ένδόματα  λαμπρά,  €  καί  μέ  κοσμήματα  καί  μέ 
μεγάλην  τιμήν.  "Οταν  βμως  έπρόκειτο  νά  έλθη  είς  τήν  γην 
Λ  βασιλεύς  ιών  σύρανών,  τίποτε  άπό  αύτά  δέν  συνέβη,  άλλά 
ιά  όνιίθετα  τούτων  τόν  προϋπάντησαν,  δηλαδή  καλύβη  καί 
ι»κηνή  καί  φάτνη,  καί  μηιτέρα  πού  έφαίνετο  νό  είναι  άσημος, 
καί  πτωχεία  καί  μάλιστα  πολύ  μεγάλη.  Καί  βεβαίως  έάν  ήθε- 
λεν,  ήμηοροϋαε,  όταν  ήλθε,  νά  κινήση  τόν  σύρανόν,  νά  κώμη 
νό  οείεται  ή  γή  καί  νά  άττοστείλη  σστραπάς.  Διατί  όμως  άνα- 
ψέρω  αύτά;  Έάν  έφανέρωνεν  μάνσν  γυμνήν  μόνην  τήν  θε- 
όιηια,  τούτο  άπό  πόσην  λαμπράπμα  καί  φαιδρότητα  δέν  θά 
ή  ιο  μεγαλάτερον;  "Ομως  δέν  έκαμεν  έτσι,  διότι  δέν  ήθελεν 
νά  κσταστρέψη,  άλλά  νά  σώοη,  ούτε  νά  έκπλή^η,  άλλά  νά 
όιυρ&ίιση,  καί  ήθε.\«ν  ύξ  άρχής  νά  καταχττείλη  τήν  έπαραιν 
ιήν  άνθροιπίνην  καί  νά  καταστείλη  τήν  ματαιοδσζίαν.  ΟΔι'αύ- 
ιό  Ακριβώς  δέν  γίνεται  μόνον  άνθρωπος,  άλλά  καί  πτωχός 
άνθρωπος,  καί  έκλέγει  τέτοιαν  μητέρα,  καί  τόπον  άσημα ντον, 
προιηιών  τό  έσχατον  δριον  τηρ  πτωχείας  άπό  τήν  άρχήν  καί 
άπό  τούς  πόνους  τού  τοκετού  άνόμη.  Διότι  πές  μου  ποιά  \α> 
ναίκο  καί  άν  ακόμα  είναι1  ή  τπωχστέρα  άπό  δλους  τούς  άν- 


Τ*·ΐζΙΙν«;  »χτ4  ϊό  709  τι.Χ,  "Ενικά  τίίς  Εδφορίϊς  ϊοΟ  ίδά^ου;  της  κλΙ 
μ«Υ*λη:  ιμκορι-ΛΥιζ  4ν  χιν^ια;  ήχθη  *!;  ίχμήν  αχΙ 

Ηαΐμίν.  Οί  Ακρίτας  ίΐ3χϋλοθν-ο  μ4  εΛωχΙβ;,  ανμπ63ί*,  4ίάμ^-α  χ*ϊ  μΐ 
Μν*6(  ίΐβοος  4κφαζι}ι7·(;,  ΆΧ\  έχ  τούτον  ίδημιουργ-^Βν;  4  ^*ρο<μιώ&ηζ  4ρβ; 
»Μ«#ι<ίομ6;·,  6  δποΐος  έχ^4ζ«ι  τδν  τ  ρύπον  «6τ6ν  τίΐ;  ΐωί|ί, 


ΙύΑΝΝΟΓ  ΧΡΓ20ΣΤ0Μ0Γ  ^ 

θρωηους  καί  είναι  έτΐαίτις,  δέν  Εχει  κλίνην  διά  νά  τοποθετή¬ 
σω  τό  νοογέννητον  βρέφος  της,  Αύτός  όμως  δέν  έτοποθιεΓήθη 
οΟτε  εις  κλίνην,  άλλά  έντός  φάτνης,  όπως  Ετυχε,  καί  έτά 
/τλέιον  Λχ:  μέσα  είς  οικίαν,  άλλά,  έντός  καλύβης.  Τέτοιο  ήτο 
ή  άρχή  της  εισόδου  του  είς  τόν  ιοόσμον  τόσον  λαμπρά  καί  έν¬ 
δοξος.  "Οταν  δέ  άκούς  είσοδον  μή  νομίσης  μετάβααιν  όπό 
τόπου  είς  τόπον,  άλλά  συγχατάβασιν  της  οικονομίας  του  θεού. 

3.  Ε  Διότι  καί  ά  Παύλος  όταν  λέγη'  «"Οταν  δέ  πάλιν  εί- 
σαγάγμ  τόν  πρωτότοκον  είς  τήν  οικουμένην»  (Έβρ,  1,  β) 
άναγγέλβι  είς  ήμάς  τήν  οικονομίαν  τοΟ  θεσΰ,  διότι  ό  παν- 
ταχοΟ  παρών  κα]  τό  πάντα  πληρών  ·ποΰ  θα  ήμποροϋσε  νά  εΐ 
σέλ&η ;  Ώνόμασεν  όμως  Ετσι  τήν  διά  τής  οίκανομίαςφανέρωσίν 
του  είς  ήμδς.  'Ελ^ιίον  είς  τόν  κό(7μον  ήλθεν  μέ  ταπεινήν  μορ* 
ώήν  περκρρονων  τήν  άλαζονείαν,  καταστέλλων  τήν  Επαρ- 
σιν,  πεί&ον  όλους  νά  εϊμεθα  μετριόφρονες  καί  νά  μή  θεάν 
ροΟμεν  Ατιμωτικήν  τήν  πενίαν,  ούτε  Εξευτελιστικήν  τήν  ππυ>- 
χείαν,  νά  μή  Επιθυμούμε  πολύ  τόν  πλούτον,  καϊ  νά  μή  νομί- 
<ωμεν  δτι  είναι  μεγάλο  πράγμα  ή  φαντασμένη  έπίδαξις,  άλ¬ 
λά  νά  τήν  θεωροΰμεν  ώς  άοθενεστέραν  οχιάς,  575  Α  ώς  άνο- 
ξκιπέραν  ώπό  τά  φύλλο,  καί  όπατηλοτέραν  άπά  τά  όνειρα. 

"Οταν  ήλθεν  είς  τόν  κόσμον  έικάλεσε  βαρβάρους  καί  όχι 
μόνον  Απλώς  βαρβάρους,  άλλά  καί  μάγους  οί  όποιοι  άποτε- 
λοϋν  τό  μεγαλάτερον  είδος  της  άσβθείας!  Επειδή  ή  κατάστα- 
οις  είς  τόν  κόσμον  δέν  ήτο  καλή  καί  έπεκράτει  παντοΟ  άσέ- 
βενα  καί  ύψουτο  παντού  κνίσσα  και  καπνός,”  καί  δέν  ϊοχυιεν 
ό  νόμος,  ούτε  οί  προφήτοι·  ήδυνήθηραν  νά  διορθώσουν  τήν 
χατάστασιν  αύτήϊν.  καί  οΰτε  αΐ  παραινέσεις  ωφέλησαν,  ούτε 
τά  βαύματα,  οΰτε  ή  κόλασις  «αί  ή  τιμωρία,  καί  έμολύνετο  ή 
γη  διά  των  Ανθρωπίνων  αΙμάτων  καί  δέν  έλαμβ άνετη  ύπ' 
όψιν  οΟτε  ή  φυστκή  συγγένεια  «"Εθυσαν  γάρ  τούς  υιούς  αύ- 
Γών  καί  τάς  θυγατέρας  τοϊς  δαιμονίοις»  (Ψαλμ.  105,  37)  καί 
κατεσκάπτοντο  τά  θυσιαστήρια,  καί  όφονεύοντο  οί  προφήτοι, 
καί  ά  ναός  τής  εύσεβείας  έγίνετο  έρείππον  Β  καί  τόπος  όπου 
έ-ποποθετουντο  είδωλσλατρίχοί  θεοί  καί  ό  λαός  πού  ήλθεν 
διά  νά  διδάξη  τούς  άλλους  έγίνετο  αίτία  βλασφημίας  εϊς  τούς 
άλλους  «Τό  γάρ  όνομά  μου  δ>’  υμάς  θλασφημεΤται  έν  τοϊς 
Εθνεσ»  λέγει·  (Ήσ.  52,  5)·  καί  έπειδή  κατεφρονσΰντο  οί 
θυσίαι  καί  αΐ  έορται  καί  αί  νεομηνίαιΐ  καί  τά  Σάββατα  καί  «Τ 
χεν  άποβληθη  παν  κατάλοΐιπον  τής  λατρείας,  καί  παρημελεϊ- 
το  ή  Αρετή  και  ήκούετο  Από  Επάνω  ή  φωνή  του  θεού  πού 
μας  κατηγορούσε,  καί  Από  χάτω  ή  φωνή  των  προφητών  πού 
έθρηνουσαν,  καί  ήκούοντο  ψωναί  άπό  παντοΰ  έξ  αιτίας  της 


15,  ΆνχιαςΑ.  ι  ιΑ;  Βϋαΐβί  είς  ιοί*;  «ίδΐι>λθλαϊ?:χο6ς  ββούς. 


73 


ΟΜΙΛΙΑ  ΕΙΣ  ΓΟ'ΓίΚίΤΣ 


κακής  κσταστάσεως  των  πραγμάτων,  καί  έπειδή  ήτο  μεγάλη 
ή  δύναμις  τής  κακίας  καί  υπήρχε  πυκνή  νεφέλη  καί  βαθύ 
σκότος,  και  έγίνοντο  μέν  μέ  παρρησίαν  τά  Εργα  τά  πονηρά, 
έξεδιώκοντο  δέ  τά  Εργα  τής  Αρετής  Ο  και  υπήρχε  μεγάλη 
ιρίκυμία  καί  κύματα  συνεχή  κ<ά  πολλά  ναυάγια,  καί  όλοι  ή- 
οαν  ναυαγισμένοι,  καί  δέν  είσηκούεχο  ούτε  ή  φωνή  του  κυ¬ 
βερνήτου,  οβϊε  ϊοχυεν  ή  τέχνη  τών  ναυτών,  Αλλ’  έπικρα- 
Γυυσαν  τά  πονηρά  πνεύματα  καί  έπειδή  δέν  ύπήρχε  ούδεμία 
έλπίς  σωτηρίας  κα)  δέν  έτολμούσε  κανείς  νά  παροκαλέση 
ιόν  θεάν  διότι  πώς  θά  Ετολμούσεν.  Αφού  άφ’  ένός  μέν  οί 
προφήται  κατηγόρουν,  άφ'  έτέρου  δέ  οί  άγγελοι  πού  έτπτη- 
{>ούν  τό  κάθε  Εθνος  χωριστά  έκρύπτοντο  άπιό  έντροπήν;  ’Εί* 
κάλει  λοιπόν  ό  καιρός  τόν  Δημιουργόν  τού  παντός,  αύτόν 
ιόν  ΐιλάοτην  πού  έδημιοιυργησεν  έζ  άρχής  τό  γένος  ήμών. 

Έπειδή  λοιπόν  ήτο  πολύ  δύοκολος  ή  άσθένετα  καί  μά¬ 
λιστα  έγεννήθη  αύτή  έκ  τής  παραφροσύνης  κοί  τής  άλσξο- 
νοίας  και  κατεοτρέφοντο  καί  ή  Αρχή  καί  τά  μέσα  καί  τά  τέλη 
«ών  πραγμάτων,  έξεπήδηοεν  Από  τούς  πατρικούς  θρόνους  Β 
καί  ήλθκν  είς  τήν  γήν.  "Οταν  άκούσης  πάλιν  ότι  έξεπήόη- 
<ιεν  άπό  ιόν  ουρανόν  ώς  τήν  γήν  μή  νομόζής  δτι  αύτά  σημοί- 
νει  μείάβαοιν  τοπικήν,  ούτε  έρήμωσίν  τών  οϋρανώ\',  διότι  καί 
όταν  ακόμη  εύρίσκετο  είς  τήν  μήτραν  τής  Παρθένου  ήτο  καί 
ιόΐε  μαία  του  θεού,  τό  δέ  πώς  μή  έξετάζης,  οβτε  νά  ζιγιάς 
έί.ηγήοεις,  διότι  όταν  ό  θεάς  πρόττη  κάτι,  δτό  τήν  παραδοχήν 
ΐοιι  χρειάζεται  μόνον  πίοτις,  αυγκατάθεσις  καί  όμολογία.  'Ό- 
ιυ ν  ή,λθε  λοσιόν  καί  είδε  τόν  άσθενή  νά  κείται  έπΐ  τής  κλί- 
νιμ;  άπκλπισμένος  (όταν  δέ  λέγω  άσθενή  έννοώ  τό  άνθρώσπ- 
νον  γένος  πού  κατέκειτο  όχι  έπί  κοινής  κλίνης,  άλλά  έ™ 
τ  ΓΗ;  κλίνης  τής  πονηρίας)  καί  νά  Εχη  έγκαταλειφθή  Από  τούς 
Ιιιηωύς,  νά  πολιορκήτσι  Από  τά  πάθη,  νά  Ιχη  κατακυριευθή 
Λπό  ιήν  άοθένειαν,  Ε  νά  κατέιχεται  άπό  κάθε  είδος  άσθενεΐας 
πού  ένέοκηψεν  είς  τήν  όνθρωπίνην  φύστν  καί  νά  Εχ^ι  χάσει  ό 
Λνβρυιπος  τήν  έμπιστοουνην  είς  τόν  έσυτόν  του,  καί  τόν  ία- 
ιρόν  ό  όποιος  τοϋ  έδόθη,  διά  τάς  πληγάς  του  νά  είναα  κατή- 
γσίΚΜ;  σκληρός,  έννοώ  τόν  νόμον,  καί  νά  ούξάνουν  αί  κατη¬ 
γορίας  καί  νά  καθιστούν  τόν  άνθρωπον  Αξιόν  μεγαλυτέρας 
τιμωρίας,  καί  ιήν  τυραννικήν  έξουσίαν  τής  άσεθνείας,  καί 
τήν  ύπερβολήν  των  κακών,  όταν  λοιπόν  εϊδεν  τόν  άσθενή 
ηού  δέν  έπεζή,τει  τίποτε  άλλο  παρά  αύτόν  πού  μάς  διεμόρ- 
φωυεν  έξ  άρχής,  βλέπε  κατ'  άρχήν  τί  πράττει·  ένδύεται  τήν 
Ιδικήν  |ΐας  φύσιν  ή  όποία  είχεν  Ασθενήσει  καί  είχεν  ήττηθή, 
ΛΑ  υ6  πολεμήση  χαί  νά  άγωνισθή  πάλιν  δι'  αύτής,  καί  άμύ· 
σως  κατ'  Α[>χήν  Εκριζώνει  τήν  άλαξονείαν.  37β  α  καθόσον  αύ- 
ίή  ήτο  ή  αίτία  δλιιΐν  τών  κακών.  Διότι  τόν  Διάβολον,  6  όποιος 


ΙΩΑΝΝΟΥ  ΧΡΠΟΣΤΟΜΟΓ 


?4 


δέν  ήτο  Διάβολος,  αύτά  τό  πράγμα  τόν  έκαμε  νό  είναι  Διά¬ 
βολος-  καί  τό  ύποδηλοϊ  ό  Παύλος  δταν  λέγη·  «Μή  νεόφυιτον,. 
ϊνα  μή  τυφωθεις  εις  κρίμα  έμπέση  ταυ  διαβόλου»  (Α'  Τιμ 
3,  β),  Αύτό  ήταν  ή  αίτία  ώστε  νά  έκδιωχθίί  ό  'Αδάμ  έχ  τχΚ> 
παραδείσου,  διότι  ήκουσε  τό  «άοεαθε  θεοί»  (Γεν.  3,  5),  καί 
έξαπατηθείς  άπό  τήν  προσδοκίαν  αύτήν  ήγγισε  τό  δένδρσν 
καί  κατεπάτησε  τόν  νόμον  καί  παρέβη  τήν  έντολήν.  Διά  τού¬ 
το  λοιπόν  καί  ό  θεός  παρεσχεύασε  τδ  κατάλληλον  φάρμακον 
διά  τά  τραύμα.  Διότι  δπως  ακριβώς  συμβαίνει  εις  τά  σώματα 
τά  άντίθετο  νοσήματα  νά  θεραπεύωνται  διά  τών  άνττθέτπσν 
πρός  αύτά  φαρμάκων  καθώς  λέγουν  καί  τά  τέκνο  ιών  Ια¬ 
τρών,  άτι  δηλ.  καϊ  τό  ψυχραινόμενου  θερμαίνομεν  καί  τό  ξη- 
ρανθέν  ύγραίνομεν*  Β  τό  ϊδιον  λοιπόν  έκαμε  καί  ό  θεάς  είς 
τά  πάθη  τής  ψυχής. 

Επειδή  δηλαδή  ή  άλαζσνεία  διή  γείρε  τήν  ψυχήν  καί 
τήν  έκαμε  νά  έχη  φλεγμονήν,  έθεσε ν  έτΓ  αύτής  φάρμακον 
διά  νά  καταστείλη  τήν  έπαρσιν  αύτής  καϊ  διά  νά  έξαλείψη  ιό 
οίδημα.  Ποιον  όμως  φάρμακον;  Τήν  περιεφρούρησε  μέ  τόν 
θάνατον.  Διά  τούτο  δέν  έκαμε  μόνον  θνητόν  τό  σώμα,  όλλό 
ιό  έκαμε  καί  νά  σήίτεται  καί  νά  καταστρέψεται,  καί  νά  έκ* 
βάλη  πηγάς  οκωλήκων,  και  να  φθάνη  εις  τελείαν  άποσύνθε- 
οιν.  καί  νά  είναι  πλήρες  δυσωδίας,  θέτων  έτσι  άπό  νωρίς  τά 
θεμέλια  τής  ταπεινοφροσύνης  καί  μ  ή  έπιτρέπων  ούδέποτε 
αύτόν  ό  όποϊος  είναι  άλαζών  νά  ι>μηλοφρονή,  Διάτη·  τί  είναι» 
δυσωδέστερο  ν  άπό  τό  Ανθρώπινον  σώμα;  €  Καί  τί  τπό  μηδα¬ 
μινόν  άπό  νεκρόν  σώμα: 

4.  "Ομως  μή  στενόχωρη  θπς,  αγαπητέ,  άλλά  σκάψου  και 
έδώ  τήν  πρόνοιαν  τού  θεού.  Διότι  άφ’  ένός  μέν  αύτός  πού 
Αποθνήσκει  δέν  αίοθάνεται  αύτά  πού  συμβαίνουν  είς  τό  σώμα 
ιου,  διά  νά  ύποφέρη,  άφ'  ετέρου  δέ  αυτός  πού  ζή  μέ  ξένον 
σώμα  μανθάνει  νό  έξετάζη  προσεκτικά  τά  πράγματα.  Διότι 
και  δν  μυρίας  φοράς  καυχηθή  καί  ύττερηφανευθή  πολύ,  έάν 
έπασκεφθή  τάφον  καί  αίσθανθή  τήν  δυσωδίαν,  καί  ένθυμηθή 
τήν  μηδαμινότητό  μας,  συστέλλεται  καί  συμμαζεύεται  καί 
όδηγεϊται  ή  σκέψις  του  είς  αύτόν  τόν  "Αδην.  Καί  διά  νά  μά- 
8ης  ότι  αύτά  έγινε  δΓ  αύτόν  τόν  λόγον.,  καί  όχι  διά  νά  κατα- 
φρονήβη  τήν  ήμετέραν  φΰπιν,  άλλά  διά  νά  χαλινογιογήοη 
τήν  παραφροσύνην  τής  οκέψεως  καί  διά  νά  διατηρη  τόν  άν¬ 
θρωπον  είς  συνεχή  ταπεινοφροσύνην,  Ο  έπειδή  έζ  αρχής  είς 
αύτόν  τό  άμάρτημσ  άπό  έκεϊ  ίγτνεν,  άκουσε  τί  λέγει  ό  προ¬ 
φήτης  ΉααΤας-  «"Οπως  έξέπεσεν  έζ  οόρανού  6  έωσφόρος  ό 
πρωί  ώνατέλλων»  {Ήσ.  14,  12).  Καί  δέν  τό  λέγει  αϋτό  διά  τό 
άστρον,  Διότι  δέν  έπεσε  πστέ  ό  αύγερινός^άλλά  έχει  στερεω- 
θη  και  θεμελιιωθή  διά  παντός  είς  τάν  ούρανόν  καί  βαδίζει  τόν 


ΟΜΙΛΙΑ  ΚΙΧ  ΙΌΤΘΟΓΕ 


7& 

ΐδικόν  του  δρόμον.  Τί  σημαίνει  λοιπόν  αυτό  πού  λέγει  ό  προ¬ 
φήτης-  «Πώς  έξέπεσεν  έχ  τοίϊ  ουρανού  ό  έωσφόρος  6  ιχραΛ 
όναΐέλλων» :  Τό  λέγει  αύτό  διά  κάποιον  βάρβαρον  βασιλέα· 
ιόν  όνομάζει  δέ  έωοφόρον  λόγψ  τοΰ  όη  ήτο  ένδοξος,  λόγιμ 
ιοϋ  βασιλικού  του  στέμματος  καί  τοΰ  πορφυρού1  ένδύματος 
καϊ  λόγφ  τής  ακτινοβολίας  τών  περιστοιχιζάντων  αυτών  Ε 
καί  διά  τήν  λάμψιν  πού  προέρχεται  άπό  τά  όπλα  καί  διά  τόν 
λάμποντα  χρυσόν,  διό  τά  δόραια  τά  ήκονισμένα  καί  έξαστρά- 
πτοντσ,  δι’  όλην  τήν  άλλην  έντύπωσιν  πού  προκ,αλεΐ  καί  διά 
τό  ότι  άδηγεϊ  όλα  ιά  άλλα.  "Οπ  δέ  δέν  τό  λέγει  περί  τού 
έωοφόρου,  όλλά  χρησιμοποιεί  τό  όνομα  μεταφορικώς,  όφοΟ 
είπε  «Πώς  έξέπεσεν  έκ  τοΰ  ούρανού  ό  έακπρόρος  ό  πρωί  ά- 
νστέλλων;»  λέγει  έν  συνεχείς»*  «Σύ  δέ  είπας  έν  1$  καρδίςι 
«ου,  είς  τόν  ούρονόν  άναβήσομαι,  έπάνω  τών  Αστρων  τού  ου¬ 
ρανού  θήσω  τόν  θρόνον  μου,  καί  έσομοι  όμοιος  τψ  Ύψίοτψ» 
(Ήσ  14,  13).  "Οτι  δέ  ό  άστήρ  δέν  έχει  ούτε  διάνοιαν,  σθτε 
νοϋν,  αύιε  λόγια,  εις  όλους  είναι  γνωστόν  βεβαίως,  άλλά  τά 
λέγει  τούτο  διά  κάποιον  βασιλέα  βλάσφημου  καί  άλαζόνα  καί 
καυχησιολόγσν  κα)  καυχώμενον  δΓ  αύτά.  Ποίος  είναι  ό  βα¬ 
σιλεύς  αύτός;  377  Α  Δύναμαι  νό  σας  τόν  όνομάσω,  δμως  διά 
νά  μή  τά  πληροφσρήσθε  όλο  άπό  έμέ,  άλλά  καί  οί  Ιδιοι  νά 
έρευνάτε  μέ  σύνεσιν  καί  προσοχήν  τούς  θησαυρούς  τής  θείας 
Γραφής  Ακολουθήσατε  τό  χωρίον  τού  προφήτου  καί  θά  μάθε¬ 
ι  ε  καί  ποιος  είναι  ό  βασιλεύς  καί  ποίου  έθνους  βασιλεύς  ήτο, 
καί  πότε  έζηρεν  Διότι  λέγει-  «Δίδου  οοφφ  Αφορμήν  και  σο- 
ΐ|Μϋΐκρος  έσται»  (Παραιμ.  9,  9). 

Επειδή  λοιπόν  6  βασιλεύς  αύτός  μολονότι  ήτο  λαμπρός 
καί  ένδοξος  καί  εϊχεν  μεγάλην  περιουσίαν  πλούτου  καί  έπε- 
οκέφθη  όλην  τήν  οίκουμένην  κοί  έπέκτετνε  τήν  βασιλείαν 
ΜΗ),  διά  μιας  άνηρπάγη  καί  άπέθανε,  βλέπων  τήν  μεταβολήν 
αυτήν  παν  άνθρώπων  ό  προφήτης  'είπεν  «Πως  έξέπεοεν  έκ 
ιού  ουρανού  ό  έωοφόρος  ό  πρωΤ  άνατέλλων,  ό  θείων  βασι¬ 
λείς,  6  θείς  τήν  οίκουμένην  δλην  έρημον»;  Β  Καί  άπευθυ·- 
νό μένος  πρός  αύτόν  καί  κπτμιοδών,  λέγει-  *Σύ  δέ  είπας,  είς 
τόν  οάρρνάν  όναβηιοομαι,  έπάνω  των  άστρων  τοΰ  ούρανόΰ 
Ιίήσομοι  ιόν  θρόνον  μου·,  και  έσομαι  όμοιος  τφ  Ύψίοιψ'  νύν 
δέ  είς  "Αδην  καταβήοη,  ύποκάιω  σου  σιρώσουσι  σήψιν  καί 
ιό  κάλυμμά  ικ>υ  οκώλιίξ»  (Ήσ.  14,  12). 

Βλέπεις  λοιπόν  δτι.  καθάχ;  είπε,  διά  τούτο  έκαμε  τό  σώμα 
|κι<;  νά  έχη  τέτοιον  τέλος,  διά  νά  είναι  φάρμακον  τής  άλαζο- 
νείιις.  Επειδή  λοιπόν  είδε  τόν  άνθρωπον  όλαζόνα,  τόν  διδά¬ 
σκει  ρΐέ  αόιά  πού  συμβαίνουν  μετά  τόν  θάνατόν  του,  ύπενθυ- 
μΚων  ιούς  σκώληχας,  τήν  δυσωδίαν,  τήν  σαπίλαν,  ώστε  έν- 
θυιιυύμενος  έκεϊνα  νά  έγκαταλείψη  τήν  παραφροσύνην  και 


10ΑΝΝ0Γ  ΧΗΓΓΟΣΤΌΜΟΓ 


78 

νά  μή  σκέπτεται  ιά  παρόντα  καί  φυσιοΟται,  άλλά  νά  σκέπτε¬ 
ται  είς  ποΙον  τέλος  θά  χαταλήξη.  Ποίαν  μεταβολήν  θά  δχη. 
€  Δκϊ  τούτο  έλάβομεν  τό  σώμα  άσθενές,  καί  τόσον  δυσώδες 
μετά  τον  θάνατον.  Διότι  Εάν  τώρα  τόοΟ  είναι  ή  φύσις  ήμών 
τέτοια,  πολλοί  άπό  ιούς  άνοήτους  όχουν  παρεκτροπή  είς  τό¬ 
σον  μεγάλην  άπόνοιαν,  ώστε  νά  σκέυττωνται  ίσοθεΤαν  καί  νά 
σκοτβευουν  τόν  ούρανόν,  δν  δέν  συνεκρατοϋντο  άπό  αύτόν 
τόν  χαλινόν,  είς  ποϊον  μέγεθος  παρανομίας  δέν  θά  είχαν  ξε- 
χυθη,  Ν 

Δέν  ήταν  μόνον  αότός  ύ  βασιλεύς,  άλλά  καί  άλλος  ό  ό¬ 
ποιος  έφαντάζετο  τό  Ιδιον  πράγμα  καί  τόν  όποιον  Ενας  άλλος 
τφοφόπκ  ό  προφήτης  Ιεζεκιήλ  διακωμωδώ ν  Ελεγε  «Σύ  δέ 
επτας  θεός  είμι  καί  ούκ  άνθρωπος,  κατσικών  έν  τή  καρδΚ> 
^  ^  χειΡ*  π^ν  όποκτενούντων  σε  έρείς,  δη 

/Τ  ,111  *κα·ί  Λ1  6ν?Ρωπ^;*  Πεζ.  28,  2).  Βλέπεις  δη  καί 
αυτός  ύποδηλοΐ  βη  δι  αύτόν  τόν  λόγον  έπεισήλθβ  ό  θάνατος. 
Ο  διά  νό  καταστείλη  τήν  αλαζονείαν  καί  διά  νά  έκριζώσπ 
ολοσχερως  τήν  πονηρόν  ώκείνην  Επιθυμίαν,  τήν  όποιαν  άπό 
τήν  όρχήν  ένέσπειρεν  ό  διάβολος  είς  τόν  πρωτόπλαστον; 
Δίότι  Οι  αύτόν  τόν  λόγον  έδημιουργήθη  καί  ή  εΐδωλολαίρεία, 
τσ  αποκορύ  φοίμα  όλων  τών  κακιών  των  άνθρώπων,  Επειδή 
πϊλλοϊ  κατέληγον  είς  άλαζσνείαν  καί  έπεθύμουν  νά  γίνουν 
ισόθεο;.  Ολοι  λοιπόν  οΐ  θεοί  πού  ύΐτήρχον  είς  τούς  "Ελλη¬ 
νας  έοημιουργήθησαν  ύπό  τών  ανθρώπων,  Διό  να  μή  συμ- 
βοϋν  αυτά  Εδωσεν  ό  θεός  ώς  προστατευτικόν  τείχος  τόν  θά¬ 
νατον  πού  άπσδεικνύΰΐ  τό  άσθενές  τής  «ρύσεως. 

Διά  τούτο  λοιπόν  ό  μονογενής  υίός  τού  θεού  διά  νό  κα 
ταστβίλη  τήν  υπερηφάνειαν  Εκαμε  τέτοιαν  τήν  άρχήν  τής 
εΐοόδου  ταυ  είς  τόν  κόσμον  καί  προτίμησε  καλύβην  καί  πτω¬ 
χείαν  καί  μητέρα  πτωχήν,  πείθων  όλους  Εμπράκτως  νά  πε- 
ρίφρονήοσυν  τήν  άνθρωπίνην  Επαρσιν  Ε  καί  δτσν  ήλθεν  έ- 
κάλεσεν  πρώτον  τούς  βαρβάρους·-  Χάριν  τίνος  καί  διό  ποιον 
Λόγον;  Επειδή  δέν  εύρίσχετο  τό  γένος  τών  άνθρώπων  είς 
χολήν  κατάστασιν  (πάλιν  θά  έπαναλάθω  τό  ίδια  λόγια )  καί 
Ολοι  είχον  απελπισθη  διά  τήν  σωτηρίαν  των,  μεταθέτει  πρώ¬ 
τον  τό  φ μούρων  τού  διαβόλου  καί  τό  ισχυρότατα  αύτου  όπλα, 

-  εύρίσκετοι  πλέον  είς  άπόγνωσιν  κανείς  άιπό  τούς 
άλλους.  Αλλωστε  τούτο  γίνεται  καί  δΓ  Εντροπήν  τών  Ίοιΐ1- 
δοίων,  διότι  έκεϊνοιι  μέν  όδτσταζον  νό  πρσοέλθουν,  αύτοί  δ- 
μως  Επιχείρησαν  μακρύ νό  ταξείδι,  Α  διά  νά  ΙδοΟν  αύτόν 
και  νά  τόν  προσκυνήσουν,  καί  άφου  εφθασαν  λέγουν  «Πού 
έσην  ό^τεχθεϊς  βασιλεύς  τών  Ιουδαίων;*  (Ματθ  2,  2). 

5,  ΤΠ  ιών  θαυμαστών  καί  παραδόξων  πραγμάτων!  Από 
φωνήν  βορβαρικήν  τό  πρώτον  κηρύσσεται  ό  μονογενής  υιός 


77 


ΟΜΙΛΙΑ  Κ1£  ΓΟΤβΟΓΣ 


του  θεού  είς  τήν  Ιουδαίον,  έχεί  όπου  ύπήρχον  προφήται 
καί  ποτριάρχαι  καί  δίκαιοι,  καί  νόμος,  καί  κιβωτός,  καί  δια¬ 
θήκη,  καί  ναός  καί  θυσίαι  καί  λατρεία)*  καί  έκεΐνοι  πού  όνε- 
τράφησαν  μέ  αύτά  ούτε  άφσύ  τό  Εμαθαν  άπό  τούς  βαρβά¬ 
ρους,  σωφρονίζονται  αύτοί  δέ  πού  ουδέποτε  ήκουσαν  κάτι 
δι  αυτόν,  γίνονται  διδάσκαλοι  έχείνων  πού  τό  έμελέτησαν. 

Ενεκα  τούτου  δίακωρωδών  αύτσύς  ό  προφήτης  Δαυίδ  Ελε- 
ν^'  *  Ινατί  έφρυαξαν  έθνη,  καί  λαοί  έμελέτησαν  κενά;* 
(Ψαλμ,  2,  I). 

Πώς  νά  μή  εΐπή  δτι  «έμελέτησαν  κενά*  Β  άφοϋ  δέν  έδέ- 
χθησαν  τόν  πραφητευθέντα ;  "Ομως  δέν  συνέβη  τό  Ιδιον  «ίς 
τούς  μάγους,  άλλά  αύτοί  άφηαον  τήν  πατρίδα  των  καί  τήν 
οικίαν  των  καί  τούς  φίλους  καί  συγγενείς  καί  άνεχώρησαν 
διά  πολύ  μαχρυνήν  χώραν  καί  Εθεσαν  τούς  έαυτούς  των  είς 
κίνδυνον-  διότι  Εφθασαν  εις  βασιλευομένην  πόλιν  καί  ήρώ- 
των  που  έγεννήθη  ά  βασιλεύς;  Χωρίς  νά  ύποψιασθοΰν  τότε 
τήν  οργήν  τοΰ  βασιλέως  καί  τήν  Εξέγερσήν  τού  πλήθους,  καί 
τάς  έπαβουλάς  τής  πόλεως.  Επειδή  έδέχθησαν  τό  κήρυγμα 
γίνονται,  ζώντες  άκόμη,  διά  μιδς  καί  φιλόσοφοι  καί  μάρτυ¬ 
ρες,  υπομένοντες  τόν  θάνατον,  άψηφοϋντες  τούς  κινδύνους, 
ιίεριφρονοϋντες  τήν  παρούσαν  ζωήν,  διακηρύσσοντας  μέ  θάρ¬ 
ρος  εκείνα  πού  Εμαθαν,  άνακηρύσσοντες  δημοσίρ  ένώπτον 
τού  λαού  καί  τής  πόλεως  τόν  γεννηθέντα  Χριστόν.  €  Δι'  <τύ- 
τόν  άκριβώς  τόν  λόγον  κρύπτεται  καί  όάοτήρ,  ώστε  νά  χάσουν 
αύτόν  πού  τούς  ώδηγουσε  καί  νά  άνογχασθοϋν  νά  ττληροφο- 
ρηθουν  άπό  τούς  Ιουδαίους,  μάλλον  δέ,  μέ  τό  νά  πληροφορη- 
θούν  αυτοί,  νά  διδάξουν  Εκείνους,  διόη  έρωτούν  \-ό  μάθουν 
ΐιόνον  διά  τόν  τόπον,  τό  δτι  δέ  έγεννήθη  τό  έ\η/ώριζαν  προη¬ 
γουμένως.  1 

Αλλά  βλέπε  τήν  σοφίαν  τσΰ  θεού  είς  τόν  τρόπον  μέ  τόν 
όιιοϊον  τους  Εκάλεσε.  Δέν  τούς  έχάλεαε  διά  προφήτου  διόη 
δέν  θό  τόν  έβέχοντο,  ούτς  δι'  άποστόλου,  διόπ  δέν  θά  Εδιδαν 
προσοχήν  είς  αύτόν,  ούτε  δ*ά  τών  Γραφών  διόη  δέν  τάς  έ- 
γνώριζαν,  άλλά  διά  γνωστών  καί  συνήθων  πραγμάτων  έγεί- 
ριι  αυτούς  ^ΐπά  τήν  πλάνην  των.  Επειδή  δηλαδή  ήσαν  μάγοι 
καί  ησχολοΰντο  μέ  τούς  άστέρας,  άστήρ  φαίνεται  είς  αυτούς* 
οδηγόν  αύτσύς  άπό  τήν  μακρυνήν  των  χώραν,  Ο  άστήρ  δέ 
όχι  Ενας  άπό  αύτσύς  πού  φαίνονται,  άλλά  κάποια  θεία  καί 
άόραΓος  ούναμις  πού  Ελαβε  τήν  μορφήν  του  άστέρος.  Τούς 
ιΐ|κχίελκύει  δέ  ό  άστήρ  διά  νά  τούς  άπαλλάξη  άπό  τήν  περαι- 
ιέριο  άσχολίρν  τους  περί  τούς  άστέρας  καί  νά  έξαλείφη  τήν 
μανίαν  τής  ένρσχσλήσεως  μέ  τήν  αστρονομίαν. 

Τύ  Ιδιον  Εκαμεν  καί  6  Παύλος  μιμούμενος  τόν  Δεσπό¬ 
την  «Μιμητοί  γάρ  μου  γίνεοθε*,  λέγβι,  «καθώς  κάγώ  Χρι- 


Λ<?1  ϊΐβ  ϊ3χ3  ^ΥΥ011  9»Λ?  {ΟΧ  Λρ  5θλ9Υ  9 

-ΟΗΟοΰΟΙΙ  ^Οί^Ρ  ίί^ογίΐίί  Γ0Λ|3  Λ^ν  ^ΐΟ^ζΚ) ΙΐΧ  ΛΙΟ^ρ  ΑϋΟΠΟΧ 
-9117  ΛορητΙΙι,α  Λόγγου  13^:3  <\ίΉ^  μόι  ^ΟοΛοι^  (ι  ρ^ 

:^π?3Μ«ιι  5ϋι  919  ιοα 

■^Ιΐίΐϊχαίΐΐϊΐ^  ΑΟβ^  ϋ-9  Λ093Λρ4>Ο1ϋΧ  ΪΟΛρ  Α^γ  ίΛΟΜί^Κο  Λ  (μ 
ρχ  ΛΟΛ09ΪΥ  Λ^Ι  ρ>Χ  ΑρΟΟύχ  Λγΐ  ΛΟ^ΒΛ^ίΜίΙΐί  Α^ΐηαγ  ΛΟΑ^γ 
,\<ηοιι  9^ν  “ΒΛαΜγιιο  Ρ*  “ΛΑιγρΛίΚ  ηιγαυ  Λορχηιιαι  ρχ  'τχ^ΐ 
'ΙζΗ  Λ^ΧΡΙΜΙ  ρΧ  ΑΟϊΑλΪΑοΙΟΧ  ρ«  Λΐΐφαγοχ  'ΛΐΐΑΐρφ  .»130μΛ9 
91  ηγ9  9Όί9  *Λ3χρ  α?9  9ΐ<Ρ  3ΐοιι/χ  ίΛΟΤχποΛζμ  ^αβίτγν 
Λοιοχι  :  5094109  ί>|3γ3ΐηγοιι  5ορυ  ϊλ-ΙιΑ^ιλ  λ.»]»π  5» 

•ΡΙΙ  :  50951109  λοιοχι  ί  Λο;ο341ιιΐφ  Λορυ  3  ί^ριοαιοπυ 

'9  ^ιο3°ΙΙ  ·  5»χογη<1>οΐθϊίΓϊο  5αο|οπ  ί  οιογρκχΐιι  χ«οχχ  :  λο§]3 
:>οργτχ)Ό9  Λογορτϊρο  79  Λορυ  ?3ΐ9ΐ  3χφυα  <?οΐί  ί^γιοορ  9 
ΰοφΜοΑ  5ηοι  φΑ  30ηο(ίοιιτ1Ι/  0919  'λλι  λ(^  Λίμ  5ι*)£τϊ  5|μ 
9ύιι  Λαοοφχ  φ\  Α9α»Λ.ης  ΐΟΛρ  α<?  Αοοίζφ&^χοφ  Λ79  5<τ(π  ?3ο3λ 
■9^0(1  κϋ  ηου  ΛΟΛ^Λρί-  Λφΐ  ΛΟΟίΛ^γ^ωπ1  λ 99  ^>011  ■  99910^9 
ί»9ΐ  ΛΙΟΟΙΟφΠφ  Α^ΛαΛίΟΐΙ  ΛΟΟ 91  φΜφ  ΛΟ0γ^  9011  5αοιαο  ί>]3 
ΙΜ?άαοΐιχ?  9Θ  Ρ*  ΙΡ'Λ  Ρθ  ιΐ9  λο^ΛοαΑ^  79  αου  φίτγ,  ί«χί 
°9Ρ>9  Ρ*  53ζλ70χκ)ι9  ^9  ρχ  10Λ93  Ρ*  λόο£  φΛ?  Άο^ρηι 
9ΐ  <?“?  ΛΟΛ3ΐ1?'<9  μ  Λ.ηοΑ93ΐ3θοι1ιι  91  9β  *Τ9  5ηοΐιί«<)0 

-Λ9  5αογγοιι  5<ρι  9^9  ·ολ£  ίχτι  Αθοαο9<η307  οχ  λϊ^?  ιμ*9  '5ο<ί» 
91  ΛΑΟΛαΧΟΟΛί  11§  5θΛθλ3Α  91  9«9  Λφ<)3Λθώ  1013Λ}λ  αΙια 

-9γΐί  Λ{μ  ουο  Αον4ΐ0<ηίΐ30Λ3γ7  ίχοΛφύχληο  ρχ  0^7109  Λ9Λ  Λ°9 
ϊ3  ?9  «·Ρ  9*1  ΛΐοοΜΧίμΛ^  λ^χ  Μμηο  Αοοίιλργγώι^  Λ919.0 
9119  *ιΐΛ?0ΐιΜΐ99  5πΐ[1ί?  Ο  'λτοχ  Λιλχ^ι  ίΚίΑττίΛΟλϋοΛι 

^  «ο?9  *ι  Ρ9  Λ3ΐΑθογτιΐ9  919°  ΛαοΑ?γ  91  (ζ  'Ζ 
<09^X09  Λρΐ  Λ0Κ}Ο  Λ3ΤΪΟ90»  ,ΛαοΑ^Υ  ΙΟΑ^Γΐ  το  99  Λγ^  ·0 
*^ο<17109  Ο01  Λθί§$  ΐ0Αρ  Α79  ροϋ  οτΙΑβίίχ:  ^τοΑ 

-ρτΐ  7ςιοι  ϊτρ  9λ  ^Τ39ί?  ί°*9  Ρ*  “λο^^πηι  -αοι  1ώγο<ί>3« 

ίΑΐα  Λθ]θ{ιγιχ  3^Υ!ί  ΥΡ*9  αΡαι^*  λ^ι  τοχ  Λουρί  Λ9(3χιΛ  ϊ™ 
3θϊτκί7Αθ<1ΐ9  91^109  9  ^^9  '^ΛοΛς,  {ΒΟχιγο^βιιςι  αοι 

ΛΑφγ  '^σιΐ70ΐϊχ  ΐ3Χϋ)ΐιοο^ΐί  90^  ΟθΐΓ)0  ^3993  ^011^x91993 

ΐ0Αρ  3ΐ^ο  Ιΐοατγίι 901x9  9Λ  ί^γρω  ^5*τί  Α0119Ϊ  Λ91  3190  ^^109 
9  ρ<!οιιήψ  Α79  ^αοΑ^ι  αοχιγορτί^ΐίΐα  λοι  ^ι^ιρ  119  ^ϊηΛοο 

^09®6  3^^^ίίί,)Α^  ΛΟΛ^ΐίοκΑΐίΡϊΙΙ  {Οχ  Λ9Λ31Λ  ΛΟΙ^λ  ΑΟΪΟΙ 
-?1  11χιηχί3Λΐ5ώ  1?Λ  ΟίΟΛζ^ν  96  Λ??  <31^1  Α93,  'Α3ΓΐΐΐοΐΓΓϊ 

9Α  3ή9θ9οιχιΚ/  αοι  Λ^γόώβχ  λΙ^γι  9119  ^00ΐ^ϊθ?  ^9119  4Αθ|9ΐου 
91  013X0(9  α 3  αοιΐ9  13X7  (109107  οτιρ*  Α3^γ^  αοΛ^  ργγγ  “χολ 
*9ΐΐ?  φίρ  ^ο*7<ί9  91  Ϊ3ΛΧΡ9  ^901  Α79  3  λΙχαχ^  Λ^τχ  1>ρ  30Ι1Α 
·Ρ90  ^>9«ι  αμ.£  119  91  ΡΡ  Ρχ  9ΥΥ9  Ρΐ9°  9^9  λολ^τ!  οιλοι. 
ΐΌΐ3Α|[ηό  α?9  {τ>χ  3χ<1\μΐΛ  οοιχ  Α<ιγσΐΛ?  λ^ι  ^κΐιτ  ολοχΜοο, 
ογ9  3Ο&Ο130Λ3Τ5  ζΜ.  οίοιιφ  5ιΛόλα9  Ιρπλογ  οιοΐι^χ  3χί3ίίΐχ9 
19  τοιίΛρώ  Λοιιαο^  χ^  ο^γιοο^  \οι  ςυ^  ΓΟΧΛΟΛ^χοτΙοιχό 
ΑΌ19  'Λίγρ1  Ι013Λρ<ί)  ·Τ5ΤΪαγ9θΟ<ί31 ,  91  ί>}3  ΛϋΟϊ^ώ}  ΛΌ1<^ 

61 


-ίψΛί:αό*ϊι  λΙ^ι.  ΐγιο&ιις  ψϊΐ  9,  '9[ 


ΛΤΤί  ΐϋχ3ΐιι<Ρχ  τολ(  7ο971°9  ϋοι  αοι^  τΰΛρ  λ?9  919°  Ρ*  ·ιοι 
-3ΐχι  α<ίχ  3ΐογ\;9  ρχ  ΐθΐ3Αρώ  δισγγρ  οχαοχ  9Ρ  ^099109  αοχ 
Λθΐ9ί  ιοΑρ  Α79  90*1  οτΙλοίΡ  'ΛΟΓί^Ηζι  λΙ^ιλ  9ισχ  9ΥΥ9  Ριτ^λ  α(^ι 
9ΐοχ  ίίΙ^9  9  :ΐοΐ3ΛΐιχΙ)  Λ79  1^9  91  9^9  Αοιικίτχι  α^ι 

»ηι7χο  Λ?  ΙΐΛΐυοαογου  ιοΐ3χχ^^α3  αιο70  λΙ^ι  λ (^190 
ίΐ9*9  'αοι^α  Λ^α  ^ϋΐί  ΛυχΙςίορ  ^9ι  9^9  9ΥΥ9  'ΛΙ°9ν  Λ^Α  ^9^ 
\^γθιι>Α9  Λ^μ.  9“9  01Ρατ3ϊ7  Λ^γ  ·αοι  ΛΌρ^οω  \(μ  9*19 
-ριοιοοις  <μ  9Α  19ολι3Χ7  οΐ^ί-χος»  9  ΛΟΛΟόιρ  ^σι  ^0^7109  Ιτηογ 
-γοβι  ί>αθι  9119  ί)θΑ|  μοχ^  Λ79  ?9  ιρ  9Χ  *0ί)?ιθ9  Α^Λιίοιί'ϊΐί 
-0X3  λιιΙολ 99  Αθΐοθ99  Αίμ  α  “ΜοΑρίΙ  ^αοι  $γι»ι  αοι$  ρχ  ιοι^ 
'Μοηώ  ρχ  Λ(74κίοι1  ΛΐΐΑμ«ο<ί0Α9  ρχ  3&ογ3  '^αοιπρόβΑρ 
»Υ9Χ?  ΛΟί^  ’ϊχτ>ιιρ  ιιριγ  Ρηο<ί99ΰο9  ΛίΡΥ1101  59ΐι»(ϊχ  9 
ρχ  3Λοχ3  ωΐ3«  ·ι39λολ\9  V1311  ϊ0,ϊ  Λπα^ΛλοΑΙιοΛι  13,\λολοο. 

.0030  ΛΟΧ  50|^ΟΑΟΙΧ]0  ^1  ΟΛΟΟΤίλΙΟβΟΐ^  £1  ΪΟΛρ  ΟΙΟΙ^^ 
·Α^γ1οιΡ311  Λ(μ  Λ3θ(ΐΑ(Λ1ίΙ0Χ  ^Α7τ1Ι,ΐΡ.3ΐΛύ31ί  ΛΟ^γ^ορ  Αλ7 

09Ρ  ·99?Λαο  9°π  ΜΙΑ.»^“  αοΑ9γ  οοι  ί)θΐγοχοϊκ^9  9<9  79 
Λθθ0ΐαο9χοιοχ  9Α  '^Ροιίίίϊΐι  ί^ι  9ομρ  α^τ!  Ληο0οαχγ3 
-00911  9  Λ  310ΓΓ]  .9190  ί>|3  Λ3^39ΐ7  (ΜΟ  ΛΟιΑΙιΛΠΧ  91  Λ0^9*  9«9 
ή0ι\Α<3χοΓΐοιΐ9  \ιτ1  9*  Ρ*  'ΛΟ^Ογ  Α·1μ  ί>μ  οΐΛριρ  αλο^^ι  9α 
πτίλρζΐιι  9αοιαο  !>ρ  λ^ιΑΝαΑ  .νιο^ί  βοώρ  3 ιορ  “ίΐΐίίοιτϋοιι 
919  ( Αθ30ιζχ1ίχ  Λ9ΐ  ΙίδϋΥ^9  ΆοίίιοτχΑί  9ΐ )  911}13  τ3χπ·ηγοχκί 
-3ΐι  Λοιηογ  οιηοι  ρ§  .ΛοόχοΓχΑ^  9ΐ  Α9ΑΤΪΓιΑ  ί>3ΐΛοιΐ9Υ9  *390χϊ 
ρ  αοΑλοΛ^  9Θ  Λθΐοπ99[ίχ9  Λ3γγ3ΐθ£  Α91  ΛΒ  ^9  V  εα  -λοιο 
-099^x9  «5?  Ρ«  ΛΟΛ7ΐΚΐΐΙΐ311ίί3^  Ίί§τ>γ1χ9  Λθ309ΐ1ΐχ  Α91  ,Α^ΛΐΙ 
-ολ  π?9  ΛΎ9  ’Λοοοογρο  Λίμ  !>ρ  Λο^χοτχΑρ  91  Λς*πογ  ΐ3ΐιι^ 
■9θγο,τ>υ  9  79  ^Ρ^ΥΡ  'ΛοϋχΰϊχΑ·^  91  9^9  ™ίτ>Α  Α3τΙζρΐ30θΐιοχ 
<ρχι  ^ο?<ίχ  91  ?9  1;ιΙοικ*3ΐί  Ιι  'Λοΰυκχλφ  ^Ο309τ1ιΐ*9  ’^θ*! 
Γοιοςαο^  ίο  '9θΑογ7ΐτ  Ι^Α^Αόλοο  1^  <ολ)3  τι$  'Μΐίρχ  ύοΐΜΐΑ^3§ 
·ο9οιι  ,Α3τίτχ)7θ01ίΙ>  ί>θ7^χ  Ρ11}0  9Ρ?  ^9^  αλοι^0  9ΥΥ9 

'ΛΟΟΟΟΥ90  α(,Ι1  9ρ  ΛΟόίΟΤΧλρ  91  Α^ΛϊΙηΑ  ΑΟΟΙΙΧρ  Α79  ΧΟΛρΧ 
*?  {οχ  79Γ31Ι?  *ί>ριγ?  |0  3αηιρ  λοιιι^^  '3ύ·3ΐφύ3ΐΐ  α 91  ,ι'ύόιο 
-ο99^τ*9  ίτοι^0!  ΟΧ3Λ3  ρχ  5θΑ<ιγγ3Λ  79  ^9^1Μί  '^^χοπχ  50509 
-αοι4  Λ^οαπΑ  οι^ι  79  '  λ  309x39  Λ91  9Α  οιΐ3χο<^ 

*?  9011  10109007,  Λοο^ι  Λ^τίοιι<ί3αι  Λ(μ  (μοοίια 

Λ3Χ]3  ίΧΟΛ^Λ^ΟλΙΐϊχΙΐΙ  50(0119  9  ,Α°3θ9τίΐ1  ^  3γΤ31ί>3  3  Α<μϊ 
-ΟΐΡ311  Λ<^1  ίΐοΐμάοίοχ  9α  θχΐ3Χ9<Λΐ9  ΑΟίρ  5919®  ρχ  Λφίπογ 
10X3  'ποχριο^ν  001  Λθ}οαο^3  Α<μ  α^εχι^ο  5ρ  ΛΛθ0γ9ςτΊ<ίιι  9·\ 
λΙια;3»7  Α0|3γαο9  Λίμ  οιρ  ΑηοΑογγοιρ  Λοώο  ρχ  “λοι^ιο^ 

Αφί  Λ4ΐ19Μ03γ  Λ^Ι  ΛΛΟ§|  Ι?Λ  ΛΠΟργ^  Λθί>9  {ΜΙ  ^9^  Λ  ΛΟΟ 

-ΛΟΧΤΧία  9·\  Ρ>χ  οίΙΑ^εΙιι  5αοχαο  5ρ  530ΐΐΛαα  91  9Η?  Α9090 

-ΛΧΥ7  Τ?Λ  3100)  ' 5007109  ΑΟΙ  Α9<Μθϊί  Λ^Ι  5αθ1ζ>0  5}3  Α3γΐ3ΐί^ 
ΛοοΑρτΙ  5λοι  ΛΛγοχ  Λιριιοθ^  9  ^^Ο*.  “(9*ϊ  *Υ)  <αοιθ 

61 


{Γ10·Μ.0ϋ  71»  ΥΐνίΚΟ 


-ιοΜοιιοχυχ  ΑΟΠίίΥίϊΐ 


1ΙΙΑΚΝ0Γ  ΧΡΓ2ΟΪΤΟΜ0Γ 


ΟΜίΑΙΑ  ΕΤ2  ΓΟΤΘΟΓΓ 


80 

ρεδέχοντο  καί  ώς  θεόν  διά  τής  πρόσφορός  τού  λιβάνου, 
καί  ιός  βασιλέα  διά  της  προσφοράς  τού  χρυσού,  κοϊ 
τόν  πάοχοντα  καί  τόν  τάφον  έδείκνυον  διά  της  σμυρνης, 
Α  όπως  καί  Ετάφη-  καί  δι'  δαψν  σδτοι  Επραττον  αυτά  ύπΕ- 
δήλουν.  Δέν  ώφείλετο  λοιπόν  τό  συμβάν  είς  τήν  δύναμιν  Τής 
αστρονομίας,  άλλ'  είς  τήν  δύναμιν  τής  οικονομίας  του  θβσΰ. 
Διότι  δέν  εϊσήγαγεν  τήν  Αστρονομίαν  αύτός  πού  ήλθεν  διά 
νά  διδάξη  τήν  Αρετήν,  Αλλά  καταργεί  αύτήν  καθσρίζων  &τι 
μέ  τήν  ΘΕλησίν  του  ά  καθείς  πράττει  τά  καλά  καί  μέ  τήν  θό- 
ληρίν  του  τά  κακά.  Διά  τούτο  άφ’  Ενός  μέν  ήπείλησε  μέ  γέ- 
ενναν  πυράς,  άφ’  έτέρου  δέ  ήτοίμασε  καί  τήν  βασιλείαν.  Διό¬ 
τι  δέν  θά  ήτοίμαζεν  ίίς  Εκείνους  πού  κατ'  Ανάγκην  εύρίσκον- 
ται  είς  μίαν  κατάσταοιν,  ούτε  στεφάνους  νίκης,  ούτε  θά  Απει» 
λοΰσε  μέ  κόλαοιν,  διότι  καί  τά  δύο  αύτά  είναι  συνέπεισι  τής 
ΕλετΛέρας  θελήσεώς.  Δέν  θά  Εθετε  νόμους,  ούτε  θά  προέιρε- 
πε  μέ  σύμβουλός,  ούτε  θά  έπραττε  τόσα  πολλά,  Β  άν  ήτο  δε- 
σμευμένον  άναγκαοηχώς  τό  Ανθρώπινον  γένος·  άλλ’  Επειδή, 
είμεθα  Ελεύθερο;  καί  κυρίαρχοι  της  θελήσεώς  μας,  γινόμεθα 
δέ  φαύλοι  άπό  τήν  ραθυμίαν,  καί  άγαθοί  καί  καλοί  άπό  τόν 
ζήλον  μας,  ήλθε  δημιουργών-  τά  σωτήρια  φάρμακα  πού  μάς 
όδηγσυν  εις  αύτά,  διορθώνουν  τούς  πολλούς  μέ  τάν  φόβον  της 
γεέννης  καί  μέ  τήν  ύπόσχεσιν  τής  βασιλείας  καί  μέ  τούς  νό¬ 
μους,  διδάσκων  ήμάς  νά  έξετάζωμεν  βαθύτερο  τά  πράγματα. 

"Οτι  δέ  δέν  υπάρχει  ειμαρμένη,  ούτε  ή  κίνησις  ιών  Α¬ 
στέρων  κυβερνά  τά  άνθρώήηνα  καί  χωρίς  τήν  βοήθειαν  των 
Γραφών  είναι  αύτά  φανερόν  άπό  τά  ϊ6ια  τά  πράγματα.  Διότι 
Αν  ήσαν  καθΐορίσμΕνα  Αναγκαστικός  τά  άνθρώτηνα  πράγμα¬ 
τα,  τότε  διά  ττοϊαν  λόγον  μαστιγώνεις  τόν  δοΰλον  ά  όπ»Ιος  έ- 
κλεψεν ;  Διά  ποιον  λόγον  τήν  μαΐχευθεϊσαν  γυναίκα  τήν  σύ¬ 
ρεις  είς  τά  δικαστήρια;  Διά  ποιον  λόγον,  δταν  π  ράπτης  τά 
πονηρά,  έντρέπεσοϊ;  €  Δεόπι  Εάν  κατ’  άνάγκην  γίνεται  τό 
άμάρτημα  διά  ποιον  λόγον  δέν  Ανέχεσαι  ούτε  τά  λόγιο  δταν 
όνειδίζεσαι,  άλλά  άν  κάποιας  σέ  άνομάση  μοιχόν  ή  πόρνον 
ή  φονέα  θεωρείς  τά  πράγμα  ώς  ΰθρίιν;  ’Εάν  δέν  ήσαν  τά 
άμαρτήματα  αποτέλεσμα  τής  ΕλειΛέρος  θελήσεώς,  δέν  θά 
ήτο  ούτε  έγκλημα  τό  πραττόμενον,  ούτε  ΰβρις  τό  λεγόμενον. 

Τώρα  όμως  σύ  καί  μέ  5σα  Επιρρίπτεις  είς  τούς  άλλους 
και  μέ  τό  δτι  δέν  συγχωρεϊς  τούς  Αμαρτάνοντας  καϊ  δ/  δσα 
πράττεις  σύ  έ ντρέπεσαι  καί  προσπαθείς  νά  κρυφθής,  καί  θε¬ 
ωρείς  ύβρκπάς  αύτούς  πού  σοΰ  λέγουν  αύτά,  δΓ  δλων  τού¬ 
των  παραδέχεσαι  δτι  δέν  είναι  προκαθορισμένα  άναγχαση- 
κώς  όλα  τά  Ανθρώπινα,  άλλά  έχουν  ημηθη  διά  τής  Ελευθε- 
ρίας'  Ρ  Εκείνους  λοιπών  πού  κατ'  άνάγκην  πράττουν  κάτι  ξέ¬ 
ρομε  νά  τούς  συγχωρούμε.  "Αν  λοιπόν  κάποιος  πού  έξου- 


ΗΙ 

οιάζεται  ύπό  δαίμονος  μάς  κτυπήση  καί  σχίση  τά  ένόύματά 
μας  καί  μάς  πληγώση,  αύτόν  ΰχα  μόνον  δέν  τόν  τιμωρούμε ν 
καί  δέν  τόν  σόρομεν  είς  τά  δικαστήρια,  άλλά  όνπθέτως  καί 
τόν  οίκτίρομεν  καί  τόν  συγχωροϋμεν.  Διατί  λοιπόν;  Διόπ 
ούχί  ή  ελευθερία  της  Επιλογής,  άλλ’  ή  όνάγκη  τού  δαίμονος 
δκαμεν  αύτά.  "ίΐστε  Εάν  καί  τά  άλλα  τό  άμαρτήματα  ήσαν 
Αποτέλεσμα  τού  πεπρωμένου  καί  τής  άνάγχης,  θά  τά  ο»υγχω- 
ρσύσαμεν  Επωδή  δμως  γνωρίζομεν  δτι  δέν  εϊμεθα  υποδου¬ 
λωμένοι  είς  τήν  Ανάγκην,  διά  τούτο  καί  δέν  συγχωρρϋμεν, 
ούτε  οΐ  δεσπόται  τούς  δούλους,  ούτε  οί  Αν  βρες  τάς  γυναίκας, 
ούτε  αί  γυναίκες  τούς  άνδρας,  Ε  ούτε  οί  άρχοντες  τούς  Αρ¬ 
χομένους,  ούτε  οί  νομαθΕται·  τούς  νομοθετουμένους,  άλλά 
γίνόμεθα  σκληροί  έζετασταί  καί  ττμωροί  είς  έχεί\π>υς  πού  Ε- 
τόλμηοαν  νά  μάς  βλάψουν,  καί  τούς  όδηγοΰμεν  είς  δικαστή¬ 
ρια,  καί  τούς  τιμωροΰμεν,  καί  χριμπμοιιοιοΰμεν  κατηγορίας, 
καί  πρόΐτομεν  όλα  διά  νά  άκαλλάξαιμεν  τάν  δοΟλον  άπό  τάς 
κακίας  καί  τόν  υΐσν  άτιό  τάς  πονηρίας.  Διά  τούτο  τούς  θέτο- 
μεν  ύπό  τήν  έποτττείαν  παιδαγωγών,  καί  άπειλούντες  τούς 
σιέλλομεν  είς  διδασκάλους  καί  έπαυξάνομεν  τάς  τιμωρίας. 
Διά  ποιον  λόγον,  πές  μου,  καί  διατί  τά  κάμνσμεν  αύτά;  Διότι 
δν  ήτο  πεπρωμΕνον  είς  αύτόν  νά  γίνη  φαύλος,  εις  τί  χρειά¬ 
ζονται  αΐ  βοήθεκιΐ;  Λοιπόν  είναι  φανερόν  ότι  δέν  είναι  δε¬ 
σμευμένος  ό  Ανθρωπος  είς  τήν  άνάγκην,  άλλά  τό  πάν  εύρί- 
»κεται  είς  τήν  Βέληριν,  3·1  Α  διά  τούτο  καί  προσφέρομεν  δια¬ 
φόρους  βοηθείας  καί  άπομακρύνσμεν  άπό  τήν  ραθυμίαν  καί 
άδηγούμεν  ιτρός  τήν  Αρετήν. 

Διά  ποιον  λόγον  διαπλέομεν  τήν  θάλασσαν,  καί  καλλτερ- 
γού,μεν  τήν  γήν,  καί  οέχσδομοΰμεν  πόλεις,  καί  φροντίζομεν 
πάρα  ιτολύ  διά  τήν  υγείαν  μας,  ίταν  Ασθενούμε ν,  καί  δαπα- 
νυύμεν  χρήματα,  καί  κσλοϋμεν  Ιατρούς  καί  κατασκευάζομεν 
φάρμακα  καί  συγκρατσΰμεν  τήν  γαστέρα  μας  καί  περιορίζο¬ 
με  ν  τήν  Επιθυμίαν;  "Αν  καθώς  σύ  λέγεις,  είναι  πεπρωμένον 
νά  ζήοη  κανείς  καί  νά  άπσθάνη  είναι  περιττά  τά  δαπανώμρ- 
νυ  χρήματα,  περιττοί  Επίσης  αί  είσοδοι  τών  Ιατρών,  περιττή 
ή  φροντίδα  και  ή  σπουδή  τών  άσθενούντων.  Τώρα  όμως  6ζ 
όσων  όλοι  πράττουν  φανερώνουν  ότι  τίποτε  άπό  αύτΑ  δέν  εί¬ 
ναι  περιττόν  Β  καί  όπ  δέν  υπάρχει  τίποτε  πού  νά  άκολουθ$ 
ιήν  ειμαρμένην,  και  δέν  όδηγούνται  τά  συμβαίνανται  εις  ή· 
μάς  άπό  καμμίαν  Αναγκαιότητα,  όλα  δέ  έχουν  τιμηθή  διά  τής 
Ελευθερίας  τής  θελήσεώς. 

Τί  χρειάζονται  οί  κόποι  καί  σΐ  ιδρώτες  πού  κατσβάλλο· 
μεν  διά  τήν  άρετήν;  "Αν  ήτο  πεπρωμέΥον  νά  γίνη  κανείς  κα¬ 
λός  καϊ  δν  Ακόμα  κοιμάται  καί  δν  ροχαλίζη  πάλιν  θά  είναι 
καλός,  μάλλον  δέ  δέν  δύναοαι  νά  δνομάσης  κολόν,  αύτόν  ά 


ιοακνογ  χργϊοςτομι.ιγ 


όποιος  γίνεται  άπό  άνάγκην  καλός.  Τί  χρειάζονται  τόσοι  κό¬ 
ποι  καί  Ιδρώτες;  "Αν  ήτα  ηεπρωμένον  νά  γίνη  κακός  καί  Ον 
άκάμη  κάποιος  ταλαιττωρηθή  πόρο  πολύ,  θά  είναι  κακός,  μάλ¬ 
λον  δέ  οδτε  τόν  τοιοϋτον  θά  είναι  δυνατόν  νά  τάν  όνσμάσης 
κακόν,  διότι  ώθεϊται  άπό  τήν  ανάγκην.  Διότι  δπως  τόν  δοιμο- 
νισμένον,  καί  δν  Ακόμη  μάς  ίβρίση  Ο  — πάλιν  θά  χρήσιμο 
ποιήσω  τό  Ιδιον  παράδειγμα—  δέν  θά  τάν  δνομάσωμεν  υβρι¬ 
στήν,  οδτε  θά  θεωρήοαιμεν  ώς  δβρίν  τήν  κσκολογίαν,  διότι 
γίνεται  τούτο  όπά  τήν  άνάγκην  τσΰ  δαίμονος,  έτσι  κα)  τάν  χπ- 
κόν.  έάν  ώθήτατ  είς  τά  κακόν  άπό  τά  παπρωμένον  καί  τήν 
Ανάγκην  δς  μή  τάν  δνομάσωμεν  κακόν,  Απως  δέν  όνομόζομεν 
τόν  καλόν,  καλόν.  "Αν  πράπωμεν  τούτο  θά  ύπάρχη  σύγχυ- 
σις  κα)  ταραχή  καί  διαστροφή  των  πραγμάτων  κα)  ούτε  κάτι 
θά  είναι  Αρετή,  οΰτε  κακία,  ούτε  αΐ  τέχναι,  οδτε  οί  νόμοι, 
οβτε  κανένα  άλλο  Από  τά  τοιαϋτα,  Βλέπεις  πού  φθάνει  ή 
άπάτη  τού  διαβόλου  καί  τί  ήθέλησε  νά  κόμη  είς  τήν  οίχου- 
μένην,  κα)  είς  ποιον  σκοπόν  άησβλέπ«ΐ; 

Γνωρίζοντες  λοιπόν  6λα  σύτά  καί  τά  περισσότερα  τού¬ 
τοι  _ διόη  είναι  δυνατόν  νώ  είττώ  κα)  περισσότερα  άπό  σύ¬ 

τά,  Ο  Αλλά  είς  τούς  συνπωτέρους  ΑρκοΟν  καί  αύτά  —  δς  ά- 
ποφύγωμεν  τήν  κακίαν,  καί  ΰς  προτνμήσωμεν  τήν  άρετήν, 
ώστε  άφ’  ένός  μέν  προηγουμένως  νά  έχωμεν  τήν  εύνοιαν 
τσΰ  θεού,  άφ’  έτέρου  δέ  έπειτα  νά  άπαλλαγώμεν  καί  τής 
γεέννης  τσΰ  πυράς,  καί  νά  άπολαύσωμεν  ιών  αΙωνίων  Αγα¬ 
θών,  τά  όποια  είθε  δλοι  μας  νά  έππύχωμεν  διΑ  τής  χάριτος 
κα)  φιλανθρωπίας  τού  Κυρίου  ήμών  Ιησού  Χριστού,  διΑ  τού 
όποίου  καί  μετά  τού  όποιου  εϊς  τόν  πατέρα,  συγχρόνως  δέ 
καί  είς  τό  ν  Αγιον  Πνεύμα  Ανήκει  δόξα,  νϋν  κα)  Αε)  χσ)  είς 
τούς  αίώνας  των  αΐώνατν  Αμήν. 


ΟΜΙΛΙΑ  ΛΕΧΘΕ1ΣΑ  ΕΙΣ  ΤΟ  ΕΙΣ  ΤΗΝ  ΠΑΛΑΙ  ΑΝ  ΠΕ¬ 
ΤΡΑΝ  ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΟΝ  ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ,  ΕΝΩ  ΕΙΧΑΝ 
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗ  ΟΛΙΓΟΙ  ΕΒ  ΑΙΤΙΑΣ  ΤΗΣ  ΚΑΚΟΚΛΙ 
ΡΙ ΑΣ  ΠΕΡΙ  ΤΟΥ  ΟΤΙ  ΠΡΕΠΕΙ  ΣΥΝΕΧΗΣ  ΝΑ  ΣΥΓ¬ 
ΚΕΝΤΡΩΝΟΝΤΑΙ  ΟΙ  ΠΙΣΤΟΙ,  ΚΑΙ  ΝΑ  ΜΗ  ΑΠΕΛΠΙ¬ 
ΖΟΝΤΑΙ  ΔΙΑ  ΤΗΝ  ΣΩΤΗΡΙΑΝ  ΤΟΝ,  ΟΤΑΝ  ΕΥΡ1 
ΣΚΟΝΤΑ]  ΕΝ  ΑΜΑΡΤΙΑΙΣ,  ΑΛΛΑ  ΝΑ  ΕΠΙΔΕΙΚΝΥ¬ 
ΟΥΝ  ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ. 


I.  Διαιί  συμβαίνει·  τούτο;  *23  Α  Ένψ  έπρεπε  νά  παρευ- 
ρΐυκτεαι  σήμερον  έδώ  βλη  ή  πόλις,  δέν  Εχει  συγκεντρωθώ 
υβτ,ε  τό  έλάχιστον  μέρος  άπό  τους  πιστούς.  Μήπως  είναι  αί- 
ι  Ιυ  ή  λάσπη  καί  ή  βροχή;  "Οχι  βέβαια.  Δέν  είναι  ή  λάσπη 
άλλά  ή  νωθρότης  καί  ή  άδΐαφορίο.  Διότι  ποίαν  συγχώρηση· 
θά  έχουν  αύτο)  πού  λείπουν,  όταν  οΐ  μέν  μάρτυρες  περιεφρό- 
ν  ίμιαν  καί  αύχήν  τήν  ζωήν,  αύτοί  δέ  δέν  έτόλμησαν  ούτε  νό 
έλθουν  έδώ  έξ  αίτιας  τής  λάσπης,  Β  Μέ  τί  λόγιο  νά  έπαινέ- 
<Μ·ι  έσάς  πού  ήλθατε  έδώ;  Μέ  τί  λόγια  πάλιν  νά  έλεεινολο 
γή<χι>  έκείνους  πού  λείπουν,  κα)  διά  τά  ότι  λείπουν  κα)  διά 
ιήν  αΐιίαν  πού  όπουσιάζουν .  Διότι  είναι  φανερόν,  δτι  έπειδή 
Η  ναι  προσηλωμένοι  είς  τάς  (Ηωτιχάς  φροντίδας  χα)  άνάθουν 
περισσότερον  είς  τούς  έαιπσύς  των  τόν  πά&>ν  πρός  τά  χρή¬ 
ματα  πού  δλα  τά  καταστρέφει,  διά  τούτο  έλειψαν  άτιό  τήν 
καλάν  αύτήν  έορτήν. 

Αλλά  Αν  καί  δέν  παρευρίσκονται  είναι  άνάγκη  νά  ύμι- 
λήοωμεν  κα)  πρός  τούς  άπόντας-  διότι  είναι  φανερόν  δτι  θά 
ιά  μάθουν  άπά  έσάς  πσΰ  εϊσθε  παρόντες.  Μέχρι  πότε  θά  κρα- 
ιήοη  ή  λύοοο  τών  χρημάτων;  Μέχρι  πότε  ή  κάμινος  πού  δέν 
«ιθύνει  0  θύ  έπέρχεται  κα)  θό  κστακρίη  όλα:  Δέν  γνωρίζετε  δτι 
αίπή  ή  φλόγα  γενν$  έκείνο  τό  δσβεστον  ττΰρ;  βΟπ  αύτός  ά 
πυρετός  γεννά  έκείνον  τόν  φαρμακερόν  σκώληκα ;  Κα)  έάν 
δέν  περιφρονής  τήν  γέενναν  τού  πυρός  καί  δέν  ταράζουν 
τήν  ψυχήν  σου  τά  λόγια  αυτά,  έπειδή  δέν  έτιμωρήθης  άκόμη, 
Ας  <>έ  πείθουν  τούλάχιστον  όσα  γίνονται  τώρα,  Δέν  είδατε  ιί 
καρπόν  έπορουοίασεν  προηγουμένως  ή  φιλοχρηματία;  Δέν 
είναι  ιηιά  τών  όφθαλμών  σας  τα  παραδείγματα;  δέν  εί¬ 
ναι  πρόσφατος  ή  άπόδειζις  τής  τόσον  μεγάλης  καταστρο¬ 
φής;  "Ολη  ή  πόλις  έχει  γεμίσει  άπό  τά  ύπολείμμοτα  τού 
ναυαγίου  έκείνου.  324  Α  και  όπου  κα)  δν  ΰπώγης,  όπως  άκρι 


ΗΙΑΝΝΟΙ'  χργςοςτόμογ 


84 

ΰώς  όταν  καταβυθίζεται  ένα  μεγάλο  πλοίο  καί  άλλος  μέν  τήν 
σανίδα,  άλλος  τά  κουπί,  άλλος  δέ  τά  πανί,  άλλος  δέ  κάποιο 
μέρος  άπό  τά  εύκόλως  μ  εισφερόμενο  έχουν  διασώσει  καί 
περιφέρουν,  5τσι  λοιπόν  καί  έξ  αίτίας  τού  πρό  όλίγου  έηελ- 
θδντος  έδω  σεισμού,11  άλλος  μέν  τήν  οΐκίαν,  άλλος  δέ  τούς  ά- 
γροός,  άλλος  τούς  δούλους,  άλλος  τά  άργυρό  νομίσματα,  άλ¬ 
λος  τά  χρυσά,  άφού  τά  διεμοίρασεν  άπέδειξαν  μεγάλο  τό 
μέγεθος  τής  συμφοράς  χαί  έκαμαν  νά  διοσκορπισθή  παντού 
ή  ένθύμησις  ή  προερχομένη  έκ  τού  κλονισμού. 

Καί  έχείνος  πού  παρέμετνεν  πολλάς  νύκτας  Λύπνος  καί 
ύπέμενεν  μυρίους  κόπους  καί  κινδύνους  καί  συνεκέντρωσεν 
τόσα  άμαρτήματα  άπό  αύτήν  ταυ  τήν  πλεονεξίαν,  χωρίς  οί- 
•κον,  χωρίς  πάλιν  έγινβν  φυγάς  είς  ξένον  τόπον  Β  καί  στε- 
μεϊται  τής  άναγκαίας  τροφής,  καί  καθημερινώς  βλέπει  νά  έ- 
τπκρέμαται  έττ’  αύτού  ό  κίνδυνος  τοΰ  θανάτου  καί  φαντάζεται 
ξίφη  καί  δημίους  καί  βάραθρο  καί  ζή  ζωήν  χειροτέραν  άπό 
άμετρήτους  θανάτους, 

"Αλλοι  δέ  άπολαμβάνουν  τά  άποκτήματα  έκείναυ  καί  έ- 
κείνοι  πού  τόν  έκολάκευαν  πρίν  άπά  αύτό,  τώρα  σκέπτονται 
κακά  Εναντίον  του.  Αύτά  λοιπόν  δέν  είναι  άρκετά  διά  νά 
σωφρονίσουν  καί  τόν  πλέον  άναίοθητον; 

Αλλά  μετά  άπά  τόσον  πλήγμα,  μετά  άπό  τόσην  θύελλαν, 
μετά  άπό  τόσην  καταστροφήν,  μετά  ώπό  τόοην  καί  τέτοιαν 
άλλαγήν,  πού  είναι  μπροστά  είς  τά  μάτια  μας,  πού  έχει  συμ¬ 
βεί  πρίν  τριάκοντα  ήμέρας,  πάλιν  έχετε  μανίαν  μέ  αύτά;  € 
Καί  πσίαν  συγχώρησιν  θά  έχετε  ή  ποίαν  άπολογίαν ;  Καί  δέν 
έχετε  γίνει  μανιακοί  μόνον,  άλλά  ούτε  παρευρίσκεοθε  έδώ 
διά  νά  τά  πληροοφρηθήτε.  Διότι  όμιλώ  πρός  τούς  άιτόντας 
ώσάν  νά  εϊναι  πα ράντες  καί  αίσθάνομαι  μεγάλην  στενοχώ- 
ριαν  διότι  δέν  γίνονται  καλύτεροι  ούτε  μέ  τόν  φόβον  ιών 
μελλόντων  ούτε  μέ  τήν  διδασκαλίαν  τών  παρόντων,  άλλά 
άρπόζουν  καί  έχουν  πλεονεξίαν,  βττως  είς  τήν  κοπριάν  οί 
σκώληκες,  είναι  βαθιά  θαμμένοι  καί  άπησχολημένσι  είς  τόν 
βόρβορον  των  φροντίδων  των,  διότι  ούτε  μίον  φοράν  τήν 
Εβδομάδα  φροντίζουν  νά  παρευρίσχωνται  έδω  διά  νά  μάθουν 
τοόλάχιστον  αύτά  τό  πράγμα,  δηλαδή  πού  εύρίσκονται. 

Διότι  όπως  αύταί  πού  έχουν  κυριευθή  άπό  παραφροσύ¬ 
νην  οί  ίδιοι.  Ο  δέν  δύνανται  νά  γνωρίσουν  τήν  κατάστσοιν 
είς  τήν  άποίαν  εύρίσκονται  καί  έχουν  άνάγκην  άπά  Ιατρούς 
πού  θά  τούς  όπαλλάζσυν  άπό  τήν  μανιώδη  κατάστασήν  αύ¬ 
τήν,  έτσι  και  αύτοϊ  πού  έχουν  κυριευθή  άπά  τήν  φοβερά ν 
λύσσαν  ττΰν  χρημάτων,  έχουν  άνάγκην  άπά  άλλους  διδασκά- 


1"ϊ,  ’^νο*ί  άλ.Ιυπ'αριχΛς  -ή>*  ηιώΰίν  »λΒ  Εύ-ροχίου. 


ΟΜΙΛΙΑ  Ευ  ΜΑΡΤΓΡΙΟΜ  ΙΙΑΛ  ΙΙΚΤΡΑ2 


λουι;  διά  νά  μάθουν  δη  εύρίσκονται  είς  λυσσώδη  κατάστα- 
[»ν,  Διά  τούτο  υπερβολικής  τούς  παρακαλώ  καί  τούς  ικετεύω 
νά  μέ  συναντούν  καί  νά  δέχωνται  τά  φάρμακα  τού  λόγου. 
Λέν  έχω  έγώ  μαχαίρι  κοπτερόν,  άλλά  έχω  τόν  λόγον  πού  εί¬ 
ναι  πιά  κοπτερός  καί  άπό  μαχαίρι*  δέν  ύπάρχει  φωτιά  ούτε 
φόρμακυν  πικρόν,  άλλά  υπάρχουν  λόγια  θερμότερα  άπύ  τήν 
•ΙΝίπιάν  πού  κάμουν  τήν  θεραπείαν  άνώδυναν. 

2  Γίές  μου  διά  ποιον  λόγον  ξεφεύγεις  καί  δέν  έπτδει- 
κνπεκ;  τήν  ιδίαν  φροντίδα  διά  τήν  ψυχήν  σου  Ε  μέ  έκείνην 
πού  Επιδεικνύεις  διά  τό  αίμα  σου;  Διότι  δταν  έκείνο  άσθενή, 
κ*ι1  χρήματα  έξοδεύεις  καί  δν  όκόμη  πρέπει  νά  δανεισθής 
δλο  ιά  διαθέτεις  κοί  τά  δαπανάς·  καί  είς  τούς  Ιατρούς,  καί 
θν  όκόμη  θέλουν  νά  κάμουν  έγχείρησιν  καί  νά  τά  καυτηριά¬ 
σουν,  μέ  μεγάλην  προθυμίαν  παραδίδεις  τά  σώμα  σου  διά  νά 
κάμουν  Εκείνο  πού  θέλουν.  Διά  τήν  ψυχήν  σου  δμως  πού 
έχπ  ιιηγάι;  σκωλήκων  δέν  έρχεσαι  νά  άκούσης  τόν  λόγον 
Μΐ»ίι  θά  κοθαρίοη  τήν  σήψιν,  δν  καί  6Γ  αύτά  ούτε  χρήματα  θά 
διόηΐΐς  ούτε  τόοαν  πόνον  θά  ύποφέρης·  σύ  όμως  έχεις  παρα- 
Νίιοπ  ιάν  εαυτόν  σου  είς  άλοκληρωτικήν  καταστροφήν: 

Κΐιΐ  πώς  νά  συγχωρηβοϋν  αύτά;  Διότι  δν  μέν  έλεγα  ότι 
ό  ιιλεονέκιπς,  ό  άρπαζ,  ό  πόρνος,  325  Α  ό  μοιχός  νά  μήν  έμ- 
φονίοθθ  είς  τήν  Εκκλησίαν  καί  ώθοΟσα  καί  έξεδίωχα  όλους 
πιίπ;  άμαριωλοός,  ούτε  καί  τότε  μάλιστα  θά  υπήρχε  κάποιο 
δικαιολογία,  διότι  έπρεπε  νά  διορθωθούν  καί  κατόπιν  νά  πό¬ 
ρους  ίππθόΰν,  Τώρα  δέ  ούτε  αύτά  λέγω,  άλλά  καί  δν  είσαι 
πόρνος,  καί  δν  είσαι  μοιχός,  καί  δν  είσαι  δρπσξ  καί  πλεονέ- 
Ηίΐμ;  έλα  είς  τήν  Εκκλησίαν,  διά  νά  μάθης  νά  μή  κόμης  πλέ¬ 
ον  τέτοια.  Σύρω  καί  έφελκύω  δλους  καί  έχω  άπλώσει  παν¬ 
ιού  ιά  δίκτυα  τοΰ  λόγου  καί  Επιθυμώ  νά  ψαρέψω  έδώ  δχι 
μόνον  ιούς  ΰγιεϊς,  άλλά  καί  τούς  άσθενείς.  Αύτά  Επαναλαμ¬ 
βάνω  κάθε  ήμέραν.  "Ελα  νά  βεραπευθής  μαφ  μέ  έμένα,  καθό- 
ικίν  καί  Εγώ  γτιμ'ι  θεραπεύω  έχω  άνάγκην  άπά  φάρμακα1  διότι 
Μίμοι  άνθρωπος  καί  υπόκειμαι  εις  τά  ίδια  μέ  Εσέ  πάθη  τής  φ\>- 
Μϋκ;  Β  καί  έχω  άνάγκην  άπά  λόγια  πού  περιορίζουν  τήν  ά- 
ΤΡΚίαν  Επιθυμίαν,  κοί  ούτε  ζώ  ζωήν  άπηλλαγμένην  άπό  φρον- 
ΥίΑος,  ήουχον  κα)  ήρεμαν,  όλλά  έχω  καί  έγώ  θορύβους  έπΐ- 
'ληΐίος  καί  ΐ|>ικυμίας. 

Καί  διαιί  νά  όμιλώ  δι’  έμέ  καί  ιόν  οΐονδήποτβ,  τήν  στι¬ 
γμήν  πού  Λ  Ναύλος,  ό  οποίος  ήγγιοε  τούς  ουρανούς  είχαν  ά- 
νβγκην  θεραπείας  καί  ούιός;  Καί  αύτό  μάς  τά  έκαμε  φανε- 
|6ν,  ίό  ότι  δηλαδή  είχεν  άνάγκην  καί  δτι  ούτε  αύιός  έζη 
άπηλλαγιιένην  άπά  φροντίδας,  άλλά  είχεν  πολλούς  ό· 
ΥΛνας'  διά  ιοίΥτο  καί  έλεγε*  «Ύποπιάζω  μου  τά  σώμα  καί  δου- 
,Μγνγώ  μήπΐικ;  Λλλοίς  κηρύξας  αύτός  άδόκιμος  γέναηιπι» 


ίίΙΛΝΝΟΓ  ΧνΓ»ΐ35Τί]Μ0ν 


ΟΜΙΛΙΑ  Ε1Ϊ  ΜΑΡΤΓΡΙΟΝ  ΗΛΛ.  ΠΚΤΡΑί 


Ηβ 

(Α'  Κορ.  9.  27).  Κατε  πίεζε  τά  σώμα  του  πού  έιιανεστάτει  καί 
υπέτασσε  έκεϊνα  πού  ήθελε  νά  παρεκτροπή,  διά  τούτο  καί 
ουνεβούλευε  τούς  άλλους  λέγων-  €  «Ό  δοκών  έοτάναι  βλέ¬ 
πεται  μή  πέοη»  (Α'  Κηρ.  10.  12).  Αφού  δέ  ό  Παύλος  δέν 
Ηχε  γαλήνην,  άλλα  όπιος  αυτοί  πού  ταξιδεύουν  είς  τήν  θά¬ 
λασσαν,  έβλεπε  άπό  παντού  νά  ύψοΟνται·  πολλά  κύματα,  ποί- 
ος  θά  τολμήοη  νά  είπΛ  δτι  δέν  έχει  άνάγκην  άπό  διόρθωσιν 
καί  θεραπείαν  καί  συνεχή  έπαγράπνησιν; 

’Έλσ  λοιπόν  διά  νά  θεραπευθής  μαζί  μέ  τύν  διδάσκαλόν 
σου.  Έάν  δέ  είσαι  υγιής  καί  πάλιν  νά  £λθης  διά  νά  γίνης  πιό 
«’γιής.  Διότι  ό  λόγος  καί  αυτούς  πού  είναι  άσθενεΐς  τούς  θε¬ 
ραπεύει  άπά  τάς  άσθενείας  καί  τούς  ύγιείς  τούς  καθιστά  πε¬ 
ρισσότερον  ύγίεϊς,  διάτι  καί  διορθώνει  έκείνα  που  έγένοντο 
καί  Γτροφυλάσσει  άπύ  έκεϊνο  πού  ακόμη  δέν  συνέβησαν.  Έάν 
δέ  δέν  έχεις  αυτό  τά  άμάρτημα,  δχεις  όμως  κάποιον  άλλο- 
«Τίς  γάρ  καυχήαεται  άγνήν  έχειν  καρδίαν;  Ο  ή  τίς  παρρη- 
ατάσεται  καθαρός  είναι  άπά  άμορτίας  (Παροηι  20,  9), 

Λοιπόν  νά  μή  έντραπής  νά  έλθης  έπε*δή  άμάρτησες,  άλ- 
λά  6Γ  πύτά  άκριβώς  νά  έλθρς,  Διότι  κανείς  δέν  λέγει-  Επει¬ 
δή  έχω  πληγήν  δέν  Επιζητώ  ιόν  ιατρόν  καί  ο(5τε  δέχομαι 
φάρμακον,  αλλά  άκριβώς  δΓ  αύτά  τούτο  κατ’  έξοχήν  είναι 
άνάγκη  νά  έπιζητοΰμεν  καί  τούς  ιατρούς  καί  τήν  6ιά  φαρ¬ 
μάκων  θεραπείαν. 

Γνωρίζομεν  καί  ήμεϊς  νά  συγχωρούμεν  καθ'  όσον  καί  οί 
ίδιοι  είμεθα  υπεύθυνοι  δΓ  άλλα  άμαρτήματα.  Δτά  τούτο  ό 
θεός  δέν  έδωσεν  Ης  ήμδς  άγγέλσυς  ώς  διδασκάλους,  ούτε 
τον  Γαβριήλ  κατεβίβασεν  έχ  τού  ούρανού  διά  νά  διευβύνη 
ιά  πρόβατά  του,  άλλά  άπό  αύτό  τό  ποίμνιαν  άφοΰ  έλαβεν  έ¬ 
καμε  ν  ποιμένας,  Ε  άπό  τά  ίδια  πρόβατα  έκαμε  τον  ποιμενάρ¬ 
χην  διά  νά  είναι  συγχπιρητικός  είς  τούς  άρχομένους  καί  άτ¬ 
ιτλα  μ  βανόμενος  τήν  ίδικήν  του  άδυναμίαν  νά  μή  φέρεται 
άλαζονικώς  προς  τούς  ποψενομόνοος,  αλλά  νά  έχη  τήν  ά¬ 
νάγκην  τής  υυνειόήσεώς  του  ώς  χαλινόν  καί  άφορμήν  διά 
ταπεινοφροσύνην. 

Καί  δτι  δέν  είναι  σκέψεις  ίδικαί  μου  αύτά  πού  λέγω,  ά- 
κουοε  ιόν  Παύλον  πού  γράφει  καί  έξετάζει  βαθύτερα  αύτά 
Διότι  γρόφων  πρός  τούς  'Εβραίονς  έτσι  λέγει  «Πάς  γάρ  άρ- 
χιερεύς  έξ  άνθρώπων  λαμθανόμενος,  υπέρ  ανθρώπων  καθί¬ 
σταται,  οίστε  προσφέρει^  δώρα  καί  θυσίας,  μετριοπαβείν  δυ- 
νάμενος  τοϊς  άγνοοΰσι  καί  πλανωμένοις,  έπεΐ  καί  αύτάς  περϊ- 
κεττατ  Ασθένειαν  καί  διά  ναύτην  όφείλει,  καθώς  περί  τού 
λαοϋ,  σύΐω  και  περί  έαυιοΟ  ιιροίκρέρειν  υπέρ  Αμαρτιών» 
(Έβρ.  5,  1-3). 

Α  Είδες  πώς  πολύ  καλά  μάς  ρίπε  την  αιτίαν  διά  τήν 


ΜΙ 

«►ηπίαν  ούτε  άγγελοι  ούτε  άρχάγγελοι,  άλλά  άνθρωποι  «ροΐ- 
οιπνιαι  είς  τάς  Εκκλησίας  διά  νά  ήμποροϋν  νά  συμπονούν 
ιούς  όμοίους  των  καί  νά  έχουν  τήν  συνείδησιν  τών  ιδίων 
άικιριημάτων  ώς  τήν  μεγαλυτέραν  διδασκαλίαν  ττιπεινσφρο- 
ιιύνηι; ;  Καθόσον  και  αυτός,  λέγει,  ύπόκειται  είς  άσθένειαν 
καί  Κ  αΙτίας  αύτής  όφείλει,  όπως  προσφέρη  θυσίαν  διά  τάς 
(ί|Ηΐ|)ΐίας  τού  λαού  νά  προσφέρη  καί  διά  τάς  ίδικάς  του. 

Αύτά  λοιπόν  γίνεται  καί  τώρα,  καθόσον  παριστάμεθα  έ· 
ρι·|<;  κίς  τήν  Ιεράν  αύτήν  τράπεζαν  καί  προσφέρομεν  τήν 
ψ«>θτ-(>άν  αύτήν  θυσίαν  καί  όπως  παρακαλούμεν  νά  συγχω- 
ρηΟυύν  τά  άμαρτήματα  τού  λαού  Β  έτσι  παρακαλσνμεν  καί 
δι  ιιύιά  τά  Ιδικά  μας  καί  δεόμεθα  καί  ίκετεύομεν  καί  ύπέρ 
Πλων  ιιρυοφέρομεν  τήν  Θυσίαν, 

',Υ  Μή  μοΰ  παρουπιάοης  τόν  πλεονέκτην  καί  τάν  κοιλιό¬ 
δουλων  καί  αύτόν  πού  έχει  προδώσει  τήν  εύγενή  του  κατα¬ 
γωγήν  ιΊς  τήν  πονηρίαν,  άλλά  αύτόν  (τόν  Ήλίαν)  καί  τούς 
ήμιίαυι;  μέ  αυτόν  ανθρώπους,  αύτούς  πού  διατηρούν  -ό  «ρω- 
ιόιυιιυν  καί  δέν  έχουν  καταστρέψει  ιόν  βασιλικόν  χαρακτή¬ 
ρα,  καί  «ΰ  ►  ()ά  γνωρίσης  τί  είναι  άνθρωπος.  Διότι  καί  αύτός 
ήΐιι  άνθρωπος  και  έγεννήθη  άπό  γυναίκα  Ο  καί  άνετράφη  μέ 
γάλα,  καί  κατώκηοεν  είς  τήν  γην  και  άνέπνευαεν  δέρα  καί 
ΛΑιι  Ηι;  ιιΰιύν  ήοαν  ίδια  μέ  ήμάς,  ίδια  τά  τής  φύοεως 

Κιαιδή  όμως  ή  το  έξ  αιρετική  ή  θέληαίς  του,  διά  τούτο 
Καί  ιιόιι'κ;  έξέλαμψε  διά  τής  χάριτος  τού  θεού.  Καίτοι  δέν 
ίιιΐήίίχαν  είς  αύτόν  ούτε  χρήματα,  ούτε  εϊχεν  εύγενή  κατα 
γιογήν,  ούτε  μεγάλην  πατρίδα,  ούτε  ίκανόηγτα  λόγου,  ούτε 
δίιναμιν  μεγάλην  είς  τά  λόγια,  ούτε  κοπάδια  ζώων,  ούτε  πλή- 
ΙΚχ;  ιύναύχιον,  ούτε  οίκίαν  μέ  χρυοοϋν  όροφον,  ούτε  ένδυ¬ 
μα  μι  μςιαξωτά,  ούτε  πολυτελή  τράπεζαν,  αΰτε  κάτι  άλλο 
Από  ίΐύιά  πού  φαίνονται  είς  τούς  πολλούς  ότι  είναι  άξια  μακα- 

ίΐΐιηιοθ,  άλλά  κειρίστην  πτωχείαν-  διότι  δέν  βϊχεν  ούτε  τήν 
ινίιγκιιίαν  ιρσφήν,  άλλά  έπαιτούδε  καί  μάλιστα  άπό  χήραν 
νΐινυΐκα.  Ο  Σιδιανίαν,  άπλώνων  τήν  κεϊρα  καί  ζητών  άρτον. 
Καί  ιό  σπήλαιον  ήτο  είς  αύτόν  οίκος,  τό  δέρμα  ένδυμα,  ή  γή 
1{ίάπι*ζ«,  κο1  προγόνους  είχεν  άσήμους  καί  άγνώοτους,  καί 
ηβψΙΑϋ  χιορίς  άξίαν,  καί  ή  ζωή  του  ήτο  πρωτόγονος. 

"Ρμΐικ;  ιίποτε  άπά  δλα  αύτά  δέν  έγινεν  έμπόδιον  είς  ιόν 
βνθρίιτπυν  αύτόν  διά  νά  διαπρέψη,  άλλ'  ήτο  καί  πιό  πλαύ- 
Π1»<:  άΐίά  όλους  ιούς  βαοιλεϊς  καί  σοφότερος  άπό  όλους  τούς 
φιλοσόφους  καί  ιούς  ρήτορας  καί  ένδοζότερος  άπό  αύτούς 
Ηθύ  ίίχουν  ιά  βασιλικά  στέμματα,  καί  περισσότερον  εύγενής 
Τήν  και  αγωγήν  άπό  αύτούς  πού  έχου·ν  τάς  βαΰιλίκάς  πόλεις, 
Ιι6ι·ι  είχε  πατρίδα  τήν  οικουμένην,  μάλλον  δέ  καί  αότή  ήτο 
μίχμδ  ΛΓ  πύιόν  καί  φΐιΐνάζει  Λ  Παύλας  λέγων-  Ε  «Περιήλθον 


ΙΩΑΝΝΟί  ΧΡΓ20ΓΤΟΜΠΓ 


έν  μηλωτως,  έν  αίγείοις  δόρμασιν  ών  ούκ  ήν  άξιος  ό  κό- 
2?“5  (  Εβρ.  11,  37),  καθόσον  ήτο  πολίτης  τής  άνω  πόλεις 
Γης  άπσίας  τεχνίτης  καί  δημιουργός  είναι  ό  θεός.  Λι’  αύτό 
σου  παρουσιάζω  πτωχόν  καί  Βξεοτσν  νά  διαπρέηη,  διό  νά  μή 
€χης  ούδςμίαν  πράφασιν.  Διότι  έάν  μέν  σοΰ  έφςρα  ιός  παρά¬ 
δειγμα  πλούσιον  καί  σοφόν  θά  ήμποροΟσες  νά  είηάς,  δπ  ή 
τττυ>χεία  και  ή  άμάθεια  μέ  έμποδίζαυν  νά  γίνω  τέτοιος·  τώρα 
όμως  δέν  ή  μπορείς  νά  καταφυγής  εις  ούδεμίαν  τέτοιαν  πρό- 
φε^ιν,  καθόσον  καί  πτωχός  ήτο  έχεϊνος  καί  άπά  όλους  τουι· 
ανθρώπους  πτωχότερος  και  κατοικούσε  εις  τήν  έρημον  καί 

ούΐ/ίίΐ™  ευΑΥ\νΪΛΚαΤ^^?ν'  »?ΤΡ  Φ^Ρ^νην  πατρίδα  κα) 
ούτε  τίποτε  άπό  δλο  τά  άλλα.  «7  Α  -Αλλ·  δμως  £χαμψε  ^ 

ρισσότερον  καί  από  τόν  ήλιον  καί  τότε  και  τώρα  καί  όσην  γην 
€ηι«λέπει  ό  ήλιος  ιόυη  είναι  ή  δόξα  αυτού,  3ν  καί  έζπσι  πριν 
απο  τόσον  χρονικόν  διάστημα. 

Δέν  άπήλειψε  τό  μεγάλο  χρονικόν  διάστημα  τήν  μνήμην 
σύτοό,  καί  πολύ  εύλόγως.  Διότι  τοιαότη  είναι  ή  άρετή.  εϊνατ 
πράγμα  άθάνατον  καί  λάμπον  περισσότερον  άπό  τόν  ήλιον 
ΑΛΑ  εκείνο  πού  είπα  προηγουμένως  (διάτι  δέν  πρέπει  νά 
λησμονουμεν  τήν  ΰπόθεαιν.  έπειδή  έχομεν  όνοιχθη  είς  τό 
πέλαγος  των  έγιβιΐμίων  τού  προφήτου)  είναι  όπ  καί  αότός 
αποδεικνυει  αυτά  που  έχουν  λεχθη  έπί  του  Μωυσέως.  Διότι 
έπείοη  ήτο  φυσικόν  νά  ύπερηφανευθμ  αύτός  άπό  τά  κατορ 
θωματα  καί  νά  μή  είναι  είς  τούς  πολλούς  συγχωρηπκός,  πρό- 
σεξε  τί  πράττει  ό  θεός  άφήνει  αύτάν  νά  γυμνωθΛ  άπό  τήν 
χάριν  αυτού  Β  ώστε  νά  άποδειχθή  ή  άδυναμία  του,  μάλλον 
όε  προηγουμέναις  νά  φανερώσωμεν  πώς  δέν  ήτο  πολύ  συν 
χπιρητικός.  1 

“Οταν  έκλεισε  τούς  ούρανούς  διό  νά  μή  βρέχη  κα)  έκα¬ 
με  τήν  γήν  άγονον,  καί  έττήλβε  πείνα,  πείνα  πολύ  ύδυνηρή 
και  έστέρεφαν  αί  πηγοί  καί  έξηράνθησαν  τά  χόρτα  όλα  καί 
«στέγνωσαν  οΐ  ποταμοί  καϊ  ήτο  φοβερά  ή  όψις  τής  Υής  ττρο- 
όνκάζουοα  θάνατον  καί  ήλθεν  ή  πείνα  καί  κατέτρωΥε  τά  πάν¬ 
τα,  έτηφέρουσα  τόν  χείριστον  θάνατον,  ούτε  τότε  δέν  έλύγι- 
σεν,  άλλά  έφυγε  καί  έγχοτεστάβη  εις  τήν  κορυφήν  τού  όρους 
έγκαταλείψας  είς  τήν  σκληρόν  αύτήν  καταστροφήν  τό  πλή- 
Βος  ιών  Ιουδαίων,  Αλλ'  ό  φιλάνθρωπος  θεός  χαί  ή  άνέκφρα- 
σίος  άγαθότης  €  δέν  ήνέχετο  τήν  αύοτηρόχητα  αύτήν.  καί 
έπεϋδή  αύτός  δέν  ήθελε  νά  παρακαλέοη  τόν  θεόν  μόνος  ιογ 
διά  νά  έξαλείψη  τό  κακόν,  ά  δέ  θεός  πάλιν  χωρίς  έκεϊνον 
Μν  ήθελεν  νά  κάμΠ  αύτό,  δές  τί  γίνεται-  πρώτα  τόάνακοηώ- 
νη  εις  αυτόν  κα)  μετά  άφήνει  τήν  βροχήν.  Είδες  καί  εις  αύ- 
ΛΤήν  ?ναθοτητα  και  τήν  φιλανθρωπίαν  του  θεού,  καί  τήν  π- 
μήν  που  έκαμε  είς  ιόν  άγιον;  Διότι  δέν  άφήκε  πιό  μπρυο.ά 


ΟΜΙΛΙΑ  ΚΓΧ  ΜΑί'ΤΠΊΟΝ  ΤΙαλ.  ΜΒΤΙΆΕ 


ιό  χαλινός  τής  βροχής,  έως  ότου  συνωμίλησε  μέ  αυτόν  κα) 
ι.Ιπεν  έκείνο  πού  έπρόκειτο  νά  γίνη  καί  άπέστειλεν  αύτόν 
νά  αναγγείλη  τήν  μελλοντικήν  όφθονίαν  τών  άγαθών. 

Επειδή  δΓ  αυτού  τά  κακό  έγένοντο  β  ήθέλησεν  ό  θεός 
νό  κόμη  αύτόν  καί  άγγελιαφόρον  τών  καλών·  καϊ  άφοό  τόν 
κα  ΐεβίθασεν  άπό  τού  δ  ρους  τόν  άπέοιειλε  νά  άναγγείλη  είς 
ύλην  τήν  γην  έκείνην  τήν  πτώσιν  τών  βροχών  καί  τό  τέλος 
'ής  πείνης,  "Οταν  όμως  χατήλθεν  ή  βροχή  και  έπανήλθεν 
ιΐς  όλίγον  χρονικόν  διάστημα  ή  άφθονία,  όφοΰ  συνεκέντρω* 
'ΐτ  τούς  Ιερείς  τού  Βάαλ  τούς  τετραχσοίους  κοί  τούς  τετρακο· 
ι>Ι(Ηη;  όγοοήκοντο  τούς  κατάσφαξε  κα)  έρρευαεν  χείμαρροι- 
ιΐΐμάτων.  η  - 

•  ^  τι  σχέοιν  έχουν  αύτά  πρός  τήν  πρσκκιμένην 

ΰπόθεαιν;  Μή  άνησυχής,  άγαπητέ,  διότι  τώρα  θά  άποτε- 
Λειακτϋ»  πυτά  πού  έχω  ειπή.  Διότι  έπειδή  έφερε  κάτω  έ κείνην 
ήν  ψς>ηόν,  καί  έκέρδισε  τήν  νίκην,  καί  έστησε  τό  λαμπρόν 
ΊΚτππιον,  Ε  καί  διέπραξε  τήν  σφαγήν  τών  ιερέων,  άπεμακρύ- 
νπο  καψών  και  έσκέπτετο  ύπερηφάνως  &'  αύτό  πού  ουνέ- 
άηπαν  Κατόπιν  διεμήνυσε  πρός  αυτόν  ή  γυναίκα  τού  Άχα- 
'  πού  ή ι ον  πόρνη  ποταπή  χαί  περιφρονημένη.  νά  του  εί· 
!Τ'ν  λ*Τ-  πο,ή°ειάν  μι»  οί  θεοί,  καί  τάδε  προσθετά ν. 
έόν  μ  ή  θώ  τήν  ψυχήν  σαυ  αύριον  ώς  ένός  τών  ιερέων  τού- 
ΐιυν  Κα)  έφοβήθη,  καί  έφιτγεν  όδόν  ήμερων  τεσσαράκοντα» 
ι  Γ'  Βασιλ.  19,  2  -3). 

Ίί  λοιπόν;  Η  ψυχή  έκείνη  ή  ούρανομήκης.  αύτός  πού 
ή κιν  υπέρτερος  δλου  ιού  χόομαυ,  αύτός  πού  περιεφρόνησε 
ωσην  πείναν  κα)  έπσνεστό  Γηαεν  έναντίον  τόοον  τυραννικού 
ΟαπιΛέίΐκ;,  αύτό<;  πού  έκλεισε  και  ήνοιζε  τόν  ούρανόν,  αύτός 
Ι""1  έιμερεν  όιιό  ιόν  ουρανόν  τήν  μίαν  φοράν  βροχήν,  τήν  άλ¬ 
λην  ψωπάν,  αύτός  πού  περίεψρόνησε  τάς  άνάγκας  τής  ψύσεως 
Α  αύτός  πού  δέν  έφοβεϊτο,  αύτός  πού  παντού  είχε  θάρ¬ 
ρος,  αύιός  διό  μίός,  μετά  άπό  τόσο  κατορθώματα,  μετά  άηό 
ι«οον  Οδ|>ί»ος  δέν  άντεξεν  είς  τήν  διά  λόγων  άπειλήν  μιας 
Μρνης,  όλλό  ιά  εγκαταλείπει  άλα  καί  γίνεται  φυγάς  κα) 
κόμιοηχ:  κα)  φεύγει  κρυφά  είς  τήν  έρημον  καί  βαδίζει  όδόν 
Τίττπαρόκοντα  ήμερων.  τΑρά  γε  ποία  ήτο  ή  αίτία; 

Ι'.γίηινίιβεν  αύτόν  ό  θεός  άπό  τήν  χάριν  ταυ  κα)  έφάνη 
Λ  αδυναμία  τής  άνθρ<οπίνης  φύαεως  έδειξε  τόν  προφήτην, 
ΑμιΙ,γ  καί  τόν  άνθρωπον,  διά  νά  μάθουν  δτι  καί  έκείνα  πού 
ίγένπντη  τήΐΓ  ήσσν  έργον  τής  χάριτος.  Τά  έπραττε  όέ  αύτά 
ΟΜ  νά  Τ(»ν  κόμη  έτυείκή  είς  ιο6ς  πολλούς  Β  καί  τόν  έγΐιή- 
Ιϊμόν  πού  είχςν  έξ  αιτίας  τίΓιν  κατορθι.ιμάτιον  νά  λιγοστειιση 


ΙΜ  Άν^ίρηβ;  *ί;  Ί,ςϋ,λ  ίρ-  ηΛα  ι^.  2  ·  . 


1«4ΝΝ(*ν  χηζηϊΐΟΜΟΓ 


ΟΜΙΛΙΑ  ΚΙΪ  ΜΛΥΤΠΊΟΜ  II. Μ.  11ΚΤΡΑ3 


9Κ> 

καί  νά  στοματήση,  Διά  τό  δτν  έσκέπτειο  καί  έψαντάζετο  διά 
ιόν  όαυτόν  ταυ  ρεγάλα  πράγματα  καί  περιεφρόνει  άλους  τούς 
άλλους,  αύτόν  τόν  Ιδιον  6ά  οάς  φέρω  ώς  μάρτυρα.  Οταν 
ήλθε  προς  αυτόν  ό  θεός  καί  ήρώια  τήν  αιτίαν  τής  εις  αύτόν 
ιόν  τόπον  παραμονής  Λέγ<ι>ν  «Τί  σοι  ί^ε,  ΉΑία ;»  καί  <τί  σοι 
ώδε;»  {Γ'  Βασ.  19,  13)  τόν  ήρώτα  δχι  έπειδή  ήθελε  νό  μά- 
9η,  άλλό  έπειδή  ήθελε  νό  άποκαλύψη  εί«;  ήμάς  τό  κράφτα 
ιής  ψυχής  αυτού.  Δαόη  καί  ιήν  Χαναναίαν  ό  Χριστός  δίαν 
ή  ρώτα,  τήν  ή  ρώτα  όχι  διό  νό  μάθη,  άλλό  δια  νό  διδάξιι  είς 
ήμάς  τόν  θησαυρόν  τής  πίστεως  ό  οποίος  ύπήρχεν  είς  αυτήν. 

Εμίιπά  λοιπόν  αύτόν,  διά  ιτοΐον  λόγον  £χει  ψθάσει  έδώ 
ιόοον  μακροώ  €  καί  διατϊ  έγκατέλειψε  πόλεις  καί  πλήθη  καί 
άγαπα  τήν  έρημον,  δχι  διό  νό  μάθη  αντός  (διατί  νό  έρωτά 
διό  τής  άπανιήσεως  έκείνου  ιό  κρύφια  της  ψυχής  του  κο) 
αυτός  που  γνοιρίζει  τό  πάντα;  ),  άλλα  δια  νό  διδάξη  εις  ήμάς 
ότι  εύλόγως  άφηκεν  αύτόν  νό  διαταραχή  άπό  τόν  φόβον 
καί  νά  έμπέαη  εΙς  τήν  δειλίαν.  Τόν  άφησε,  δέν  τόν  ώθησε 
Γοϋ  τό  έπέιρεψε,  δεν  τό  ένήργησεν.  άλλό  τόν  έγύμνιοοε  μό¬ 
νον,  καί  έφανερώθη  ή  άδυναμία  του.  "Οταν  τον>  εΐϊιεν  δ 
θεός  «Τί  σοι  ώδε  Ήλία»  άς  άκούστπμεν  ιί  κϊτιεν  αύτός·  «Τό 
θυσιαστήριά  ουυ  κστέοκαψαν  καί  τούς  προφήτης  σοι:  όπέκτεΐ- 
ν-Ίΐν'  κάγώ  ΰπκλείφθην  μόνος.  καί  ζητούσι  τήν  ψυχήν  μου» 
(Γ'  Βαπ.  19.  14).  Βλέπεις  ότι  ένόμιζεν  ότι  είχαν  άπολεσθή 
ϋλοι  καί  6π  μόνον  αύτός  £χει  άττομεΐνει  καί  αύδεις  άλλος 
έκιός  άπό  αύτόν,  πράγμα  πού  ήδόνατο  νά  τόν  ιρίρ|)  όλίγον 
κοτ  όλίγον  ε.ϊς  ι  ήν  αλαζονείαν,  Ο  Διό  τούτο  λοιπόν  ό  θεός 
διά  νά  τού  βγάλη  τήν  πεπλανημένην  αδτήν  σκέψπν  λόγει 
«Κοτέλιπον  έμρυτφ  έπτοκίοχιλίους  άνδρας,  οΐττνες  ούχ  £ 
καμψαν  γόνυ  τφ  Βάαλ*  (Γ'  Βαο.  19.  18), 

Επειδή  λοιπόν  καί  3ταν  έπέφερε  τήν  ξηρασίαν,  δεν  έ- 
χάμφίίη  άλλ'  έουνέχνζε  τήν  τιμωρίαν  καί  μετά  άπό  αύιό  έ 
φαντάζετο  μεγάλα  πράγματα,  ώπάν  νά  ήτο  μόνον  αύτός  είς 
τήν  γήν  ό  θεοσεβής,  άφήινει  αύτόν  νό  Λνηληφθή  την  Ιδίαν 
αδυναμίαν  πληροφορών  αύιύν  περί  τού  πλήθους  πού  διεοώ· 
θη,  καί  δ»ό  τών  δύο  τούτων  ταπεινώνει  τήν  οκέψτν  αύτου  και 
ιόν  πείθει  νό  είναι  ταπεινός  και  νό  εϊνοι  ου γ χωρητικός  καί 
νό  σσνδυάζη  τόν  ζήλον  του  μ  δ  ιην  φιλανθρωπίαν.  Ε 

5.  "Αν  δέ  έπιθυμής  νό  ΐδάς  τό  ίδιο  εις  ιην  Καινήν  Δια¬ 
θήκη  ν  πάλιν  θά  προσπαθήσω  νά  συΰ  φέρω  ώς  παράδειγμα 
άπό  ιούς  έν  τή  Καινή  Διαθήκη  άνδρας.  ιούς  κορυφαίους,  τούς 
πύργους,  τό  φρούρια  καί  τούς  πρώτους,  ίϊς  ιέιοιαυς  δέ.  δττως 
διό  ιήν  Παλαιόν  χαρακτηρίζουν  τόν  Μωϋοήν  καί  ιόν  Ήλίαν 
ΐ'κΐι  διό  ιήν  Καινήν  Διαθήκην  ιόν  Παύλον  καί  τόν  Πέιρον 
Διά 1 1  δττίιΐς  άκρίβως  κάθε  ίνας  άπό  πύΐυΐχ;  ιούς  δύο.  ό  μάν 


π» 

ί'νιις  οπό  6να  Αιγύπτιον,  ό  δέ  άλλος  άπό  όπείλήν  μιας  πόρ- 
νηι;  άφοβήθηοαν  καί  έφυγον.  ?τσι  λοιπόν  καί  ό  Πείρος,  ή  δάσις, 
ό  [ΙεμύΑιος,  ο  οτϋΛος,  μετό  τός  τάπας  άνίολός,  με  ιό  ιό  ιόου  θαύ- 
μοίϋ,μετό  ιήν  ίόοην  φιλοσοφίαν,  δέν  έφοβήΟη ούτε  κάποιαν 
θτιπίλισπαν.  ούτε  κάποιαν  άνδρα,όλλά  τήνύιιειλήν  κόρης  θυ- 
[*πψού·  32Ρ  δ  καί  ιιύτό  ήτα  άπό  το  προηγαύμεναν  πολύ  χευ 
ίΛιεμυν  Διότι  αύτο)  μέν  έφοβήθησαν  καί  έφυγον  μάνον; 
πίιιύς  δέ  ύπέπεοε  καί  είς  παράπτωμα  άθλκόιατον,  πράγμα 
ουπ'ι  όλοι  ιό  γνωρίζουν.  Διότι  δταν  έγυμνώθη  άπο  τήν  χάριν 
ιού  θεού  όφάνη  καί  ή  άδυναμία  αύτοΟ,  έπειδή  έγκατελεύ 
ψΟη  άιιό  τήν  κηδεμονίαν  ιού  θεού. 

"Λφιμ3ε  δέ  αύτόν  ό  θεός  νό  πόση,  διόιι  έπρύκειιο  νό 
κύρη  καί  αύτόν  άρχοντα  δλης  τής  οίκουμένης,  ώστε  όνβυ- 

I  ιι  ιύ  μένος  ιό  πορ  μ  πτώματα  τό  ίδικά  του,  νά  υυγχωρή  αύταύς 
ιιοό  ή]ΐαρτάνουν.  Καί  οτι  δεν  είναι  οκέψείς  Ιδικαί  ρομ  ούτά, 
Λκηυοε  αύτόν  τόν  ίδιαν  ίύν  Χριστόν  πού  λέγει  «Σίμυιν,  Σ  ί¬ 
μιαν,  ποτιάκίς  έζήτησεν  ό  Σατανάς  σινιάσαι  πε  Φς  τον  αϊτόν 
κ/ίγώ  έδπ-ήθην  περί  σοϋ,  ϊνα  μή  έκλίπη  ή  ιτίοτις  οπυ.  Β  Και  πύ 
που  έπιοιρέψας,  στήριξαν  τούς  άδελφούς  σου»  (Λουκ.  22. 

II  ι.  Δός  μου  αυτήν  ιήν  αμοιβήν  διά  τήν  πρός  σε  ίΐπήθεκιν 
διόιι  έόν  δέν  άπελόμβανες  τής  ίδικής  μου  προνυίας.  δεν  θά 
ήδύνιιοσ  μόνος  νό  ύπαφέρης  ιήν  έπίθεσιν  έκείνου,  ’Λφοϋ 
λοιπόν  άννοήοης  τό  Ιδικά  σου  νό  γίνης  καί  είς  τούς  άλλους 
ιΐιι γκΐιΐρτ|(ΐκι>ς.  διότι  τά  «Στήριξον»  αύτό  όκρίβώς  ύτιοδηλπΐ 
ίιΐύ  ιής  έπιείκείας  νά  σιηρίζης  αύτούς  πού  κλονίζονται,  ύ- 
ιΐλώνπιν  ιήν  κείρα  σου  καί  έπιδεηίνόων  πσλλήν  φτλσνθρίιι 
ιιίπν. 

Καί  ό  Παύλος  πού  ήτα  ιολμηράιερος  άπό  λέοντα,  ή  άκιι- 
ιόίίληισς  ψυχή,  ιό  ϊδιον  ίπαθε.  Κτϋ  δές  τκ^ς  δεικνύει  συν» 
Μί«;  ιόν  όαυτόν  του  νά  £χη  ανάγκην  άπό  ιά  φάρμακα  ιής 
ι ο 1 1 γ ■  νυψραο ύ ν ης .  Γράφων  πρός  ιούς  Κορινθίους  λέγεί'  Γ 
«<  ϊύ  (ίέλιιΐ  δέ  ύμας  άγνοεϊν,  άδελφοί,  περί  τής  θλίψεως  ημών 
ιήι;  γενυμέν ηχ;  ήμϊν  εν  τή  ’Λπίφ  ότι  καθ'  ύπειιβολήν  έβαριγ 
θιμιΐ'ν  ΰτχέ.ρ  βόναμίν*  άλλ’  αύτοί  έν  έαυτοϊς  τό  άπόκ(ημ(ΐ  τού 
Ηονάιυα  έσχήκαμεν,  ΐνο  μή  ττεποιθότες  Φμεν  έφ’  έπυιοΐι: 
άλλ'  έιιΐ  ιφ  θεφ  τφ  έγείρονττ  τούς  νεκρούς,  δς  έκ  ΐηλικυί'· 
Χιΐν  θπνόΐων  έρμύοοτα  ήμας.  Ήλπίχαμεν  δέ  δτι  χαί  ρύοετοΐι· 
(Κ'  Κορ.  1,  δ-Ι1  ),'Έχομεν  άπογοηιτευθή,  λέγει,  δέν  έ.λπίζομεν 
νό  ζήσηιηιεν  καί  έσκέφθημεν  δτι  Ηό  άποθάνωμεν  ύπωοδήποιε, 
διόπ  ιιύτό  σημαίνει  τό  «Αύτοί  έν  έαυτοίς  τό  άπόκριμα  ι«Γι 
θανάτου  έπχήκομεν»,  Αύτό  μάς  άπήντηααν  τά  πράγματα,  ότι 
θά  Μΐΐαπτραφοΰμεν  όποχιδήποτε.  Διά  ποίον  λόγον  ύπέΓρπ'· 
ψκν  ό  θεός  νό  φθάοαφεν  είς  τόσον  μεγάλους  κινδύνους. 
Λιό  νό  μή  ί'χοιμεν  βεβοιόιηπι  είς  τοη^ς  όπυτούς  ρος  λέγει. 


ΙίΙΑΚΝΟί  ΧΡ1'Σ0ϋΤ0»ηΓ 


«2 


Ο  Αλλά  ε!<;  ιόν  θεόν  ό  όποιος  άνασταίνει  τούς  νεκρούς.  Αύ- 
τό  πού  λέγει  έχει  αύτήν  τήν  έννοιαν-  διό  νά  μή  χαυχιόμεθά 
οιό  νά  μη  υπερηφονευώμεθα  άλαζονίκώς  διά  τά  κστορθώμα- 
τά  μας  αύτό  πού  τό  λέγει  σαφέστερον  καθώς  συνεχίζει,  γρά- 
φΐιΛ1  οβτω*  έπειδή  λοιπόν  άνέφερε  τήν  Αρπαγήν  εις  τάν  ου¬ 
ρανόν,  τήν  εϊοοδον  είς  τόν  παράδεισον,  τήν  συμμετοχήν  είς 
τά  άττόρρητο  έκεΓνα  λόγια  συνεηέρανεν  «Καί  τή  ύηερβολή 
των  Αποκαλύψεων  Τνα  μή  ύπεραίρωμοι,  έδάθΐ)  μοι  σχόλσψ  τ^Ι 
σορκι,  άγγελος  Σαιΰν,  Τνα  μέ  χολαφίζη»  (Β'  Κορ.  12.  7}* 
έννοεΐ  έδω  αύτσύς  ιτού  τάν  έβλιΒον  καί  τύν  παρηνώχλσυν 
καί  τόν  έβαλαν  είς  φυλακήν,  διότι  κάθε  ένα  άπό  αύτούς 
τούς  όναμάζει  Σατανδν.  Μσΰ  παρεχωρήθΐ)  δέ  να  Απομένω 
τους  πειρασμούς  Ε διό  νά  περιορίζεται  ά  έγυπσμός  καί  διό  νά 
μάθω  νά  είμαι  ταπεινός.  Δι’  αύτό  λοιπόν  ένώ  παρεκάλεσα 
τάν  θεόν  δέν  έπέτυχα  νά  λάβω  τά  ζι>τΐ)θέν,  άλλά  τκιρέμεΓνα 
συνεχώς  ύποφέρων  και  έχων  ώς  φάρμακο ν  ταπεινοφροσύ¬ 
νες  τήν  θλίψιν. 

Δϊάττ  αύτός  πού  Ακάθιστο  είς  τούς  πόδας  τού  Γαμαλιήλ'1 
καί  πού  βζη  σύμφοινα  ,μέ  τούς  πατρικούς  νόμους,  αύτός  πού 
ήτο  ζηλωτής  τών  πατρικών  παραδόσεων,  αύτός  πού  άνεγί- 
γνωσκε  καθημερινώς  τούς  προφή,τας,  αύτός  πού  όνετράφη 
μέ  τόν  νόμον,  αύτός  όταν  ήλθεν  ό  Χριστός  καί  έκαμε  θαύ¬ 
ματα  καί  έδίδασχεν  αύτό  Α  καί  παρέθετε  καί  έρμήνευε 
τάς  Γραφάς,  δέν  τόν  έδέχβιμ  άλλό  κα)  όταν  έσταυρώθη  καί 
ανεσιήθη  τό  κατεδίωκε  κα)  >ιό  χίλια  χέρια  έρριτχτε  έναντίον 
του  μαθητου  έκείνου  καί  κατεπολέμει  τάς  έκκλησίας  καί  ήτο 
ώγρκύτερος  κσ]  άπό  λύκον  καί  δως  ότου  έλαμψεν  τό  φώς 
άπό  έπάνυ>  καί  ήκούσθιγ  φωνή  πού  τόν  ώδήγησεν  είς  τήν 
άλήίθεΐαν.  μόνος  του  δέν  ήδννήθη  νά  γνωρίσ^  τό  όρθόν  Λ»ά 
τούτο  καί  αύτός  συνεχώς  είς  τάς  έτηστολάς  του  αύτό  Αναφέ¬ 
ρει  έν τρεπόμενος  δί’  όσα  έγιναν,  Γράφων  είς  τόν  Τιμόθεον 
ελεγε  «Χόριν  έχω  τφ  ένδυναμώσαντί  με  Χμισημ,  ότι  πιστόν 
με  ήγήσατο  θέμενος  είς  διακονίαν,  τόν  πρότερον  όντα  βλό· 
σφημον  καί  διώκτην  καί  ύβριστήν  Β  ήλλ'  ήλεήθι>ν,  ότι  ά- 


Ρ'  ΤαΡ43»1$ί  ν6}ΐο5ι εΛβΚΛλος  τίιΜ  Αρχών  τί);  χριΜιοινιχής 

^πο?·  ί».  ^1$  μέλος  ΧαΠ  Μχ·(ίλ<η  1’>',χ$ρΙζν.  »ν  διίΑτκχλβς  τοί 

χποβτάλαι  ΙΙκίληι.  *Ητο  ^οστηρι*·:*,;  -χΟ  Ιλληνικεΰ  πολιυομοΟ,  ΚπΑ 
Χήν  δίκην  -:<0ν  άποστ4λ(ι>ν  ίνώτικιν  τοΟ  Γ-ΛίΒρία»  αΐνέπ-τποβ']  τήν  άΐϊ»λ*υ- 
Μέρ«ο(ν  των,  ή  *τ:οΙας.  χαΐ  έγένβτο.  Τί  γ«γονός  τοΟτο  αυΜΜέλβοβν  ©οτι  ν4 
ν&^ιςαβ'Π  «Τ·ο  τής  μ»τ«γ»ν«τιέρας  χριστιανική;  πορ-ιΒίσκ»;  ώς  χρίΜηςΛρρ^ 
η«»νί>ί  6««ϊυβίΙ;  Γίπ4  «δν  Πέτρου  χ*1  Πιύλοο,  άν*γρ»φι>μ*γος  μίλιοι* 
“5  *ΰλλ*  μβιτυρπλόγια  *ς  μ^τυς.  Κατλ  τό  ήμιρο^γιον,  έορ 

ιίνβτΛι  ίήν  -Μ)ν  ΛΟγούοιο'»  ή  *νχχομι&ή  χΛν  λαψάνων  αΛτοΟ  *βι  Τ0φ  2-,ϊ 
Τίνου 


ΟΜΙΛΙΑ  Κ\  1  ΜΛΪΤΪΡΙΟΝ  11ΑΛ.  ΠΕΤΡΑΓ 


!Μ 

γνοών  έποίησα  έν  άπΐίττίςΐΛ  (Α'  Τημ,  4,  12-13).  Καί  πάλιν 
<Διά  τούτο  ήλε  ήβην,  ΐνα  έν  έμοί  πρώτιμ  ένδείξηται  ό  θεός 
τήν  πσσαν  μακροθομίαν  πρός  ύποτύπωσιν  τών  μελλόντων- 
ιιιστεόειν  έπ’  αύτψ  είς  ζωήν  αίώνιον»  (Α'  ΊΊμ.  1,  16),  Καί 
πρός  τούς  Κορινθίους  πάλιν  γράφων  δλσγε·  *  Ός  σύκ  είμι 
Ικανός  καλεϊοθαι  Απόστολος,  όπ  έδίωζα  τήν  Εκκλησίαν» 
{Λ'  Κορ.  15,  9), 

β.  "Ολα  δέ  αύτό  έγίνοντο  καί  όφηνεν  ο ύ τούς  γυμνούς 
ό  θεός  άπό  τήν  χάριν  του,  ώστε,  όταν  μάθουν  τήν  Αδυνα¬ 
μίαν  τήν  Ιδίκήν  των  Ο  καί  όττ  τίποτε  δέν  είναι  ό  άνθρωπος 
πού  δέν  £χει  τήν  άνωθεν  βοήθειαν,  όταν  άνεβούν  είς  τόν 
δικαστικόν  θρόνον  καί  δταν  γίνουν  ήγέπα»  καί  άρχοντες,  νώ 
έπιόείξρυν  μεγάλων  φιλανθρωπίαν,  πσλλήν  συγκατάβασιν 
καί  ηολλήν  έπιείκειαν  είς  ιούς  άρχομένους.  Διά  τούτο  καί 
γράφων  πρός  τούς  Γαλάτας  έλεγε ν  «Αδελφοί,  έάν  καί  προ- 
λ ΐ|ιΐ|)θπ  ^άνθμίιΐιπος  έν  τινι  παρατττώμοτι,  ύμεϊς  αΐ  πνευματικοί 
κπΐυριίζετε  τόν  τοιοΰτον,  σκοτπ7>ν  σεαυτόν,  μή  καί  σύ  πειρα- 
οθβς*  {Γαλ,  β,  1). 

Αφοϋ  λοιπόν  τά  γνωρίζομε ν  αύτά  καί  αύτούς  πού  πα- 
ί«  κιρέπονται  9ς  ουγκρατώμεν  καί  εις  τούς  άμαρτάνοντας  3ς 
εΓμοστε  σνγ χωρητικοί  καί  δς  έπιδείξωμεν  μεγάλων  φίλον- 
Ηιιωπίαν,  ουμφώνως  πρός  τούς  νόμους  τού  θεού,  διά  νά  συγ- 
χωρη&ύμεν  καί  ήμείς  δι’  όοας  Αμαρτίας  πράττομεν  Ό  διά  τής 
τάματος  καί  τής  φιλανθρωπίας  τού  Κυρίου  ήμών  ΊησοΟ  Χρι- 
οίου  διά  ιοΰ  οποίου  καί  μετά  τού  όποιου  ή  δόξα  άνήκει  είς 
ιόν  ΓΙατέρα  συγχρόνως  καί  είς  τό  νΑγιον  Πνεύμα,  νΰν  καί 
ά»·|  κ αί  είς  τούς  αίωνας  πύν  οίώνηιν.  ’Αμήν.